Κινέζοι αξιωματούχοι έδωσαν εντολή σε εγχώριες αεροπορικές εταιρείες να μην προχωρούν σε νέες παραγγελίες αεροσκαφών Boeing και απαίτησαν να ζητείται έγκριση πριν την παραλαβή αεροσκαφών που έχουν ήδη παραγγελθεί, σύμφωνα με πηγές με γνώση του θέματος, που επικαλείται η αμερικανική εφημερίδα The Wall Street Journal.
Η ένταση στους δασμούς επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τον μεγαλύτερο εξαγωγέα των ΗΠΑ. Η Boeing, που αντιμετωπίζει ήδη τιμωρητικούς δασμούς από άλλες χώρες, βλέπει τη ζήτηση για αεροπορικά ταξίδια να μειώνεται, ενώ η εφοδιαστική της αλυσίδα, εύθραυστη και εκτεταμένη, πλήττεται από το τέλος του καθεστώτος ατέλειας που απολάμβανε επί δεκαετίες.
Η εταιρεία, η οποία «έκαψε» 14 δισ. δολάρια το 2024, είχε στόχο να περάσει σε θετική ταμειακή ροή φέτος. Όμως οι τελευταίες εξελίξεις ενισχύουν την πίεση. Σε βάθος χρόνου, το νέο εμπορικό τοπίο μπορεί να δώσει πλεονέκτημα στην ευρωπαϊκή ανταγωνίστριά της, την Airbus.
Ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε πως οι δασμοί στοχεύουν στην ενίσχυση της αμερικανικής βιομηχανίας. Όμως, σύμφωνα με τον αναλυτή της Bank of America, Ρον Έπσταϊν, ο εμπορικός πόλεμος βλάπτει μία από τις λίγες μεγάλες εταιρείες που κατασκευάζουν τεχνολογικά προϊόντα στις ΗΠΑ.
Ακόμα κι αν η Κίνα εγκρίνει παραδόσεις, οι αεροπορικές ενδέχεται να ζητήσουν καθυστερήσεις για να αποφύγουν τους δασμούς. Η Κίνα προβλέπεται να είναι η μεγαλύτερη αγορά της Boeing τα επόμενα 20 χρόνια. Σύμφωνα με την Bernstein, η εταιρεία θα χάσει 1,2 δισ. δολάρια αν διακοπούν όλες οι παραδόσεις προς την Κίνα το 2025.
Η Κίνα είχε παγώσει τις παραδόσεις Boeing μετά τα δύο δυστυχήματα των 737 MAX το 2018 και 2019 και μόλις πέρσι τις επανεκκίνησε. Από τα 130 αεροπλάνα που παρέδωσε φέτος παγκοσμίως η Boeing έως τον Μάρτιο, μόλις 18 πήγαν σε κινεζικές εταιρείες.
Ένα μόνο 737 MAX έχει τιμή άνω των 100 εκατ. δολαρίων.
Η ζήτηση για αεροσκάφη είχε εκτοξευθεί μεταπανδημικά, αλλά η αύξηση των τιμών και ο φόβος ύφεσης οδηγεί τους καταναλωτές σε ακυρώσεις ταξιδιών. Η Ryanair δήλωσε πως μπορεί να καθυστερήσει την παραλαβή 25 Boeing 737 που ήταν προγραμματισμένα για τον Αύγουστο.
Ο CEO της Boeing, Κέλι Όρτμπεργκ, εξέφρασε ανησυχία για την επίδραση των δασμών στην εφοδιαστική αλυσίδα και τις εξαγωγικές δυνατότητες της εταιρείας.
Προς το παρόν, η Boeing έχει μεγάλο πλεονέκτημα: η ζήτηση ξεπερνά την παραγωγή. Με παραγγελίες που ξεπερνούν τα 5.500 αεροπλάνα, ένα αεροσκάφος που παραγγέλνεται σήμερα δεν θα παραδοθεί πριν από 10 χρόνια.
Ωστόσο, η Κίνα αντιπροσωπεύει το 20% της παγκόσμιας ζήτησης αεροσκαφών. Οπότε, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες μπορεί να είναι σοβαρές.
Το κινεζικό Comac C919, ανταγωνιστής του 737, βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Παρά τις φιλοδοξίες, παρέδωσε μόλις 13 αεροπλάνα το 2024 και βασίζεται ακόμη σε αμερικανικά εξαρτήματα.
Αν οι εμπορικές εντάσεις κλιμακωθούν, η Airbus –που ήδη προηγείται στην Κίνα– θα μπορούσε να βγει ακόμη πιο μπροστά. Διαθέτει δύο εργοστάσια τελικής συναρμολόγησης στην Κίνα, σε αντίθεση με τη Boeing που διαθέτει μόνο ένα κέντρο τελικών εργασιών.
Η Boeing και οι βασικοί προμηθευτές της εξαρτώνται από ένα πολύπλοκο δίκτυο, συχνά μικρών επιχειρήσεων με χαμηλά περιθώρια κέρδους, που ήδη αντιμετωπίζουν αυξημένα κόστη και ελλείψεις προσωπικού. Το δίκτυο έχει υποστεί αλλεπάλληλες διακοπές στην παραγωγή, οδηγώντας σε σοβαρά τεχνικά προβλήματα όπως η αποκόλληση τμήματος ατράκτου σε πτήση της Alaska Airlines.
Το σημερινό περιβάλλον με τους νέους δασμούς έρχεται να διαλύσει μια συμφωνία που από τη δεκαετία του ’80 επέτρεπε την ατελή κατασκευή αεροσκαφών.
«Όλοι λένε: “Δεν ξέρουμε ποιος θα πληρώσει, αλλά σίγουρα δεν θα είμαστε εμείς”», δήλωσε ο Ρίτσαρντ Αμπουλάφια της AeroDynamic Advisory. «Αυτό είναι επικίνδυνο. Μπορεί να “παγώσει” το σύστημα».
Με πληροφορίες από Wall street Journal