Μαρία Κωνσταντάρου: «Δεν παίζω πια γιατί δεν υπάρχουν ρόλοι για την ηλικία μου»


Γεννήθηκα στην Πτολεμαΐδα το 1933, γιατί ο πατέρας μου ήταν ειρηνοδίκης και βρέθηκε εκεί με μετάθεση. Ήμουν βρέφος όταν χώρισε με τη μάνα μου και με πήρε, σαράντα ημερών, κατεβήκαμε με τον σιδηρόδρομο στην Αθήνα, στις αδελφές του, και έφυγε πάλι με μετάθεση, στη Σκιάθο αυτήν τη φορά. Ο πατέρας μου ήταν 52 χρονών, η μάνα μου 18 όταν γεννήθηκα, δεν ταίριαξαν. Προφανώς ήταν μια ατυχής συνεύρεση, έμεινε η μάνα μου έγκυος κι εκείνος ήταν δικαστής, έπρεπε να την αποκαταστήσει. Με τη μητέρα μου δεν είχαμε σχέσεις ποτέ, δεν συνδεθήκαμε, δεν τη γνώρισα.

• Μεγάλωσα με τις τέσσερις αδελφές του πατέρα μου, με τέτοια αγάπη που δεν έχει πάρει άλλος άνθρωπος. Άρχισα να λέω «μαμά» τη μεγάλη αδελφή του, τη Βαρβάρα – σκεφθείτε, έφτασα επτά-οκτώ χρονών και δεν είχα καταλάβει ότι αυτή δεν ήταν η μητέρα μου. Ούτε τον πατέρα μου θυμάμαι εκείνα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, έλειπε συνεχώς. Χτύπησε μια μέρα το κουδούνι, βγήκα να δω από το μπαλκόνι και φώναξα «είναι ένας κύριος με βαλίτσες. Ήταν ο πατέρας μου που δεν τον αναγνώριζα.

• Μέναμε στην οδό Παλαιολόγου Μπενιζέλου 4, στη Μητρόπολη, και οι δυο πρώτες αδελφές του πατέρα μου, η Βαρβάρα και η Ελένη, ήταν οι μεγαλύτερες ράφτρες της εποχής, είχαν τον Οίκο Κωνσταντοπούλου. Είχαν υφάσματα, κορσέδες, εσώρουχα και έραβαν τα ανάκτορα, τη δούκισσα του Κεντ, την πριγκίπισσα Ελένη, όλη την τότε αριστοκρατία και τον καλό κόσμο. Δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένες με την έννοια την ακαδημαϊκή, αλλά είχαν μια φοβερή πνευματικότητα – τον Ντοστογιέφσκι τον άκουσα από τη Βαρβάρα όταν ήμουν δέκα ετών. Η θεία μου η Αντιγόνη είχε βγει από το Αρσάκειο δασκάλα στα δεκάξι και δούλευε σε σχολείο στην Κηφισιά και η θεία μου η Ελπινίκη, που ήταν με το πιάνο και το τραγούδι, αμέσως πήρε τον ρόλο της νταντάς μου. Με πήγαινε από το πρωί που ξυπνούσα στον Βασιλικό Κήπο –ξέρω κάθε γωνιά και κάθε τρύπα που υπάρχει εκεί– και γυρνούσαμε το βράδυ.

Από την τηλεόραση έγινα αναγνωρίσιμη, αλλά δεν κατάφερα ποτέ να αυξήσω το κασέ μου, γιατί δεν ήξερα να πουλήσω τον εαυτό μου. Δεν έπαιρνα ψίχουλα και δεν διαμαρτύρομαι, αλλά θα μπορούσα να βγάζω περισσότερα. Κάποιες φορές αισθανόμουν ότι δεν με άφηναν να κάνω πράγματα γιατί ξεπερνούσα το μέτρο.

• Οι γυναίκες αυτές ήταν όλες ανύπαντρες και ανεξάρτητες και έκαναν τα πάντα για τη μόρφωσή μου. Για ένα διάστημα πήγαινα στο γερμανικό κίντεργκαρντεν στον Άγιο Νικόλαο. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος πήγα στη Γερμανική Σχολή. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ήταν οικογενειακός φίλος μας και ζήτησε από τον Άλφρεντ Ρομαίν, που ήταν διευθυντής της Γερμανικής Σχολής και γνωρίζονταν πριν από τον πόλεμο και την Κατοχή, να φοιτήσω εκεί για να εξασφαλίσει το συσσίτιό μου.

• Έτσι δεν κατάλαβα την Κατοχή, ούτε την πείνα· τα καλοκαίρια της Κατοχής τα πέρασα στο σπίτι της θείας μου της Αντιγόνης, στην οδό Δεληγιάννη, στην Κηφισιά. Ο Δαμασκηνός, που ο δικτάτορας Μεταξάς τον είχε περιορίσει φρουρούμενο από το 1938 στη Σαλαμίνα, είχε στείλει στο σπίτι της Κηφισιάς μια κατσικούλα θηλυκιά και τέσσερις κότες για να εξασφαλίσει το γάλα μου και τα αυγά μου. Αυτά τα καλοκαίρια τα θυμάμαι με πολύ παιχνίδι μέσα στη βίλα Ρωμάνου, μια τεράστια έκταση όπου νοίκιαζαν οι αθηναϊκές οικογένειες, του Λυκουρέζου, του Σερπιέρη κ.ά., δωμάτια για να περνούν τα καλοκαίρια.

Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58» Facebook Twitter
«Μακρινό λυπητερό τραγούδι» του Κεχαΐδη. Ο Κάρολος Κουν ανέβασε το μονόπρακτο αυτό μαζί με ένα ακόμα, «Το παιχνίδι στις Αλυκές», σε μία παράσταση τον χειμώνα του 1956. Μαζί με τη Μαρία Κωνσταντάρου ο Μιγάδης, ο Μπάκας και η Πανταζοπούλου. Πηγή φωτογραφίας: Θέατρο Τέχνης

• Γυμνάσιο πήγα στη Σχολή Χιλλ που ήταν παρθεναγωγείο. Ήμουν άνετα μαθήτρια του 16, χωρίς να σκοτώνομαι στο διάβασμα, και ήμουν πάρα πολύ άτακτη, αλλά επειδή οι αταξίες μου δεν ήταν προς αποβολή, παρακάλεσαν τη θεία μου να μη με ξαναπάει στο σχολείο αν δεν ζητήσω συγγνώμη. Δεν ζήτησα, αλλά με ξαναπήραν. Επειδή η Χιλλ δεν είχε ογδόη, πήγαμε την τελευταία χρονιά στη Σχολή Αηδονοπούλου και είχαμε την τύχη να έχουμε γυμνασιάρχη την Κακριδή, τη σύζυγο του Γιάννη Κακριδή, μια σπουδαία γυναίκα που μας άνοιξε πολλούς ορίζοντες.

• Με πήγαιναν οι δικοί μου να δω θεατρικές παραστάσεις. Έχω δει τη Λαμπέτη στο Μουσούρη να παίζει στο Κουρέλι, έχω δει το Παιχνίδι του έρωτα και της τύχης με τον Χορν, την Αλκαίου. Πηγαίναμε και στη Λυρική Σκηνή, είχα δει την οπερέτα του Σούμπερτ, το «Σπίτι των τριών κοριτσιών», όπου έπαιζε ένα κορίτσι που υποδυόταν το αγόρι και ήθελα να είμαι αυτό. Με πήγαν από πολύ μικρή στη Ζουρούδη για χορό και μετά στη Μαίρη Βρυάκου που οι μαθήτριες που προετοίμαζε πήγαιναν στο Covent Garden, έκανα και πιάνο – από μικρή μπήκα σε ένα κλίμα καλλιτεχνικό. Ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά ο πατέρας μου, που ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος χωρίς καμία πνευματικότητα και δεν τον αισθάνθηκα ποτέ κοντά μου, συνεχώς έβαζε απαγορεύεις: τα καλά κορίτσια δεν μιλούν από τα μπαλκόνια με αγόρια, δεν παίζουν πιάνο, τέτοια πράγματα. Όταν έμεινε μαζί μας στη Μητρόπολη, με τη συνταξιοδότησή του, κάθε απόγευμα μού έκανε αρχαία και αυτό του το χρωστάω, αγάπησα τη γλώσσα.

• Όταν είπα πως θέλω να γίνω ηθοποιός ο πατέρας μου είπε «θα σε σφάξω» κι εγώ απάντησα «ή καλόγρια θα γίνω ή ηθοποιός». Οι θείες μου με έκρυβαν και με κάλυπταν, έτσι έδωσα στο Εθνικό. Δεν πέρασα εκεί, αλλά πέρασα πανηγυρικά στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Η επιτροπή ήταν ο Κουν, ο Βολανάκης και ο Διαμαντόπουλος που ενθουσιάστηκε με τον αυτοσχεδιασμό μου. Ο Κουν αναγνώρισε αμέσως το τι είμαι και ποτέ δεν είχα κανένα πρόβλημα μαζί του πάνω στη δουλειά. Ποτέ δεν με πίεσε, μου έδινε ένα στίγμα κι εγώ προχωρούσα. Ο Κουν θύμωνε όταν είχε κάποιος απόψεις και δεν ήξερε τίποτα, δεν είχε βγει από το αυγό. Και μία από αυτές τις βραδιές έφυγε το τραπεζάκι το τσίγκινο με τα νερά και τα τσιγάρα – θύμωνε με αυτά. Αυτά που έλεγε ο Κουν για μένα «αν μπορούσα να δουλεύω με τη Μαρία, θα δούλευα μόνο με αυτή» μου έκαναν κακό. Γιατί αυτά δεν άρεσαν, υπήρχε φθόνος μεγάλος εκεί μέσα, και από άντρες και από γυναίκες. Όταν έπαιξα τη Ντουνιάσα στον Βυσσινόκηπο, ο Καραγάτσης μου έγραψε έναν ύμνο. Και γενικά στην καριέρα μου πήρα εξαιρετικές κριτικές, με τίμησαν. Ο Κουν ήταν μια προσωπικότητα, όταν σε εμπιστευόταν και έκανες κάτι αλλιώτικο στην πρόβα, το κοίταζε, το πάλευε στο μυαλό του, είχε την έγνοια, δεν εγκατέλειπε αυτό που τον απασχολούσε και στο τέλος, αν το είχες κάνει καλά, το άλλαζε.

Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58» Facebook Twitter
Μαρία Κωνσταντάρου & Δάφνη Σκούρα στο «Κορίτσι με τα άσπρα μαλλιά», 1961. Πηγή Εικόνας: Βιβλίο «Βαθειές είναι οι ρίζες…»

• Όταν τέλειωσα το Τέχνης έμεινα εκεί για τρία χρόνια, ένιωθα ευτυχισμένη κι ας μην είχα παρέες εκεί. Δεν με αγαπούσαν ούτε οι γυναίκες ούτε οι άντρες, μόνο η Νέλλη Αγγελίδου, που ήταν μεγάλη κυρία, με συμπαθούσε πολύ και με είχε πάρει κάπως υπό την προστασία της. Μου έλεγε «μην ανοίγεις το στόμα σου, μη μιλάς» για να επιβιώσω. Όταν τέλειωσα το Τέχνης παντρεύτηκα έναν τρίτο ξάδελφό μου για να ξεφύγω από την εξουσία του πατέρα μου που ακόμα και όταν ήμουν ηθοποιός προσποιούνταν ότι δεν ήξερε τίποτα, το αγνοούσε. Ο Σούλης –έτσι τον έλεγαν–, που ήταν στρατιωτικός, με αγάπησε πολύ. Ήξερε ότι δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του και μου είπε «Μαρία, σε παντρεύομαι για να εκπληρώσεις τα όνειρά σου». Ζήσαμε πολλά χρόνια μαζί και χώρισα γιατί παραήταν τέλειος άνθρωπος, είχα ενοχές, δεν του άξιζε να ζει με μια γυναίκα που δεν τον αγαπούσε. Ερωτεύτηκα άλλους άντρες, ή έτσι νόμιζα, μέχρι να ερωτευτώ αληθινά στα 58 μου χρόνια. Αλλά γι’ αυτή την ιστορία αγάπης δεν θα μιλήσω ποτέ, είναι από τα ιερά δικά μου πράγματα.

• Από τον Κουν έφυγα γιατί δεν μου έδινε ποτέ να παίξω πρώτο ρόλο. Επειδή σε κάθε ρόλο μεταμορφωνόμουν, αλλιώς κινούμουν, αλλιώς μιλούσα, με ήθελε για να βουλώνω τις τρύπες. Έφυγα, λοιπόν –γράφτηκε και στις εφημερίδες, στη στήλη του Μαμάκη στο «Έθνος»–, και ο Κουν έστειλε τον Λαζάνη για να γυρίσω πίσω. Του λέω «να σε ρωτήσω κάτι; Υπάρχει περίπτωση να παίξω εγώ την Γκρούσα στον Κύκλο με την κιμωλία; Θα παίξω εγώ πρώτο ρόλο;» και απαντάει «είναι πολύ οδυνηρό να σου πω γιατί δεν θα παίξεις, γιατί δεν είσαι όμορφη». Κι έφυγα. Καλλονή δεν ήμουν, αλλά, όπως έλεγε ο Τσαρούχης: «Η Κωνσταντάρου επιβάλλεται με τον σκελετό της».

• Με τον Τσαρούχη συνδέθηκα πολύ αργότερα. Όταν ήμουν στη σχολή, κάποιος Αντρέας Μητσάκης που έφυγε για το Παρίσι μετά και ανήκε στον κύκλο του Τσαρούχη, με πήρε και πήγαμε μια μέρα στο σπίτι του Τσαρούχη πάνω από τον Ελευθερουδάκη, στο Σύνταγμα, σε μια σοφίτα. Ανέβαινες εσύ, κατέβαιναν οι αρουραίοι, είχε όμως πολύ φως και το θυμάμαι ακόμα που ήταν πολύ ακατάστατο. Μια μέρα έπιασα και το συμμάζεψα, εκτός από την κρεβατοκάμαρα, όπου δεν επέτρεπε να μπει κανένας.

• Στο Τέχνης ο Τσαρούχης έκανε τα σκηνικά για τη Δωδέκατη Νύχτα όπου υπήρχε μια βεράντα με κολονάκια, και έπρεπε να βάλει δυο στρογγυλές μπάλες. Λεφτά για τόρνους δεν υπήρχαν, οπότε πήρε δυο μπάλες απ’ αυτές που παίζουν τα παιδιά, τις κάρφωσε, τις έβαψε και τέλος. Χρειαζόταν διαδήματα; Πήγαινε στο Μοναστηράκι, έπαιρνε τρία-τέσσερα κιλά αλυσίδες από αυτές που είχαν τα καζανάκια, τις έβαφε χρυσές και έκανε κοσμήματα καταπληκτικά. Τα μαλλιά μου τότε ήταν κοντά, αλλά είχα μια κοτσίδα ψεύτικη από την προηγούμενη παράσταση, και είπα «ας τη βάλω να του τη δείξω». Όταν με είδε, αναφώνησε «Α, το πρώτο κορίτσι που δεν κρέμασε μπούκλες».

Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58» Facebook Twitter
Τρωάδες, στο ιστορικό ανέβασμα του Γιάννη Τσαρούχη.

• Ο Τσαρούχης με αγάπησε μετά τις Τρωάδες, που όταν ήταν να τις ανεβάσει τον πήρα τηλέφωνο και μου είπε «άργησες, έχουν κλείσει οι ρόλοι, έχει μείνει μόνο η Αθηνά». Εγώ ήθελα να παίξω σε αυτή την παράσταση, ο ρόλος δεν με ενδιέφερε, και πήγα. Για την Ελένη είχε πάρει την Καίτη Πάνου, που ήταν φίλη της Σμάρως Στεφανίδου, αλλά εκείνη βρήκε τον ρόλο μικρό κι έφυγε. Έτσι μου έδωσε κι έπαιξα την Ελένη. Κάναμε πρόβες στο σπίτι του αδελφού του, στη Μαυρομματαίων. Τον λατρεύαμε όλοι τον Τσαρούχη. Ήμασταν όλοι με ποσοστά και χωρίς εκείνος να το ζητήσει, τον βάλαμε κι εκείνον μέσα – είναι τα περισσότερα λεφτά που έχω βγάλει στο θέατρο. Ήταν τέτοια η κοσμοσυρροή που ερχόταν η αστυνομία να βάλει τάξη στο μικρό στενό της Καπλανών. Ο Τσαρούχης είχε πει στον Αρβανίτη, που έκανε τα φώτα, «θέλω τα φώτα σκληρά, δεν θέλω φωτοσκιάσεις». Μπαίνει μια μέρα για την πρόβα, βλέπει να μην έχουν γίνει όπως ζήτησε και θυμώνει πολύ – μία φορά τον έχω δει θυμωμένο και ήταν αυτή. Παίρνει το καπέλο του και φεύγει, κατηφορίζει τη Μασσαλίας. Βγαίνει η κοπέλα που έπαιζε την Αθηνά με την περικεφαλαία και την ασπίδα και αρχίζει να τον κυνηγάει στον δρόμο να τον φέρει πίσω, φωνάζοντας «κύριε Γιάννη». Ήταν η μόνη που σκέφτηκε να τον φέρει πίσω, ενώ ο κόσμος κοίταζε άλαλος το θέαμα, γιατί δεν ήξεραν ότι υπήρχε εκεί γύρω θέατρο.

860
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

• Βγήκα στο ελεύθερο θέατρο μετά το Τέχνης. Έπαιξα στο Άλσος με τον Χατζίσκο και τη Νικηφοράκη, μετά έμαθα ότι ο Μουσούρης ανέβαζε τις Τρεις αδερφές, του έστειλα ένα γράμμα –ήμουν άρρωστη, είχα πάθει ηπατίτιδα–, του ζήτησα να παίξω την Νατάσσα και με πήρε αμέσως. Ο Μουσούρης ήταν κύριος, ευφυής θεατρικά. Ασχολούνταν με την παραμικρή λεπτομέρεια, πρόσεχε τα κοστούμια κι αυτό ήταν ένα σπουδαίο θέατρο. Μετά πήγα στον Μυράτ, με τον Μποστ στην Όμορφη Πόλη, δούλευα συνέχεια. Δεν ξέρω να περιγράψω τη θεατρική κατάσταση στην Αθήνα όπως θα έκανε ένας ιστορικός του θεάτρου, αλλά υπήρχαν κριτικοί. Υπήρχε ο Πλωρίτης, ο Τερζάκης, ο Δρομάζος, υπήρχαν άνθρωποι που η γνώμη τους μέτραγε. Μια κακή κριτική πείραζε πάντα, τη συζητούσαν, αλλά όχι και ιδιαίτερα. Ο κόσμος, δε, που έφτανε στο θέατρο φορούσε τα καλά του, σήμερα δεν το βλέπεις αυτό.

• Μετά δούλεψα με τον Ποταμίτη που τόλμησε να κάνει ένα θέατρο έξω από το κέντρο, που ήταν πάντα γεμάτο. Πολλοί, όταν μιλούν για το θέατρο, τον ξεχνούν, αλλά ο Ποταμίτης ήταν ένας διανοούμενος, καλύτερος σκηνοθέτης από ηθοποιός, έκανε τολμηρές επιλογές, ωραία πράγματα, με πάθος. Για παράδειγμα, πριν κάνουμε τον Άνθρωπο Ελέφαντα με πήρε και πήγαμε να δούμε την παράσταση στο Λονδίνο. Στον Ποταμίτη γνώρισα και έναν ποιητή και κριτικό με μεγάλη αξία, τον Γιάννη Βαρβέρη. Σπουδαίος άνθρωπος ήταν και ο Καμπανέλλης που, αν δεν ήταν συγγραφέας, θα ήταν μεγάλος σκηνοθέτης. Είχαμε γνωριστεί στην Αυλή των Θαυμάτων και είπε ο Κουν τότε γι’ αυτό το έργο «μην το σνομπάρετε επειδή είναι ελληνικό, θα το παίξετε σαν Τσέχοφ». Υπήρχε διαφορά ποιότητας αυτών των ανθρώπων σε σχέση με άλλους και θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Όταν έπαιξα στο Αστέρια στον πρωινό ουρανό στη Φρυνίχου, πήρα το Βραβείο Κουν. Τότε έκανα πρόβες με τον Κουγιουμτζή στο Φιντανάκι, στο Υπόγειο. Και μπήκα στην πρόβα την επομένη και δεν γύρισε ένας άνθρωπος να πει μια κουβέντα, σαν να μη συνέβη τίποτα, σαν να μην υπήρχα. Έτσι ήταν οι άνθρωποι εκεί, καμένοι, και δεν φταίει ο Κουν γι’ αυτό. Πήραν όλα τα κακά του Κουν: δεν τους άρεσε ούτε το γέλιο ούτε το χιούμορ, ήταν σκυθρωποί για να φαίνονται τάχα σοβαροί. Μόνο ένας ηθοποιός, κάνοντας πλάκα, είπε σε μια παρατήρηση που μου έκανε ο Μίμης: «Παίξε καλά, Μαρία, μη σου πάρουν το βραβείο πίσω».

Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58» Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Ο κόσμος με αναγνωρίζει από τον κινηματογράφο, νομίζουν ότι έχω παίξει πολύ, αλλά έχω κάνει μόνο δύο ταινίες, και τις δυο με την Αλίκη. Η μια είναι το Αχ! Αυτή η γυναίκα μου που παίζαμε πριν στο θέατρο REX, όπου μας βρήκε η χούντα, η άλλη είναι η Μαρία της Σιωπής και τίποτε άλλο. Όλες αυτές οι θιασαρχίνες, η Καρέζη, η Καλογεροπούλου, η Αρβανίτη και πόσες άλλες δεν με πήραν να παίξω ποτέ. Δεύτερο ρόλο θα έκανα, δεν θα τους έτρωγα το πρωταγωνιστιλίκι. Η μόνη που είχε αξία και με πήρε και δεν φοβόταν ποτέ αν η διπλανή της ήταν καλή ηθοποιός ήταν η Αλίκη. Έπαιξα μαζί της και πέρασα πολύ καλά, η Αλίκη, όταν έπαιζε άλλος ηθοποιός, δεν κουνιόταν, δεν ήθελε να χαλάσει τη σκηνή του άλλου, σε αντίθεση με τον Παπαμιχαήλ. Μια φορά με ρώτησε «γιατί εμείς δεν είμαστε φίλες;», της απάντησα «γιατί δεν έχεις χρόνο» και ήταν αλήθεια· ξεκινούσε να δουλεύει από το πρωί, πήγαινε στο στούντιο για γυρίσματα και τέλειωνε τη νύχτα, στο θέατρο. Έχω παίξει στην ταινία του Παπατάκη Οι βοσκοί της συμφοράς και έχω κάνει και κάτι ταινίες πριν από είκοσι χρόνια στη Warner Bros. Όταν παίχτηκαν οι Βοσκοί ήταν χούντα. Με πήρε τηλέφωνο ο παραγωγός της ταινίας από το Παρίσι να τον βρω εκεί για να πάμε μαζί στο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά η χούντα δεν μου επέτρεψε να φύγω στο εξωτερικό. Ο άντρας μου ήταν στρατιωτικός και δημοκρατικός και τον ταλαιπώρησαν πολύ. Δεν μας κυνήγησαν αλλά μας παρακολουθούσαν μέχρι και τα τηλέφωνα, δεν υπήρχε περίπτωση να βγω από τη χώρα.

Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58» Facebook Twitter
Αχ αυτή η γυναίκα μου
Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58» Facebook Twitter
Με τον Σπύρο Καλογήρου στη Μαρία της Σιωπής
Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58» Facebook Twitter
«Οι βοσκοί της συμφοράς» του Παπατάκη.

• Αντίθετα με τον κινηματογράφο, τηλεόραση έκανα πάρα πολύ, από τον «Παράξενο Ταξιδιώτη», που ήταν από τις πρώτες σειρές στην τηλεόραση, μέχρι την τελευταία, το «Δεληγιάννειον Παρθεναγωγείον», που ήταν καταπληκτική. Από την τηλεόραση έγινα αναγνωρίσιμη, αλλά δεν κατάφερα ποτέ να αυξήσω το κασέ μου, γιατί δεν ήξερα να πουλήσω τον εαυτό μου. Δεν έπαιρνα ψίχουλα και δεν διαμαρτύρομαι, αλλά θα μπορούσα να βγάζω περισσότερα. Κάποιες φορές αισθανόμουν ότι δεν με άφηναν να κάνω πράγματα γιατί ξεπερνούσα το μέτρο.

• Διαβάζω και αγαπώ το διάβασμα, που ήταν πάντα ένα καταφύγιο, όπως λάτρευα και το σχολείο γιατί ήμουν μαζί με άλλα παιδιά, γιατί ήμουνα μοναχοπαίδι.

• Στο σπίτι μου το πατρικό είχαμε μια βιβλιοθήκη που ήταν κλειδωμένη κι έπαιρνα ένα μαχαιράκι και την άνοιγα, έτσι έχω διαβάσει τα πάντα. Λατρεύω την ελληνική γλώσσα και απολαμβάνω κάθε λέξη και έννοια. Μάλιστα, όταν ήμουν μικρή, διάβαζα σε άπταιστη καθαρεύουσα βιβλία πολύ δύσκολα. Διαβάζω κλασικούς συγγραφείς, ο Ντοστογιέφσκι είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας, οι ήρωές του είναι τα πρώτα μου ξαδέρφια. Τέτοια οικειότητα έχω με αυτούς από τότε που διάβασα μικρή το Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι – είναι μεγαλοφυής συγγραφέας, με έναν κόσμο που δεν υπάρχουν λόγια να τον περιγράψουμε. Τα καινούργια βιβλία δεν μου λένε τίποτα. Τα σημεία αναφοράς μου είναι τα κλασικά έργα.

Δείπνος Facebook Twitter
Ο Σπύρος Κωνσταντόπουλος (Θεράπων), η Βίκυ Πρωτογεράκη (Κόρη), η Μαρία Κωνσταντάρου (Γυναίκα) και ο Ιάκωβος Ψαρράς (Φύλακας) στην παράσταση «Ο Δείπνος» στο Εθνικό Θέατρο το 1993.

• Είμαι ένας άνθρωπος μοναχικός και ας μη φαίνεται αυτό εκ πρώτης όψεως. Φυσικά μου αρέσει η παρέα και το να βγαίνω με ανθρώπους με τους οποίους μπορώ να επικοινωνήσω, να πω πράγματα που με ενδιαφέρουν – εκεί περνάω καλά. Αν βρεθώ σε παρέα που δεν έχω τίποτα να πω, βαριέμαι μέχρι δυστυχίας. Σταμάτησα να παίζω γιατί οι ρόλοι για γυναίκες στην ηλικία μου δεν υπάρχουν. Περνώ τις μέρες μου διαβάζοντας και λύνοντας κρυπτόλεξα, μιλώντας με ανθρώπους που με ενδιαφέρουν. Οι περισσότεροι παλιοί μου φίλοι δεν είναι πια στη ζωή κι αυτή είναι μια πραγματικότητα, αλλά όσο έχω το μυαλό και τις δυνάμεις μου δεν εγκαταλείπω, σιχαίνομαι την γκρίνια και τη μιζέρια. Παρακολουθώ καθημερινά τις ειδήσεις πρωί και βράδυ και ανελλιπώς μια σειρά που με έχει ξετρελάνει, το «Grand Hotel», όλοι οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί. Έχω αρχίσει να γράφω ένα βιβλίο για όλη αυτήν τη ζωή που πέρασα στο θέατρο και στρώνομαι κάθε μέρα στο γράψιμο. Έχω έναν στόχο σοβαρό πολύ, που με κρατάει σε εγρήγορση.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.



Πηγή: www.lifo.gr