ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ καλύτερες σειρές της χρυσής εποχής του τηλεοπτικού δράματος, το The Americans (2013-2018), είχε ως επίκεντρο ένα ζευγάρι Ρώσων μυστικών πρακτόρων που δρούσαν στα προάστια της Ουάσινγκτον κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Την ημέρα έμοιαζαν να είναι ένα τυπικό, βαρετό παντρεμένο ζευγάρι Αμερικανών, αλλά τη νύχτα έστηναν παγίδες, σαμποτάριζαν εγκαταστάσεις, στρατολογούσαν συνεργάτες και δολοφονούσαν εχθρούς. Αυτή η ιστορία βασίστηκε εν μέρει σ’ ένα πραγματικό ζευγάρι «παρανόμων» (“illegals”), όπως αποκαλούνται οι κατάσκοποι που είναι εγκατεστημένοι με «βαθιά κάλυψη» στα εχθρικά καθεστώτα: την Έλενα Βαβίλοβα και τον Αντρέι Μπεζρούκοφ, οι οποίοι για χρόνια προσποιούνταν τους Καναδούς που ζούσαν στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης μέχρι τη σύλληψη και την απέλασή τους. Στην πραγματικότητα, η δράση τους δεν ήταν και τόσο επιτυχημένη: λόγω της αυτομόλησης ενός άλλου σοβιετικού πράκτορα ο οποίος τους «έδωσε», παρακολουθούνταν στενά από το FBI για χρόνια και ποτέ δεν κατάφεραν κάτι αρκετά κακόβουλο ώστε να αξίζει να τους απαγγελθούν κατηγορίες για κατασκοπεία.
Η περίπτωση της Βαβίλοβα και του Μπεζρούκοφ είναι μία από τις πολλές τέτοιες ιστορίες «παρανόμων» που εξετάζονται στο βιβλίο “The Illegals” του Σον Γουόκερ, το οποίο δείχνει επαρκώς πώς η ζωή κάποιου που επιλέχθηκε από την KGB για να δράσει στο εξωτερικό ως “illegal” δεν ήταν ποτέ χωρίς δράμα, glamour και σπαραγμό. Οι πράκτορες αναγκάζονταν να αφήσουν τα μικρά τους παιδιά πίσω στην ΕΣΣΔ για χρόνια, κάποιες φορές αποκτούσαν πολλαπλές ερωτικές περιπέτειες ή οδηγούνταν στο ποτό και την κατάθλιψη.
Η ακμή των «παρανόμων» φαινόταν να έχει παρέλθει οριστικά με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, μετά την οποία οι Ρώσοι μπορούσαν να ταξιδεύουν με την πραγματική τους ταυτότητα χωρίς να είναι αυτομάτως ύποπτοι για κατασκοπεία.
Ορισμένοι από τους παλαιότερους «παράνομους» θα μπορούσαν να έχουν βγει από μυθιστόρημα του Ίαν Φλέμινγκ. Ο Λιθουανός Ιωσήφ Γκριγκούλεβιτς, για παράδειγμα, ένας αυτοπροσδιοριζόμενος ως «βαθιά ρομαντικός», μεταμορφώθηκε σε χαρισματικό διπλωμάτη της Κόστα Ρίκα με το όνομα Τεόντορο Κάστρο και στάλθηκε να δολοφονήσει τον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας Στρατάρχη Τίτο με πούδρα βουβωνικής πανώλης (η επιχείρηση ματαιώθηκε εξαιτίας του θανάτου του Στάλιν στο μεταξύ).

Ένας άλλος «παράνομος» με εκπληκτική διαδρομή, ο Γιούρι Λινόφ, είχε εντοπιστεί και στρατολογηθεί μικρός από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες εξαιτίας του πρώιμου ταλέντου του στις ξένες γλώσσες, εκπαιδεύτηκε στην Ανατολική Γερμανία και στη συνέχεια στάλθηκε στο εξωτερικό. Προσποιήθηκε τον Αυστριακό πωλητή ειδών υγιεινής στην Ιρλανδία, μετακόμισε στην Τσεχοσλοβακία για να κατασκοπεύσει τους αντιφρονούντες και από εκεί στο Ισραήλ για να συλλέξει πληροφορίες για τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του, προτού τον αντιληφθεί και τον διώξει η Shin Bet, η Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας του Ισραήλ.. Ωστόσο, η δουλειά δεν ήταν μόνο περιπέτεια, μυστικοπάθεια και επιχειρήσεις «μανδύα και στιλέτου», όπως σημειώνεται στο βιβλίο. Βασικό κομμάτι της αποστολής του ήταν να αποκωδικοποιεί σχολαστικά ατέλειωτες ώρες ραδιοφωνικών επικοινωνιών και κρυπτογραφημένων μηνυμάτων που συχνά δεν είχαν καμιά απολύτως αξία για τις μυστικές υπηρεσίες.
Για τους Σοβιετικούς η χρήση των «παρανόμων» ήταν μια ασύμμετρη μορφή ψυχρού πολέμου. Ήταν επίσης μια αναγκαιότητα ειδικά κατά την περίοδο που η εκκολαπτόμενη ΕΣΣΔ δεν είχε ακόμη διπλωματικές σχέσεις με άλλες δυνάμεις, πρεσβείες ή υπηρεσίες μέσα στις οποίες θα μπορούσαν να δρουν κανονικοί κατάσκοποι. Η ακμή των «παρανόμων» φαινόταν να έχει παρέλθει οριστικά με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, μετά την οποία οι Ρώσοι μπορούσαν να ταξιδεύουν με την πραγματική τους ταυτότητα χωρίς να είναι αυτομάτως ύποπτοι για κατασκοπεία. (Η φλογερή κατάσκοπος Άννα Τσάπμαν ήταν ευπρόσδεκτη ως μεσίτρια ακινήτων στη Νέα Υόρκη). Υπήρχαν όμως ακόμα οπαδοί του «παλιού, καλού καιρού», ανάμεσα στους οποίους ένα πρώην στέλεχος της KGB που ειδικευόταν στην διαχείριση «παρανόμων»: ο Βλάντιμιρ Πούτιν.
Κι έτσι η ιστορία συνεχίζεται. Ο Πούτιν χρησιμοποιεί πλέον «ιπτάμενους παρανόμους», όπως το ζευγάρι που προσπάθησε να δολοφονήσει τον Σεργκέι Σκριπάλ το 2018, καθώς και τη νεότευκτη μορφή ψευδώνυμων διαδικτυακών illegals – ψεύτικων χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με ονόματα που μοιάζουν αμερικανικά και δημιουργούνται από ρωσικές φάρμες τρολ. Όλα αυτά, υποδηλώνει ο Γουόκερ, είναι μια σκόπιμη συνέχεια της αποστολής του Πούτιν να αποκαταστήσει την υπερηφάνεια για τη ρωσική ιστορία και την παράτολμη δράση.
Με στοιχεία από The Guardian