Το καλοκαίρι της περήφανης ανισορροπίας
Η αγάπη είναι αυτό που ανασαίνεις όταν δεν φοβάσαι πια να πονάς
Ένα καινούριο τραγούδι – του Pan Pan- λέει: «Είναι η αγάπη». Ένα άλλο λέει: «Αύριο βράδυ να βγούμε» των@wearegammagamma Ανάμεσά τους, εγώ. Να προσπαθώ να κρατηθώ όρθιος μες στην καλοκαιρινή συναισθηματική λήθη των μεγάλων πόλεων.

Ο Ιούνιος είναι πάντα ένας μήνας δύσκολος για τους ευαίσθητους. Ζέστη, κραυγές, σιωπές, εκπτώσεις, αναμνήσεις. Το χτες έρχεται να σου πει πως δεν έφυγε ποτέ, και το αύριο είναι κιόλας εδώ, χωρίς να ρωτήσει αν αντέχεις.

Οι ήχοι του Παναγιώτη και των @wearegammagamma έκατσαν πάνω μου σαν σκόνη. Μου θύμισαν πως η αγάπη, όταν δεν φωνάζει, σε μουδιάζει. Και πως πολλές φορές η μνήμη είναι ένα τραγούδι που παίζει χαμηλά στο σαλόνι κάποιου που δεν ζει πια εδώ. Bλέπεις, εδώ και καιρό δεν ψάχνω πατέρες πια. Ψάχνω σήματα. Ψηφίδες αληθινής ζωής σε έναν κόσμο που τρέφεται από την brain rot επανάληψη.

Όταν ήμουν παιδί, έκρυβα τη φωνή μου. Τώρα, την αφήνω να τρέμει. Κι αυτό είναι μια νίκη. Όταν ήμουν παιδί, ντρεπόμουν που ήθελα να μοιάσω σε άντρες που δεν με αγκάλιασαν. Τώρα ξέρω: δεν είναι πως ήθελα να τους μοιάσω. Είναι πως δεν ήξερα πού αλλού να πάω. Ο πατέρας μου, αν ζούσε, δεν θα με καταλάβαινε. Αλλά θα καταλάβαινε ίσως τη μοναξιά.

Αυτήν που κρύβεται πίσω από κάθε μπλουζάκι Pride. Αυτήν που κάνει ξένους ανθρώπους να χορεύουν ξυπόλητοι μέσα στα ξένα φώτα. Αλλά κάθε καλοκαίρι, κάτι επιμένει. Μια επιθυμία. Μια σπίθα.Ένα βλέμμα σε κάποιο λεωφορείο των 38 βαθμών που σου θυμίζει πως υπάρχει ακόμη τρυφερότητα, έστω και ανείπωτη.

Το λέω περήφανη ανισορροπία αυτό το πράγμα.

Το να μην ανήκεις ποτέ, μα να επιμένεις να ζεις με αγάπη. Όχι με πόζα. Όχι με σιγουριά. Αλλά με εκείνο το μυστικό τρέμουλο της φωνής που λέει: Είμαι εδώ. Δεν ξέρω τι κάνω. Αλλά υπάρχω. Και αγαπώ. Και ίσως αυτό να είναι η αγάπη, τελικά. Όχι το τέλος του πόνου.

Αλλά το δικαίωμα να τον κάνεις κήπο.
*Η αγάπη είναι αυτό που ανασαίνεις όταν δεν φοβάσαι πια να πονάς/
Αν δεν το πω, θα με ρημάξει.
Αν το πω… ίσως σωθώ.

Αυτό δεν είναι “για το Pride”.
Είναι για το μετά.
Για το αύριο βράδυ.

Για εκείνους που μένουν όταν το γλέντι τελειώνει.
Για όλα τα queer σώματα που περιφέρονται σαν φαντάσματα
μέσα στις ίδιες τους τις αναμνήσεις.

Είναι για ‘σένα που το «είναι η αγάπη» δεν το έζησες, μόνο το άκουσες
κι ένιωσες κάτι να τρέμει μέσα σου που δεν είχε λέξη.

Για ‘σένα που το «avrio vrady» σε έκανε να θες να κλάψεις σε ένα πεζοδρόμιο
μες στο Instagram σκρολάρονταςκαι να φωνάξεις: κάπου υπάρχει κι η δική μου αφήγηση.
Που;

Οι πατεράδες μας…μας γέννησαν για να ξεχάσουν ποιοι είναι.

Μας είπαν “αγάπη μου” —και μετά μας έδειξαν πώς να μην αγαπάμε ποτέ εμάς. Και τώρα τι;

Τώρα είμαστε εμείς,
μπροστά σε οθόνες
με ιδρώτα στα φρύδια
και ελπίδες στο mute.

Ό,τι δεν μας έμαθαν,
το εφευρίσκουμε.

Ό,τι μας πλήγωσε,
το κάνουμε κουλτούρα.

Είμαστε η γενιά
που κάνει trauma bonding στα DMs
και μετατρέπει την απογοήτευση σε beat.

Δεν έχουμε σπίτι.
Γι’ αυτό φτιάχνουμε ένα στο τραγούδι.

Δεν έχουμε πατέρα.
Γι’ αυτό γινόμαστε μάνα ο ένας για τον άλλον.

Δεν έχουμε πατρίδα.
Γι’ αυτό χορεύουμε στις πληγές μας
και φυτεύουμε λουλούδια στο ρεφρέν.

Η αγάπη δεν είναι αυτό που μας είπαν.

Είναι αυτό που βρήκαμε
στο βλέμμα ενός άγνωστου
σε μια συναυλία
στις 2 το βράδυ
με τoν ιδρώτα να μυρίζει ποτό και σπέρμα.

Η αγάπη είναι αυτό που ανασαίνεις όταν δεν φοβάσαι πια να πονάς.

Και το queerness;
queerness είναι να στέκεσαι
με ό,τι απέμεινε και να λες:
είμαι εδώ
είμαι queer
είμαι φθαρμένος και δεν ντρέπομαι.
*Αυτό που μας καίει/
Για όλους εμάς που μάθαμε να στεκόμαστε λίγο στραβά στο φως.
Είναι παράξενο καλοκαίρι. Όχι ακριβώς δύσκολο — πιο πολύ παρατεταμένα άγνωστο. Ένας Ιούνιος που δεν θέλει να τελειώσει, σαν κάτι να περιμένει. Ή σαν κάτι να έχει ήδη φύγει και να μην το ’χουμε πάρει χαμπάρι.

Περπατάω στην πόλη, ντάλα μεσημέρι, κι όλα είναι λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα τουρισμός, λίγο ακόμα real estate, λίγο ακόμα μοναξιά. Οι άνθρωποι στα παγκάκια μοιάζουν πιο σιωπηλοί απ’ ό,τι πρέπει. Οι φωνές μας μοιάζουν πιο μακρινές από το σώμα που τις λέει.

Στο Pride ηχούν τα συνθήματα, αλλά εμένα με αγγίζουν πιο πολύ τα βλέμματα. Εκείνα τα μάτια των παιδιών που χορεύουν σαν να μην έχουν αύριο, και των άλλων που κοιτάνε από μακριά με κάτι ανάμεσα σε πόθο και επιφύλαξη. Δεν ήταν όλα πολιτικά. Αλλά όλα ήταν αληθινά.

Ξέρω πως αυτή η χώρα δεν μας ήθελε. Και ίσως ακόμα δεν μας θέλει. Αλλά κάπου μέσα της, χωμένοι βαθιά, υπάρχουν κι εκείνοι που νιώθουν όπως εμείς: άνθρωποι που άργησαν να μεγαλώσουν γιατί πρώτα έπρεπε να αντέξουν.

Και μέσα σε όλη αυτή τη μη-μεγάλη στιγμή — τα λεωφορεία, τα stories, τα χνώτα στα τζάμια — υπάρχει ακόμα ένα δικαίωμα: να θες. Να λαχταράς. Να καίγεσαι.

Όχι από πόζα. Από μέσα σου. Από εκεί που δεν σε βλέπει κανείς — και που ακριβώς γι’ αυτό, έχει σημασία. Ένα φίδι η επιθυμία. Μια φλόγα. Μια ερώτηση που δεν έχει ποτέ σωστή απάντηση, μόνο σωστό timing.

Και ίσως αυτό να είναι το πιο queer πράγμα από όλα: να μη σου ανήκει τίποτα και παρ’ όλα αυτά να θες να χαρίσεις τα πάντα.
*Υ.Γ/
Στο Pride είχε κορμιά, είχε επιθυμία, είχε καύλα είχε και merch. Το βλέμμα μου όμως έπεσε αλλού: σε ένα αγόρι που κράταγε μια ταμπέλα που έγραφε δεν έχω άλλη χώρα να φύγω. Τον κοίταξα. Με κοίταξε. Δεν έχει σημασία ποιος είμαι — του μοιάζω. Αυτό αρκεί.

Να σου πω κάτι; Ζούμε μέσα σε ένα γαμημένο news cycle που ανακυκλώνει την τοξικότητα όπως τα ελληνικα μίντια ανακύκλωνουν τους δημοσιογράφους με τους ίδιους τρεις τρόπους: φωνή, κατήχηση, ιδιοκτησία. Μάθαμε να μιλάμε για όλα — χωρίς να νιώθουμε τίποτα. Κι όταν νιώθουμε, το κάνουμε content.

Δεν φταίμε μόνο εμείς. Φταίει και το χώμα. Φταίει και το αλάτι του. Φταίνε κι εκείνοι που δεν μας έμαθαν πώς ν’ αντέχουμε χωρίς να διαλύουμε ό,τι αγαπάμε.

Σκέφτομαι κι εσένα. Που διαβάζεις. Ξέρω γιατί είσαι ακόμα εδώ. Επειδή δεν έγινες ακόμα αυτό που σου είπαν. Επειδή κάτι μέσα σου, πιο queer κι από την ταυτότητά σου, λέει όχι έτσι, ρε πούστη μου.

Εδώ είναι η ΟΑΣΗ. Δεν είναι απάντηση. Είναι ρωγμή. Πάνω στον τοίχο της κεντρικής αφραγκίας μας, εκεί που η καύλα αιμορραγεί πιο γλυκά από την επιτυχία. Εδώ δεν μιλάμε απλώς για επιθυμία. Εδώ η επιθυμία και το τραύμα είναι το μόνο που δεν διαπραγματευόμαστε. Όχι γιατί θέλω να μένω στο τραύμα —αλλά γιατί εκεί μέσα αναπνέει ακόμα το νόημα.

Η ΟΑΣΗ δεν είναι τόπος. Είναι τρόπος να συνεχίζεις. Με θραύσματα. Με φως. Με επιθυμία.