ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ μέρες ένα σωρό γνώμες για το ότι πρέπει να θεσμοθετηθεί η ευθανασία με αφορμή τους φόνους δύο γυναικών από άντρες της οικογένειάς τους, θέλω να σας ρωτήσω το εξής: είστε με τα σωστά σας;
Το θέμα είναι ότι ο φόνος, αντί να γίνει από οικείο πρόσωπο, πρέπει να γίνει με κρατική υπογραφή; Aυτό είναι το διακύβευμα; Πώς θα ξεφορτωθούμε τα βάρη χωρίς να πάμε φυλακή; Δυσκολεύομαι πάρα πολύ να δω τη σύνδεση ανάμεσα στον τρόπο που πέθαναν οι δύο γυναίκες και το κοινωνικό ενδιαφέρον για την ευθανασία. Είναι η ευθανασία ο τρόπος με τον οποίο οι φροντιστές θα απελευθερώνονται απ’ το βάρος της φροντίδας; Εκεί πρέπει να εστιάσουμε;
Ζούμε, εσείς κι εγώ, σε μια χώρα με υποβαθμισμένο σύστημα δημόσιας υγείας. Ζούμε σε μια χώρα στην οποία άνθρωποι με διαφόρων λογιών ασθένειες και διαφορετικά είδη ορατών και αόρατων αναπηριών κάθονται και γράφουν, όπου μπορούν, ότι νιώθουν πως η ζωή τους δεν μετράει και ότι δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκή φροντίδα και ιατρικές δομές. Η μέση ελληνική οικογένεια δεν μπορεί να διαχειριστεί το κόστος φροντίδας κανενός μέλους που δεν είναι υγιές και αρτιμελές. Ένας καρκίνος, μια σκλήρυνση, ένα τροχαίο οδηγούν οικογένειες σε οικονομική κατάρρευση. Οι άνθρωποι αυτής της χώρας αναρωτιούνται αν θα ζήσουν αν δεν δώσουν φακελάκι πριν από την επέμβαση. Υπάρχει τεράστιο πρόβλημα τόσο με το στίγμα γύρω απ’ τα γηροκομεία όσο και με τις ιστορίες τρόμου που βλέπουν το φως της δημοσιότητας σχετικά με την κακοποίηση ηλικιωμένων.
Δεν είναι προφανές ότι σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, η κουβέντα για την ευθανασία μετατρέπεται σε «πώς θα πεθάνουν πιο εύκολα οι φτωχοί που επιβαρύνουν τα συστήματα υγείας»;
Σε αυτήν τη χώρα, με την αφορμή δύο φόνων, θ’ ανοίξουμε το θέμα της ευθανασίας;
Δεν είναι μόνο κακόγουστο, είναι και επικίνδυνο. Βρίσκετε λογικό οι μεγιστάνες του κόσμου να ψάχνουν τρόπους να ζήσουν περισσότερο, με καλύτερη ποιότητα ζωής και κάνοντας biohacking με όποιους τρόπους μπορούν να διανοηθούν, ενώ «εμείς» συζητάμε, στο υπάρχον κοινωνικό γίγνεσθαι, το «δικαίωμα σ’ έναν αξιοπρεπή θάνατο»; Και είναι δυνατόν αυτό να έρχεται ΠΡΙΝ από την κατάκτηση μιας αξιοπρεπούς ζωής;
Το ν’ ανοίγει συζήτηση για την ευθανασία με τέτοια αφορμή δεν είναι υπέρ μας. Τα κοινωνικά αιτήματα πριν απ’ αυτό είναι, καταρχάς, η παροχή φροντίδας. Να μην εξαρτάται η ζωή και το «ευ ζην» ενός προσώπου άρρωστου ή κατάκοιτου ή μη ικανού να αυτοεξυπηρετηθεί από τον εξαναγκασμό ενός μέλους της οικογένειάς του. Επίσης, η δημιουργία γηροκομείων με καλοπληρωμένο προσωπικό που αξιολογείται τακτικά. Κοινωνικό αίτημα μπορεί να είναι οι «κοινωνικές νοσοκόμες» ή, ενδεχομένως, η 24ωρη φροντίδα με κρατικά κονδύλια ή η δημιουργία ενός πλαισίου εντός του οποίου υπάρχουν διάφορα είδη κινήτρων για εκπαιδευόμενα πρόσωπα στον χώρο της φροντίδας ώστε να ασχοληθούν με τα πρόσωπα που τη χρειάζονται. Ας δούμε τι προτάσεις έχουν οι ειδικοί της υγείας, οι άνθρωποι που εργάζονται με ασθενείς οι οποίοι ολοκληρώνουν τον κύκλο της ζωής τους ή, τέλος πάντων, οι κατάλληλοι άνθρωποι που έχουν σκεφτεί ενδεχόμενες λύσεις.
Θέλω να μείνω, πολύ συγκεκριμένα, στο «αν θέλει το πρόσωπο να προβεί σε ευθανασία και το ζητάει απεγνωσμένα». Αυτοδιάθεση, εννοείται. Εσείς ποιον εμπιστεύεστε να ελέγξει τη «συναίνεση»; Ποιο είναι το πλαίσιο που αποκλείει κάθε χρηματισμό, την επιρροή και τις απειλές από κληρονόμους; Δεν είναι προφανές ότι σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, η κουβέντα για την ευθανασία μετατρέπεται σε «πώς θα πεθάνουν πιο εύκολα οι φτωχοί που επιβαρύνουν τα συστήματα υγείας»;
Δεν ζούμε σ’ ένα μέρος όπου όλα αυτά είναι λυμένα και πλέον μας έχει μείνει ένα, το πώς, αφότου έχουμε κάνει ό,τι είναι εφικτό για να ζήσουμε καλά, να πεθάνουμε καλά. Είναι αφελής μια τέτοια ανάγνωση. Τα πράγματα εδώ είναι αυτά που είναι. Δεν είναι αυτά που θα θέλαμε να είναι. Και στον κόσμο αυτό, τον τωρινό, η κουβέντα για την ευθανασία ακούγεται σαν να λέμε «ταυτίζομαι τόσο πολύ με το πρόσωπο του θύτη που εύχομαι το κράτος να σκότωνε για μένα».
Η ευθανασία έχει νόημα όταν προηγούμενα ζητήματα έχουν λυθεί. Όταν μια κοινωνία, τη στιγμή που έχει νοιαστεί όσο μπορούσε να νοιαστεί −και όταν ένας άνθρωπος πια έχει φτάσει στο σημείο να εξαντλήσει κάθε άλλη δυνατότητα−, φτάνει να σκεφτεί πως, αφού η εκδημία είναι με βεβαιότητα επώδυνη, δυσβάσταχτη και με κάθε τρόπο μη αξιοβίωτη, μπορεί να επιταχύνει το βέβαιο τέλος. Δεν είναι μια λύση για να ανακουφιστούν άλλοι, δεν είναι η απάντηση σε ένα υποτιμημένο σύστημα δημόσιας υγείας και δεν είναι, σίγουρα, το «εργαλείο» που έχει το ανήμπορο πλέον μέλος της οικογένειας για να μας απαλλάξει «συναινετικά» απ’ την παρουσία του.