ΣΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ της παγκόσμιας techno σκηνής υπάρχει ένας άνθρωπος που σπάνια φωνάζει αλλά πάντα ακούγεται. Ο DJ Nobu είναι περισσότερο μια ατμόσφαιρα παρά ένα πρόσωπο, μια παρουσία που ρέει υπόγεια, μεταφέροντας μια βαθιά υπνωτική ενέργεια που αρνείται να περιοριστεί σε είδη και μόδες. Ίσως επειδή η δική του διαδρομή γεννήθηκε έξω από τα καθιερωμένα μονοπάτια: στις ακτές της Kamogawa, μακριά από τα φώτα του Τόκιο, σε ένα τοπίο που θυμίζει περισσότερο εσωτερική αναζήτηση παρά ένα hot spot της κλαμπ κουλτούρας. Εκεί, στα 15 του, μέσα από τον θόρυβο και την πολιτική ένταση του hardcore punk, άρχισε να διαμορφώνει τη δική του αισθητική. «Η punk σκηνή δεν ήταν απλώς μουσική, ήταν ένα καταφύγιο. Ένα μέρος για τους περιθωριακούς, για όσους δεν ταίριαζαν πουθενά», λέει ο ίδιος. Αυτή η λογική της αντίστασης, της αυτοδιαχείρισης, της ειλικρίνειας χωρίς φτιασιδώματα τον ακολουθεί μέχρι σήμερα.
Όταν συνάντησε για πρώτη φορά τον ήχο του Jeff Mills, το 1994, περιγράφει πως ένιωσε ακριβώς την ίδια βία που τον τράβηξε στο punk: έναν ήχο απόλυτα ωμό, γεμάτο αγωνία και μηχανική ομορφιά. Αυτή η συνάντηση στάθηκε καθοριστική. Το techno δεν ήταν πια γι’ αυτόν μόνο χορός ή διασκέδαση, αλλά μια νέα μορφή έκφρασης, ένα πεδίο ενέργειας. Από εκείνο το σημείο και μετά άρχισε να συλλέγει δίσκους, να παίζει σε αυτοσχέδιες σκηνές, να παρατηρεί τον κόσμο να αντιδρά και να κρατά σημειώσεις. Για τον Nobu, το DJing είναι ένας τελετουργικός διάλογος. Δεν παίζει για να εντυπωσιάσει αλλά για να χτίσει ατμόσφαιρες όπου οι άνθρωποι ξεφεύγουν από τα όριά τους, σαν να βυθίζονται μαζί του σε μια κοινή παραισθητική εμπειρία.
Δεν έχει ανάγκη το show, visuals, εντυπωσιακά φώτα. Το βλέμμα του παραμένει σταθερό, το σώμα του ακίνητο, σχεδόν ψυχρό. Κι όμως, η ένταση είναι εκεί – συμπυκνωμένη, σχεδόν απειλητική. Μπορεί να περάσουν 30 λεπτά χωρίς drop, κι όμως κανείς δεν φεύγει.
Το 2001, ενώ οι περισσότεροι συγκεντρώνονταν στο Τόκιο και έπαιζαν με τους κανόνες του nightlife, εκείνος γύρισε στην Chiba και ίδρυσε μαζί με φίλους το Future Terror, ένα DIY πρότζεκτ που ξεκίνησε σε εγκαταλελειμμένες αίθουσες γάμων και πάρκα, χωρίς άδεια, χωρίς πλάνο, αλλά με ειλικρινές πάθος. Οι βραδιές τους δεν ήταν απλά events – ήταν ολόκληροι μικρόκοσμοι. Από στόμα σε στόμα, χωρίς προώθηση και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι άνθρωποι μαζεύονταν για να βιώσουν κάτι που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Εκείνο το κάτι ήταν ο Nobu. Με σετ που ξεκινούσαν από ambient θορύβους και κατέληγαν σε οργιαστικά techno ηχοκύματα, με επιλογές που έμοιαζαν με υποσυνείδητους ψιθύρους και με την ικανότητα να διαβάζει τον κόσμο χωρίς να κοιτάζει σχεδόν ποτέ το dancefloor.
DJ Nobu – Wwww [RHD-035NOBU]
Η φιλοσοφία του δεν περιορίζεται στα decks. Το 2012 ίδρυσε τη δική του δισκογραφική, τη Bitta, όχι για να ακολουθήσει την αγορά αλλά για να δώσει φωνή σε συχνότητες που δύσκολα βρίσκουν χώρο αλλού. Εκεί βρίσκεις δίσκους που δεν κατατάσσονται εύκολα: εσωστρεφή ambient, βιομηχανικό μινιμαλισμό, παρανοϊκά loops. Η Bitta είναι κάτι σαν το προσωπικό του ηχητικό ημερολόγιο. Ένα πρότζεκτ χωρίς σκοπό να «πετύχει», αλλά να διατηρήσει την πυκνότητα της έκφρασης. «Δεν με ενδιαφέρει να παίζω ”functional techno”», υποστηρίζει. «Θέλω κάτι που να με δοκιμάζει, να με βάζει στη θέση του ακροατή, που δεν καταλαβαίνει ακριβώς τι ακούει αλλά νιώθει κάτι να τον τραβάει προς τα μέσα».
Κι αυτό ακριβώς είναι ο Nobu: ένας οδηγός προς την εσωτερικότητα. Κάθε του σετ είναι μια κατάδυση, μια αργή πτώση σε υποσυνείδητα μοτίβα, σε αχαρτογράφητους ήχους, σε σκοτεινούς διαδρόμους που παραπέμπουν περισσότερο σε τελετουργία παρά σε πάρτι. Δεν έχει ανάγκη το show, visuals, εντυπωσιακά φώτα. Το βλέμμα του παραμένει σταθερό, το σώμα του ακίνητο, σχεδόν ψυχρό. Κι όμως, η ένταση είναι εκεί – συμπυκνωμένη, σχεδόν απειλητική. Μπορεί να περάσουν 30 λεπτά χωρίς drop, κι όμως κανείς δεν φεύγει. Ο χρόνος δεν κυλά με τον ίδιο τρόπο όταν παίζει ο Nobu, είναι σαν να επιβραδύνεται, να αποκτά πλαστικότητα, υφή.
Αυτό το ιδιαίτερο ταλέντο του τον έχει φέρει σε φεστιβάλ όπως το Dekmantel, το Terraforma, το Paral·lel, ενώ συχνά φιλοξενείται σε clubs όπως το Berghain. Όμως η φήμη του δεν προέρχεται μόνο από τη σκηνή αλλά και από τον σεβασμό που έχει χτίσει ανάμεσα σε DJs, selectors και καλλιτέχνες που αναγνωρίζουν το βάθος του. Όλοι μιλούν για έναν «true artist», έναν άνθρωπο που δεν μπήκε ποτέ στο παιχνίδι της εικόνας αλλά κέρδισε με συνέπεια και εσωτερική συνοχή. Είναι ο DJ που θα ανοίξει τον χώρο του για νέους καλλιτέχνες, που θα προωθήσει έναν local ήχο χωρίς εξωτισμούς, που θα πει εύκολα «όχι» σε μεγάλες διοργανώσεις, αν δεν του κάνουν αίσθηση.

Το 2024 παρουσίασε μαζί με τον Doltz το project Omega Point, ένα live σετ που συνδύαζε θόρυβο, φωνές, performance, εικόνα και ωμότητα. Ένα σπάνιο ξέσπασμα ενέργειας που θύμισε σε πολλούς τις punk ρίζες του. Πράγματι, ο Nobu δεν σταμάτησε ποτέ να είναι punk, ακόμη κι αν, αντί για κιθάρες, σήμερα χειρίζεται mixers και modulars. Δεν είναι απλώς DJ, είναι ένα φίλτρο μέσα από το οποίο περνά η πραγματικότητα για να μετατραπεί σε ήχο.
Το στυλ του παραμένει ασυμβίβαστο και η παρουσία του σχεδόν αόρατη. Όμως το αποτύπωμά του είναι έντονο. Κάθε φορά που κάποιος ακούει ένα σετ του, νιώθει να μεταφέρεται αλλού, σε έναν σκοτεινό θάλαμο χωρίς χάρτη αλλά με ένα καθαρό αίσθημα εσωτερικής διαύγειας. Ο DJ Nobu είναι ο ήχος πίσω από το σκοτάδι. Ένα φάντασμα που, αντί να τρομάζει, υπνωτίζει. Κι όταν τελειώνει το σετ, δεν απομένει τίποτα άλλο παρά η αίσθηση ότι κάτι άλλαξε μέσα σου, χωρίς να καταλάβεις πώς.
Ο Nobu έχει αναμετρηθεί ξανά με την εγχώρια clubbing σκηνή. Η επικείμενη εμφάνισή του έχει ένα ιδιαίτερο αποτύπωμα, αφού επιλέχθηκε για να κλείσει την εντυπωσιακή χρονιά του CoMA, που και φέτος επέλεξε συνειδητά να μείνει κοντά στην ουσία της techno. Με παρουσία σε όλα τα ασυμβίβαστα dancefloor της πόλης, οι Blawan, Tommy 47, Grace Dahl, Phara, Laure Croft, Stephanie Sykes, Salome, Stingray, Loktibrada, κ.ά. έβαλαν το soundtrack σε βραδιές που έκαναν την Αθήνα να παραμιλάει, κλείνοντας το μάτι σε αυτά που ετοιμάζονται για τη νέα σεζόν.
DJ Nobu – Milaglen [DKMNTL100]
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για το Dj Set του Nobu εδώ.