Ο Sandor Walkup που ανήκει στη Gen Z περίμενε σε ένα πολυτελές εστιατόριο στο Σάρλοτ της Βόρειας Καρολίνας, όταν μια γυναίκα εντυπωσιάστηκε από τη… δήθεν αυθεντική του Himalayan Birkin – μια εξαιρετικά σπάνια τσάντα από δέρμα κροκόδειλου της Hermès που κοστίζει δεκάδες χιλιάδες δολάρια. Όταν εκείνος της αποκάλυψε ότι η τσάντα ήταν απομίμηση, εκείνη απλώς ήθελε να μάθει… πού να πάρει μία ίδια.
Αυτό είναι το νέο πρόσωπο της πολυτέλειας: οι «superfake» τσάντες. Δεν πρόκειται για τις παλιές, κακοφτιαγμένες απομιμήσεις του δρόμου. Αντιθέτως, αυτές οι νέας γενιάς απομιμήσεις είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς από τις αυθεντικές – ακόμα και έμπειροι πωλητές των Louis Vuitton και Hermès δεν μπορούν να τις διακρίνουν.
Η κατασκευή των superfake τσαντών γίνεται κυρίως στην Κίνα, σε εργοστάσια που λειτουργούν κανονικά την ημέρα για λογαριασμό μεγάλων λιανοπωλητών και τη νύχτα περνούν σε… «παράλληλη βάρδια» φτιάχνοντας απομιμήσεις. Με κόστος παραγωγής περίπου 150 δολάρια και τιμές πώλησης από 500 έως 5.000 δολάρια, τα κέρδη είναι τεράστια – πολύ μεγαλύτερα από αυτά των αυθεντικών οίκων.
Μέσα από εφαρμογές όπως το WhatsApp και το Telegram, οι πωλητές δέχονται παραγγελίες, στέλνουν βίντεο ποιοτικού ελέγχου και αποστέλλουν τις τσάντες σε πολυτελή συσκευασία, κατευθείαν στην πόρτα του πελάτη. Πολλοί influencer πληρώνονται για να διαφημίζουν αυτές τις απομιμήσεις, συχνά κερδίζοντας 10% από κάθε πώληση.
Η Επανάσταση των Gen Z
Για τη Gen Z, οι superfake τσάντες δεν είναι απλώς μια πιο φθηνή επιλογή — είναι μια μορφή αντίδρασης. Πολλοί αμφισβητούν τα υπέρογκα κέρδη των brand και την ηθική της παραγωγής, και θεωρούν τις απομιμήσεις πιο έξυπνη επιλογή. Όπως αναφέρει μια ειδικός στο luxury marketing: «Το να αγοράζεις superfake είναι σαν να δίνεις “το δάχτυλο” στα μεγάλα brand».
Τα στοιχεία το επιβεβαιώνουν: Το 2024, οι καταναλωτές που ανήκουν στη Gen Z δαπάνησαν περίπου 5 δισ. δολάρια λιγότερα σε επώνυμα προϊόντα πολυτελείας από ό,τι το 2023. Είτε λόγω οικονομικών πιέσεων είτε εξαιτίας της μετάβασης στις απομιμήσεις, η στροφή αυτή δημιουργεί σοβαρό προβληματισμό στον κλάδο.
Οι μεγάλες εταιρείες ξοδεύουν δισεκατομμύρια σε διαφήμιση, αλλά πολύ λιγότερα στην καταπολέμηση των απομιμήσεων. Για παράδειγμα, η LVMH επένδυσε πάνω από 11 δισ. δολάρια σε marketing το 2023, αλλά μόλις 45 εκατ. στην αντιμετώπιση των πλαστών προϊόντων.
Πλέον, οι αντιγραφείς δεν πουλούν απλώς φτηνές απομιμήσεις. Παράγουν προϊόντα που δύσκολα ξεχωρίζουν από τα αυθεντικά, αξιοποιούν τεχνογνωσία, τεχνικά σχέδια που έχουν διαρρεύσει, και μάλιστα προσλαμβάνουν πρώην εργαζομένους επώνυμων brands για να πετύχουν απόλυτη αντιγραφή.
Superfake: Ένα Φαινόμενο που Δεν Μπορεί Πια να Αγνοηθεί
Η εξάπλωση των superfake απομιμήσεων προκαλεί τριγμούς στη βιομηχανία της πολυτελείας. Αν και πολλοί καταναλωτές εξακολουθούν να προτιμούν το αυθεντικό, ένα νέο κοινό βλέπει πλέον την αγορά replica όχι ως παρανομία, αλλά ως… έξυπνη επιλογή.
Η τάση αυτή θέτει επί τάπητος ερωτήματα για την ηθική των luxury brands, τις υπερτιμολογήσεις και τη μελλοντική βιωσιμότητα της αγοράς αυθεντικής πολυτέλειας. Αν τα superfake συνεχίσουν να γίνονται αποδεκτά, τότε ίσως να μιλάμε όχι απλώς για απομίμηση, αλλά για επανάσταση.
Με πληροφορίες από Wall Street Journal