Ο Ντόναλντ Τραμπ επαναφέρει την επιθετική του τακτική, στοχοποιώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση με δασμούς 30% και φέρνοντας τις δύο πλευρές στα πρόθυρα οικονομικού πολέμου. Οι Βρυξέλλες απαντούν με προειδοποίηση για σκληρά αντίμετρα.
Η χρονική συγκυρία δεν ήταν τυχαία καθώς, σύμφωνα με αναλυτές, η απειλή των δασμών αποτελεί εργαλείο πίεσης στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις, φέρνοντας την ΕΕ σε δύσκολη θέση: να επιλέξει ανάμεσα στην ανάγκη για συμβιβασμό και στην υποχρέωση να προασπίσει το κύρος και την αυτονομία της.
Την ώρα που η ΕΕ ελπίζει ακόμη σε μια συνολική εμπορική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ντόναλντ Τραμπ επανέρχεται στον επιθετικό προστατευτισμό, απαιτώντας πλήρες άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών χωρίς δασμούς, υπό την απειλή επιβολής φόρων 30% στις ευρωπαϊκές εισαγωγές από την 1η Αυγούστου. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν απαντά με ψυχραιμία αλλά προειδοποιεί ότι «θα λάβουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσουμε τα συμφέροντα της Ένωσης».
Η ΕΕ είχε αρχικά στόχο την επίτευξη μιας συνολικής εμπορικής συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως πρόσφατα υποχρεώθηκε να αναδιπλωθεί, επιδιώκοντας πλέον μια ευρύτερη συμφωνία-πλαίσιο, παρόμοια με εκείνη που διαπραγματεύτηκε η Βρετανία, αφήνοντας κρίσιμες λεπτομέρειες για μελλοντική διαπραγμάτευση.
Το μπλοκ βρίσκεται αντιμέτωπο με διαφορετικές πιέσεις, καθώς η Γερμανία επιδιώκει άμεση συμφωνία για την προστασία της βιομηχανίας της, την ώρα που άλλα κράτη-μέλη, όπως η Γαλλία, προειδοποιούν ότι η ΕΕ δεν πρέπει να υποκύψει σε μια συμφωνία που θα υπαγορεύεται πλήρως από τους όρους των ΗΠΑ.
Ο Jacob Funk Kirkegaard, ανώτερος ερευνητής στο think tank Bruegel στις Βρυξέλλες, προειδοποίησε ότι η επιστολή του Τραμπ προς την πρόεδρο της Κομισιόν αυξάνει τον κίνδυνο για αντίποινα από την πλευρά της ΕΕ, με κλιμάκωση που θα μπορούσε να θυμίσει την εμπορική σύγκρουση ΗΠΑ–Κίνας που είχε προκαλέσει έντονη αστάθεια στις αγορές.
Οι πρεσβευτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνεδριάσουν την Κυριακή για να εξετάσουν τα επόμενα βήματα, πριν από την έκτακτη συνάντηση των υπουργών Εμπορίου τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες. Εκεί, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα επιβάλουν αντίμετρα ύψους 21 δισ. ευρώ σε αμερικανικά προϊόντα, απαντώντας στους ήδη ισχύοντες δασμούς των ΗΠΑ σε χάλυβα και αλουμίνιο, ή αν θα παρατείνουν την αναστολή ισχύος που λήγει τα μεσάνυχτα της Δευτέρας.
Μέχρι στιγμής, η ΕΕ έχει αποφύγει να προχωρήσει σε αντίποινα, αν και έχει ετοιμάσει δύο πακέτα αντίμετρων, που αθροιστικά θα μπορούσαν να πλήξουν αμερικανικά αγαθά συνολικής αξίας 93 δισ. ευρώ.
Οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έσπευσαν να στηρίξουν τη σκληρή γραμμή της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία δήλωσε ότι οι δασμοί 30% «θα διαταράξουν κρίσιμες διατλαντικές εφοδιαστικές αλυσίδες, εις βάρος των επιχειρήσεων, των καταναλωτών και των ασθενών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού». Παρότι υπογράμμισε ότι η ΕΕ θα συνεχίσει να εργάζεται για μια εμπορική συμφωνία, κατέστησε σαφές ότι «θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προάσπιση των ευρωπαϊκών συμφερόντων, αλλά και αντίμετρα, αν χρειαστεί».
Η υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Κατερίνα Ράιχε έκανε λόγο για την ανάγκη μιας «ρεαλιστικής λύσης» στις διαπραγματεύσεις, προειδοποιώντας ότι οι προτεινόμενοι δασμοί «θα πλήξουν σκληρά τις ευρωπαϊκές εξαγωγικές επιχειρήσεις και θα έχουν επίσης ισχυρό αντίκτυπο στην οικονομία και τους καταναλωτές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού».
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε ότι η Κομισιόν πρέπει περισσότερο από ποτέ να επιδείξει «την αποφασιστικότητα της Ένωσης να υπερασπιστεί με σθένος τα ευρωπαϊκά συμφέροντα». Αν ο Τραμπ δεν υποχωρήσει, τα αντίμετρα θα πρέπει να περιλαμβάνουν και τα λεγόμενα «εργαλεία κατά του εξαναγκασμού», ένα νομικό πλαίσιο που καταρτίστηκε την πρώτη θητεία του Τραμπ και είχε χρησιμοποιηθεί κατά της Κίνας, και επιτρέπει στην ΕΕ να επιβάλει περιορισμούς όχι μόνο σε προϊόντα, αλλά και σε υπηρεσίες, αν κρίνει ότι ένα κράτος χρησιμοποιεί δασμούς για να επιβάλει πολιτική αλλαγή.
Το ισπανικό υπουργείο Οικονομίας τάχθηκε υπέρ της συνέχισης των διαπραγματεύσεων, αλλά επισήμανε ότι η Ισπανία και άλλα κράτη–μέλη είναι έτοιμα να προχωρήσουν σε «αναλογικά αντίμετρα, εφόσον χρειαστεί».
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει στο πει στο παρελθόν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε «για να εκμεταλλεύεται τις Ηνωμένες Πολιτείες», ενώ η βασική του εμμονή είναι το εμπορικό έλλειμμα της χώρας του με την ΕΕ, που έφτασε τα 235 δισ. δολάρια το 2024, σύμφωνα με την αμερικανική στατιστική υπηρεσία. Από την πλευρά της, η ΕΕ επισημαίνει σταθερά το αμερικανικό πλεόνασμα στις υπηρεσίες, το οποίο συμβάλλει, όπως υποστηρίζει, στην εξισορρόπηση των σχέσεων.
Το διακύβευμα των 9,5 τρισ. δολαρίων
Συνυπολογίζοντας αγαθά, υπηρεσίες και επενδύσεις, οι ΗΠΑ και η ΕΕ παραμένουν οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι του κόσμου. Το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στην ΕΕ προειδοποίησε τον Μάρτιο ότι η κλιμάκωση της διένεξης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο επιχειρηματική δραστηριότητα ύψους 9,5 τρισ. δολαρίων – τη σημαντικότερη εμπορική σχέση στον πλανήτη.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Εμπορίου του Ευρωκοινοβουλίου, Μπερντ Λάνγκε, δήλωσε πως πλέον είναι πεπεισμένος ότι τα πρώτα αντίμετρα θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ από τη Δευτέρα, και αμέσως μετά να ενεργοποιηθεί και το δεύτερο πακέτο.
Ο ίδιος ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι θα απαντήσει στα αντίποινα με ανάλογα μέτρα. Ωστόσο, παρότι έχει επανειλημμένα ανακοινώσει δασμούς, την τελευταία στιγμή οπισθοχωρεί και τους αναστέλλει, γεγονός που οδηγεί σε πιο συγκρατημένες αντιδράσεις στις αγορές, οι οποίες έχουν ανακάμψει μετά τους αρχικούς κλυδωνισμούς όταν είχε ανακοινώσει τους πρώτους παγκόσμιους δασμούς τον Απρίλιο.
Τρεις Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, υπό καθεστώς ανωνυμίας, εκτίμησαν ότι οι απειλές Τραμπ εντάσσονται στο πλαίσιο διαπραγματευτικού εκβιασμού.
Ο Carsten Brzeski, επικεφαλής μακροοικονομικών της ING, εκτίμησε ότι οι κινήσεις Τραμπ δείχνουν πως οι μήνες διαπραγματεύσεων έχουν φτάσει σε αδιέξοδο και η κατάσταση πλησιάζει σε σημείο καμπής: «Η ΕΕ καλείται πλέον να αποφασίσει: θα υποχωρήσει ή θα σκληρύνει τη στάση της; Αυτό σημαίνει νέα αστάθεια στις αγορές και ακόμη μεγαλύτερη αβεβαιότητα».
Ο Cyrus de la Rubia, επικεφαλής οικονομολόγος της Hamburg Commercial Bank, σημείωσε ότι το μεγαλύτερο βάρος των δασμών, εφόσον εφαρμοστούν, θα το σηκώσουν οι ίδιοι οι Αμερικανοί καταναλωτές. Ωστόσο, και η ευρωζώνη δεν θα μείνει ανεπηρέαστη, καθώς ήδη αντιμετωπίζει ισχνή ανάπτυξη.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει συμπεριλάβει στο βασικό σενάριο των τελευταίων της προβλέψεων έναν δασμό 10% στις εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ, εκτιμώντας την ανάπτυξη στην ευρωζώνη σε 0,9% φέτος, 1,1% το 2026 και 1,3% το 2027. Ένας δασμός 20% θα μείωνε την ανάπτυξη κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, ενώ θα οδηγούσε τον πληθωρισμό στο 1,8% το 2027, έναντι 2% στο βασικό σενάριο. Η Τράπεζα δεν προχώρησε καν σε πρόβλεψη για την περίπτωση δασμού 30%.
Ο Τραμπ προτιμά τους δασμούς από τις εμπορικές συμφωνίες
Ακόμα και μετά την ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ τον Απρίλιο για την επιβολή γενικευμένων δασμών σε παγκόσμιο επίπεδο, κάποιοι επενδυτές και υποστηρικτές του διατηρούσαν την ελπίδα πως ο πραγματικός στόχος του ήταν το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών και όχι το κλείσιμό τους.
Όπως αναφέρουν σε ανάλυσή τους οι New York Times, η επικρατούσα άποψη, την οποία προωθούσε και ο ίδιος ο Τραμπ, ήταν ότι οι δασμοί λειτουργούσαν ως μοχλός πίεσης, που θα ανάγκαζε τους εταίρους να δεχτούν ευνοϊκές συμφωνίες για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυξάνοντας τις εξαγωγές και ενισχύοντας την παρουσία των αμερικανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό.
Τρεις μήνες μετά, η αρχική αυτή αισιοδοξία υποχωρεί, καθώς εντείνονται οι αμφιβολίες για το κατά πόσο στόχος του Αμερικανού προέδρου ήταν ποτέ το άνοιγμα των αγορών μέσω αμοιβαίων εμπορικών συμφωνιών.
Αντιθέτως, ο Αμερικανός πρόεδρος προχωρά καθημερινά σε νέες ανακοινώσεις επιβολής επώδυνων δασμών σε δεκάδες εμπορικούς εταίρους, με εφαρμογή εντός λίγων εβδομάδων. Το Σάββατο, ο Τραμπ ανήγγειλε μέσω των κοινωνικών δικτύων την επιβολή δασμών 30% σε προϊόντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Μεξικό, με ισχύ από την 1η Αυγούστου.
Η ανακοίνωση αυτή ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά απειλών κατά του Καναδά, της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας, της Βραζιλίας και πολλών άλλων κρατών – μικρών και μεγάλων – για επικείμενους δασμούς, που διαμορφώνουν το τοπίο ενός εμπορικού πολέμου χωρίς σαφή διέξοδο.
Αξιωματούχοι της κυβέρνησης εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τις απειλές του προέδρου για την επιβολή δασμών ως ένα διαπραγματευτικό τέχνασμα, με στόχο την αποκόμιση περισσότερων παραχωρήσεων από ξένες χώρες στις εμπορικές συνομιλίες. Ωστόσο, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του Τραμπ, το περιθώριο για την επίτευξη συμφωνιών και την αποφυγή των τιμωρητικών δασμών στενεύει ραγδαία. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει μόνο δύο προκαταρκτικές συμφωνίες, με τη Βρετανία και το Βιετνάμ, εμε την τελευταία μάλιστα να τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Αν και ενδέχεται σύντομα να υπάρξουν συμφωνίες επί της αρχής με την Ινδία, την Ταϊβάν και άλλες κυβερνήσεις, είναι πιθανό να πρόκειται για περιορισμένες συμφωνίες, οι οποίες θα αφήνουν μεγάλο μέρος της διαπραγμάτευσης ανοιχτό. Και ακόμη και όταν ανακοινώνονται συμφωνίες, ο Τραμπ διατηρεί τους δασμούς σε διψήφιο ποσοστό και υπόσχεται ότι θα επιβάλει ακόμη περισσότερους σε ξένα προϊόντα.
Με λιγότερο από έναν μήνα να απομένει πριν τεθούν σε ισχύ οι δασμοί της 1ης Αυγούστου, η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί μόνο με ένα μικρό ποσοστό των χωρών που έχει απειλήσει με υψηλούς δασμούς. Ορισμένες κυβερνήσεις που ζήτησαν συναντήσεις με Αμερικανούς αξιωματούχους δεν κατάφεραν καν να τις προγραμματίσουν.
Όταν ο Αμερικανός πρόεδρος «πάγωσε» τους δασμούς για 90 ημέρες τον Απρίλιο, είχε δηλώσει ότι η αναβολή θα έδινε στην κυβέρνησή του τον χρόνο να συνάψει εμπορικές συμφωνίες με χώρες σε όλο τον κόσμο. Στους επόμενους μήνες, καυχιόταν ότι δεκάδες χώρες περίμεναν στη σειρά για να διαπραγματευτούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ κάποια στιγμή ισχυρίστηκε πως είχε κλείσει 200 συμφωνίες.
Ωστόσο, τις τελευταίες εβδομάδες, ο Τραμπ φαίνεται να μην ενοχλείται από το γεγονός ότι δεν έχει να παρουσιάσει περισσότερες συμφωνίες. Αντί γι’ αυτό, εκθειάζει το μέγεθος των δασμών που επιβάλλει στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι είναι απολύτως δικαιολογημένοι και ότι αποφέρουν τεράστια έσοδα στην αμερικανική οικονομία.
«Όλοι πρέπει να πληρώνουν και το κίνητρο είναι ότι έχουν το δικαίωμα να συναλλάσσονται με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν δεν το θέλουν, δεν χρειάζεται να πληρώσουν», δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου την Τρίτη, υπερασπιζόμενος εκ νέου την επιβολή δασμών σε ξένες χώρες.
Ο Αμερικανός πρόεδρος παραδέχθηκε επίσης ότι η κυβέρνησή του δεν έχει τη δυνατότητα να συνάψει εμπορικές συμφωνίες με όλες τις χώρες του κόσμου. «Έχουμε κάνει κάποιες συμφωνίες», είπε. «Μπορούμε να κάνουμε πολλές περισσότερες. Απλώς παίρνει πολύ χρόνο. Γίνεται πιο περίπλοκο. Μπορούμε να κάνουμε πράγματα και με την πάροδο των ετών».
«Έχουμε 200 χώρες. Δεν μπορούμε να συναντηθούμε με 200 χώρες», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
Ο Λευκός Οίκος δεν απάντησε σε σχετικό αίτημα για σχόλιο. Ωστόσο, αξιωματούχος ανέφερε ότι για την κυβέρνηση Τραμπ οι συμφωνίες και οι δασμοί δεν είναι έννοιες που αποκλείουν η μία την άλλη. Όπως εξήγησε, σε πολλές περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας με τη Βρετανία, οι υψηλοί δασμοί αποτελούν μέρος του συνολικού πακέτου, παράλληλα με τις παραχωρήσεις για άνοιγμα των ξένων αγορών.
Πολλοί υποστηρικτές του Τραμπ εμφανίζονται ικανοποιημένοι με τη διατήρηση υψηλών δασμών, υποστηρίζοντας ότι είναι αναγκαίοι για την προστασία της πολύτιμης αμερικανικής αγοράς υπέρ των εγχώριων επιχειρήσεων.
Αρκετοί από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους, τους οποίους ο Τραμπ απείλησε με δασμούς αυτή την εβδομάδα είχαν ήδη προηγουμένως διαπραγματευτεί εμπορικές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή και με τον ίδιο τον Τραμπ. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο Καναδάς και το Μεξικό, που υπέγραψαν εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, καθώς και η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία.
Πολλές ακόμη χώρες που έλαβαν επιστολές για δασμούς βρίσκονται ήδη σε ενεργές διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μεξικανοί αξιωματούχοι βρέθηκαν στην Ουάσινγκτον την Παρασκευή για να συζητήσουν συμφωνία που θα αφορά το εμπόριο, τη μετανάστευση και την ασφάλεια των συνόρων. Όμως αυτό φαίνεται πως δεν λειτούργησε ως αποτρεπτικός παράγοντας για τον Τραμπ.
Οι νέες απειλές και η προοπτική εμπορικών πολέμων που μπορεί να προκαλέσουν εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το αν κάποιοι από τους υποστηρικτές του προέδρου θα διαχωρίσουν τη θέση τους από τη σκληρή αυτή στρατηγική.
Από την πλευρά τους, οι επενδυτές του χρηματιστηρίου φαίνεται πως ποντάρουν στο ότι ο Τραμπ τελικά δεν θα εφαρμόσει πολλούς από τους δασμούς που απειλεί να επιβάλει, θεωρώντας τους περισσότερο ως διαπραγματευτικό μέσο παρά ως πραγματική οικονομική απειλή.
Ωστόσο, η προθεσμία της 1ης Αυγούστου που έθεσε ο Τραμπ πλησιάζει και ο ίδιος έχει διαμηνύσει ότι δεν θα καθυστερήσει άλλο την εφαρμογή των δασμών.
Οι δασμοί του Τραμπ έχουν αναμφίβολα προσφέρει διαπραγματευτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων χωρών, με δεκάδες κυβερνήσεις να απευθύνονται στον Λευκό Οίκο αναζητώντας ευνοϊκότερους εμπορικούς όρους. Ωστόσο, σύμφωνα με τους ηγέτες του επιχειρηματικού κόσμου, μέχρι στιγμής οι τακτικές του προέδρου κάνουν το διεθνές εμπόριο πιο δύσκολο αντί για πιο εύκολο.
Πηγή: skai.gr
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.