Μασκ: Θέλει να ιδρύσει νέο πολιτικό κόμμα, μπορεί όμως να το πετύχει


Ας πάρουμε στα σοβαρά την τελευταία αναφορά του Ίλον Μασκ ότι εξετάζει τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού κόμματος, το οποίο θα ανταγωνίζεται τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς. Φαίνεται βαθιά απογοητευμένος από το ιστορικά κυρίαρχο δίπολο των δύο κομμάτων. Τα καλά νέα για τον ίδιο είναι ότι πολλοί Αμερικανοί συμμερίζονται αυτή τη δυσαρέσκεια.

Αξίζει επίσης να εξετάσουμε αν ο Μασκ διαθέτει – πέρα από το άφθονο χρήμα – τα υπόλοιπα αναγκαία μέσα για να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα στην πράξη. Είναι εφικτό να κάνει αυτό που λέει; Η πολιτική ιστορία, αλλά και η ίδια η διαδρομή του Μασκ, φαίνεται να απαντούν: «Ίλον, κράτα τα λεφτά σου».

Η δήλωσή του περί νέου κόμματος είναι το πιο πρόσφατο επεισόδιο της αντιπαράθεσής του με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Ένας από τους λόγους της ρήξης ήταν η επιθετική κριτική που άσκησε ο Μασκ στο νομοσχέδιο-ναυαρχίδα της κυβέρνησης Τραμπ, γνωστό ως «One Big Beautiful Bill Act». Ο Μασκ το χαρακτήρισε «εντελώς παράλογο και καταστροφικό».

Ο λόγος; Το νομοσχέδιο θα εκτίνασσε το εθνικό χρέος κατά τουλάχιστον 3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ο Μασκ κάλεσε το Κογκρέσο να μην το ψηφίσει. Ωστόσο, οι Ρεπουμπλικάνοι τον αγνόησαν και προώθησαν το νομοσχέδιο στον Τραμπ, ο οποίος το υπέγραψε σε τελετή ανήμερα της 4ης Ιουλίου. Αποτέλεσμα: Τραμπ 1 – Μασκ 0.

Το κοινό επιθυμεί ένα τρίτο κόμμα, αλλά δεν είναι τόσο απλό

Η κοινή γνώμη συντάσσεται με τον Μασκ στην ανάγκη για ένα τρίτο, ισχυρό πολιτικό κόμμα. Σύμφωνα με τη Gallup, δημοσκόπηση που διεξάγεται κάθε χρόνο από το 2003, μόνο την πρώτη χρονιά (2003) πλειοψηφία των πολιτών πίστευε ότι τα δύο υπάρχοντα κόμματα εκπροσωπούν επαρκώς τον αμερικανικό λαό.

Τον Οκτώβριο του 2023, το 58% δήλωνε ότι οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί «κάνουν τόσο κακή δουλειά» που απαιτείται η δημιουργία ενός νέου μεγάλου κόμματος. Αν και ελαφρώς μειωμένο σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, το ποσοστό αυτό είναι συνεπές με τη συνολική τάση των τελευταίων δύο δεκαετιών.

Η πλειονότητα των ανεξάρτητων ψηφοφόρων δηλώνει διαχρονικά υπέρ ενός τρίτου κόμματος – 69% το 2023. Οι Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, αντίθετα, τείνουν να είναι πιο θετικοί προς το δίπολο, ιδίως όταν το κόμμα τους βρίσκεται στην εξουσία. Ωστόσο, ακόμη κι αυτοί συχνά εκφράζουν την ανάγκη για εναλλακτική.

Η ενίσχυση της ανεξαρτησίας των πολιτών αποτυπώνεται και αλλού: το 2023, το 43% των Αμερικανών αυτοπροσδιοριζόταν ως ανεξάρτητοι – έναντι 28% για καθέναν από τους δύο κύριους πολιτικούς σχηματισμούς.

Ωστόσο, όταν πιέζονται να επιλέξουν πλευρά ή όταν βρίσκονται μέσα στο εκλογικό παραβάν, οι περισσότεροι ανεξάρτητοι τελικά ευθυγραμμίζονται με ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Όταν δεν υπάρχουν ρεαλιστικές εναλλακτικές, κανείς δεν θέλει να «πετάξει την ψήφο του».

Η αποτυχία προηγούμενων προσπαθειών

Πολλοί υποψήφιοι έχουν προσπαθήσει να εκφράσουν το «μεσαίο, λογικό κέντρο» του εκλογικού σώματος. Κανείς δεν τα κατάφερε. Ο Χάουαρντ Σουλτς, πρώην CEO της Starbucks, ξεκίνησε προεκλογική εκστρατεία το 2020 αλλά αποσύρθηκε σε λίγους μήνες. Ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, πρώην δήμαρχος Νέας Υόρκης, εξέτασε μια ανεξάρτητη υποψηφιότητα και τελικά κατέληξε πως δεν υπήρχε νικηφόρος δρόμος. Συμμετείχε τότε στην κούρσα για το χρίσμα των Δημοκρατικών – χωρίς επιτυχία, παρά τη δαπάνη σχεδόν 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, με χρήματα και αναγνωρισιμότητα, θα μπορούσε να είχε ακολουθήσει την ανεξάρτητη οδό, αλλά επέλεξε να καταλάβει εκ των έσω το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.

Υπάρχουν και παραδείγματα που συγκέντρωσαν σημαντικό ποσοστό ψήφων, χωρίς ωστόσο εκλογική επιτυχία:

  • Ο Ρος Περό το 1992 έλαβε 19% της λαϊκής ψήφου, χωρίς κανέναν εκλέκτορα
  • Ο Τζορτζ Ουάλας το 1968 κέρδισε πέντε νότιες πολιτείες και περίπου 14% της ψήφου
  • Ο Θίοντορ Ρούσβελτ, πρώην πρόεδρος, το 1912 ως υποψήφιος του κόμματος Bull Moose, έλαβε 27% της ψήφου και έξι πολιτείες, αλλά διασπώντας τη Ρεπουμπλικανική ψήφο άνοιξε τον δρόμο για τη νίκη του Δημοκρατικού Γούντροου Γουίλσον.

Κόμματα όπως οι Πράσινοι ή οι Libertarians υφίστανται και κατεβάζουν υποψηφίους, αλλά παραμένουν εξαιρετικά περιθωριακά.

Μπορεί ο Μασκ να πετύχει εκεί που όλοι απέτυχαν;

Το προφανές πλεονέκτημά του είναι τα χρήματα. Ο Μασκ είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, με εκτιμώμενη περιουσία πάνω από 400 δισ. δολάρια. Την περασμένη χρονιά, ξόδεψε πάνω από 250 εκατομμύρια για να στηρίξει την υποψηφιότητα Τραμπ.

Ωστόσο, η ερώτηση δεν είναι αν έχει χρήματα – αλλά πόσα είναι διατεθειμένος να επενδύσει για να δημιουργήσει ένα βιώσιμο και μακροχρόνιο κόμμα. Η Καμάλα Χάρις, στην αποτυχημένη προεκλογική της εκστρατεία διάρκειας μόλις 107 ημερών, ξόδεψε πάνω από 1 δισεκατομμύριο. Πόσα δισεκατομμύρια θα απαιτηθούν για να στηθεί ολόκληρο κόμμα από το μηδέν;

Και πρόκειται για διαρκή επένδυση: το χτίσιμο κόμματος είναι μια καθημερινή και πολυετής διαδικασία. Ο Ρος Περό προσπάθησε να δημιουργήσει κόμμα μετά το 1992, επανήλθε το 1996, αλλά το εγχείρημα διαλύθηκε λόγω εσωτερικών διαφωνιών και έλλειψης ενιαίας ατζέντας.

Ο Μασκ καλείται να απαντήσει σε καίρια ερωτήματα, όπως τι θα πρεσβεύει το κόμμα του.

Αν το μοναδικό του θέμα είναι το χρέος και τα ελλείμματα, αυτό ίσως δεν αρκεί. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση της Washington Post/Ipsos έδειξε ότι το 63% των πολιτών θεωρεί απαράδεκτο να προστεθούν άλλα 3 τρισ. στο ήδη 36 τρισ. εθνικό χρέος.

Ωστόσο, το Pew Research Center διαπίστωσε πως οι πολίτες κατατάσσουν τα ελλείμματα κάπου στη μέση των προτεραιοτήτων τους – πίσω από την οικονομία, τη μετανάστευση, το κόστος υγείας, αλλά και (προσέξτε κ. Μασκ) τον περιορισμό της επιρροής του χρήματος στην πολιτική.

Θα αρκούσε λοιπόν μια ατζέντα περιορισμού του χρέους, ακόμη και αν περιλάμβανε παρεμβάσεις σε θέματα όπως το Medicare ή η Κοινωνική Ασφάλιση;

Η εναλλακτική τακτική: Στοχευμένες παρεμβάσεις το 2026

Ο Μασκ φαίνεται να εξετάζει το ενδεχόμενο να επηρεάσει τις εκλογές του 2026 στοχεύοντας ευάλωτους βουλευτές και γερουσιαστές, με στόχο να δημιουργήσει μια μικρή ομάδα ανεξάρτητων νομοθετών που θα έχουν ρόλο ρυθμιστή. Για να το πετύχει αυτό, θα μπορούσε να ρίξει τεράστια ποσά σε λίγες επιλεγμένες περιφέρειες, μέσω Super PACs (λόγω των περιορισμών στις ατομικές δωρεές).

Ωστόσο, πέρα από τα χρήματα, χρειάζονται και ποιοτικοί υποψήφιοι. Θα μπορέσει ο Μασκ να εντοπίσει, να στρατολογήσει και να υποστηρίξει άτομα ικανά να ανταγωνιστούν τα κατεστημένα κόμματα;

Και υπάρχει και το θέμα της πρόσβασης στα ψηφοδέλτια. Κάθε πολιτεία έχει διαφορετικούς κανονισμούς, γεγονός που απαιτεί στρατό από δικηγόρους και συλλέκτες υπογραφών. Είναι εφικτό – αλλά δύσκολο να οργανωθεί εγκαίρως για τις ενδιάμεσες εκλογές. Αν τελικά στοχεύει σε λίγες έδρες, ίσως είναι απλούστερο να προτείνει ανεξάρτητους υποψηφίους.

Το πρόσωπο του Μασκ – πρόβλημα ή πλεονέκτημα;

Ο ίδιος ο Μασκ ίσως να μην είναι το ιδανικό σύμβολο για ένα νέο κόμμα. Έχει γίνει αντιδημοφιλής μετά την είσοδό του στην πολιτική σφαίρα.

Σε πρόσφατη έρευνα του Institute of Governmental Studies του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ, οι πολίτες ρωτήθηκαν για το πόσο εμπιστεύονται διάφορους θεσμούς και φορείς «να ενεργούν προς το συμφέρον του λαού της Καλιφόρνια». Από τους εννέα φορείς, οι τεχνολογικές εταιρείες και οι ηγέτες τους ήρθαν τελευταίοι – με 79% να δηλώνουν «ελάχιστη» ή «καθόλου» εμπιστοσύνη.

Όταν είχε ερωτηθεί το 1996 ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ αν είναι πιο εύκολο να κατέβει κανείς ως ανεξάρτητος ή μέσω τρίτου κόμματος, απάντησε:

«Εξαρτάται από τη φύση του κόμματος. Έχει δομή; Χρηματοδότηση; Προσφέρει κάτι ουσιαστικό;»

Αυτά είναι τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει ο Μασκ – και όσοι βρίσκονται γύρω του – πριν προχωρήσει. Σύντομα θα φανεί αν πρόκειται για ένα σοβαρό εγχείρημα ή απλώς για μια ακόμη ανούσια αναστάτωση.

Πηγή: The Washington Post



Πηγή: www.skai.gr