Πολλοί έχουμε τη συνήθεια να ακούμε podcast, audiobooks και άλλα βίντεο στο Διαδίκτυο σε αυξημένες ταχύτητες αναπαραγωγής. Για τους νέους, αυτό είναι πλέον ο κανόνας.
Για παράδειγμα, μία έρευνα σε φοιτητές της Καλιφόρνια αποκάλυψε ότι το 89% άλλαζε την ταχύτητα αναπαραγωγής στις online διαλέξεις, ενώ στα media έχουν δημοσιευτεί πολλά άρθρα σχετικά με το πώς έχει γενικευτεί η γρήγορη παρακολούθηση περιεχομένου.
Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τα πλεονεκτήματα του να βλέπεις πράγματα πιο γρήγορα. Μας επιτρέπει να καταναλώνουμε περισσότερο περιεχόμενο σε λιγότερο χρόνο ή να επαναλαμβάνουμε το ίδιο περιεχόμενο πολλές φορές για να το αξιοποιήσουμε καλύτερα.
Αυτό θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε εκπαιδευτικό πλαίσιο, καθώς ενδέχεται να ελευθερώσει χρόνο για εμπέδωση της γνώσης, πρακτικές δοκιμές κ.λπ.
Η γρήγορη παρακολούθηση βίντεο είναι επίσης δυνητικά ένας καλός τρόπος για να διασφαλίσουμε την προσοχή και το ενδιαφέρον μας καθ’ όλη τη διάρκειά τους, αποφεύγοντας την απόσπαση προσοχής.
Όταν ένα άτομο εκτίθεται σε πληροφορίες μέσω προφορικού λόγου, οι ερευνητές διακρίνουν τρεις φάσεις της μνήμης: την κωδικοποίηση της πληροφορίας, την αποθήκευση και την ανάκτησή της.
Κατά τη φάση της κωδικοποίησης, ο εγκέφαλος χρειάζεται έναν ορισμένο χρόνο για να επεξεργαστεί και να κατανοήσει τη ροή των λέξεων που δέχεται. Οι λέξεις πρέπει να «αλιευθούν» και το νοηματικό τους περιεχόμενο να ανασυρθεί από τη μνήμη σε πραγματικό χρόνο.

Οι άνθρωποι συνήθως μιλούν με ρυθμό περίπου 150 λέξεων το λεπτό, παρ’ όλα αυτά, ακόμη και όταν διπλασιάσουμε τον ρυθμό αυτό στις 300 ή τον τριπλασιάσουμε στις 450 λέξεις ανά λεπτό, εξακολουθεί να βρίσκεται εντός του φάσματος της καταληπτότητας.
Τα αρνητικά της μεγαλύτερης ταχύτητας
Το ζήτημα, ωστόσο, έχει να κάνει περισσότερο με την ποιότητα και τη διατήρηση των αναμνήσεων που δημιουργούνται.
Οι εισερχόμενες πληροφορίες αποθηκεύονται προσωρινά σε ένα σύστημα μνήμης που ονομάζεται εργαζόμενη μνήμη. Αυτό επιτρέπει τη μετατροπή, συνδυασμό και επεξεργασία πληροφοριών μέχρι να πάρουν κατάλληλη μορφή για μεταφορά στη μακροπρόθεσμη μνήμη.
Δεδομένου ότι η εργαζόμενη μνήμη μας έχει περιορισμένη χωρητικότητα, αν δεχτεί πάρα πολλές πληροφορίες πολύ γρήγορα, μπορεί να υπερφορτωθεί. Αυτό οδηγεί σε γνωστική υπερφόρτωση και απώλεια πληροφοριών.
Μία πρόσφατη ανάλυση εξέτασε 24 μελέτες σχετικά με τη μάθηση μέσω βίντεο διαλέξεων. Οι μελέτες διέφεραν ως προς τον σχεδιασμό τους, αλλά γενικά περιλάμβαναν την αναπαραγωγή μιας βιντεοδιάλεξης σε μια ομάδα σε κανονική ταχύτητα (1x) και την ίδια διάλεξη σε άλλη ομάδα με αυξημένη ταχύτητα (1,25x, 1,5x, 2x ή 2,5x).
Όπως σε μια ελεγχόμενη δοκιμή που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση ιατρικών θεραπειών, οι συμμετέχοντες κατανεμήθηκαν τυχαία σε κάθε μία από τις δύο ομάδες.

Στη συνέχεια, και οι δύο ομάδες κλήθηκαν να ολοκληρώσουν την ίδια δοκιμασία μετά την παρακολούθηση του βίντεο, με στόχο την αξιολόγηση των γνώσεών τους σχετικά με το περιεχόμενο.
Οι δοκιμασίες περιλάμβαναν ανάκληση πληροφοριών, απαντήσεις σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής για την αξιολόγηση της ικανότητάς τους να θυμούνται, ή και τα δύο.
Η ανάλυση έδειξε ότι η αύξηση της ταχύτητας αναπαραγωγής είχε ολοένα και πιο αρνητικά αποτελέσματα στην απόδοση των συμμετεχόντων στις δοκιμασίες. Σε ταχύτητες έως και 1,5 φορές, το κόστος ήταν πολύ μικρό. Όμως, από τις 2 φορές και πάνω, η αρνητική επίδραση ήταν από μέτρια έως μεγάλη.
Αν η μέση βαθμολογία μιας ομάδας φοιτητών ήταν 75%, με μια τυπική απόκλιση 20 ποσοστιαίων μονάδων προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, η αύξηση της ταχύτητας σε 1,5x θα μείωνε τη μέση επίδοση κάθε ατόμου κατά μόλις 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Ωστόσο, η αύξηση της ταχύτητας σε 2,5x θα οδηγούσε σε μέση απώλεια 17 ποσοστιαίων μονάδων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μία από τις μελέτες που περιλαμβάνονταν στηΝ ανάλυση εξέτασε και ηλικιωμένους ενήλικες (από 61 έως 94 ετών) και διαπίστωσε ότι επηρεάζονταν περισσότερο από την παρακολούθηση περιεχομένου σε υψηλότερες ταχύτητες σε σύγκριση με νεότερους ενήλικες (18 έως 36 ετών).
Αυτό μπορεί να αντικατοπτρίζει την εξασθένηση της ικανότητας της μνήμης σε κατά τα άλλα υγιή άτομα, υποδεικνύοντας ότι οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να προτιμούν την κανονική ταχύτητα ή ακόμη και πιο αργή, ώστε να αντισταθμίσουν αυτή τη δυσκολία.
Ωστόσο, δεν είναι γνωστό αν μπορούν να μειωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της γρήγορης αναπαραγωγής με τη συστηματική της χρήση.
Επομένως, ενδέχεται οι νεότεροι ενήλικες να έχουν απλώς περισσότερη εξοικείωση με τη γρήγορη αναπαραγωγή και για αυτόν τον λόγο να μπορούν να αντεπεξέλθουν καλύτερα στην αυξημένη γνωστική επιβάρυνση.
Παρόμοια, αυτό σημαίνει ότι δεν γνωρίζουμε αν οι νεότεροι μπορούν πράγματι να αντισταθμίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της γρήγορης αναπαραγωγής στη μνημονική τους ικανότητα, απλώς και μόνο επειδή την χρησιμοποιούν πιο συχνά.
Ένα ακόμη μυστήριο είναι το αν η παρακολούθηση βίντεο σε αυξημένες ταχύτητες έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη νοητική λειτουργία και τη δραστηριότητα του εγκεφάλου.

Θεωρητικά, αυτές οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι θετικές, όπως η αυξημένη ικανότητα διαχείρισης μεγαλύτερου γνωστικού φόρτου. Ή θα μπορούσαν να είναι αρνητικές, όπως η αυξημένη νοητική κόπωση λόγω του πρόσθετου γνωστικού βάρους, όμως προς το παρόν δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα για να απαντήσουμε με βεβαιότητα.
Μια τελευταία παρατήρηση είναι ότι, ακόμα κι αν η αναπαραγωγή περιεχομένου —π.χ. σε 1,5 φορά την κανονική ταχύτητα— δεν επηρεάζει τη μνήμη, υπάρχουν ενδείξεις πως η υποκειμενική εμπειρία είναι λιγότερο ευχάριστη.
Αυτό μπορεί να επηρεάσει τη κίνητρο και τη συνολική εμπειρία της μάθησης, κάνοντάς μας πιο επιρρεπείς στο να αναβάλλουμε ή να αποφεύγουμε τη διαδικασία.
Από την άλλη, η ταχύτερη αναπαραγωγή έχει γίνει ευρέως διαδεδομένη και ίσως, μόλις την συνηθίσει κανείς, να μην υπάρχει τελικά κανένα πρόβλημα.