Οι εντός των «φυσιολογικών» ορίων τιμές σακχάρου που συνδέονται με μικρότερο κίνδυνο θανάτου


Δεν είναι ωστόσο σαφές εάν υπάρχουν συγκεκριμένα εύρη εντός των «φυσιολογικών» επιπέδων γλυκόζης στο αίμα που συνδέονται με ακόμη χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας.

Μια μικρή αγροτική κοινότητα στην Ιαπωνία, δίνει χρήσιμες πληροφορίες για το θέμα.

Για περισσότερα από 40 χρόνια, η μελέτη Ohasama, που πήρε το όνομά της από μια πόλη στην επαρχία Iwate, παρακολουθεί τη μακροπρόθεσμη υγεία του τοπικού πληθυσμού. Από το 1986, η μελέτη συλλέγει δεδομένα για την υγεία των κατοίκων μέσω τακτικών εξετάσεων.

Στο πλαίσιο της μελέτης, οι συμμετέχοντες υποβάλλονται σε δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη κάθε τέσσερα χρόνια. Η εξέταση αυτή, γνωστή και ως καμπύλη γλυκόζης, χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του διαβήτη και μετρά τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα πριν και 120 λεπτά μετά την κατανάλωση ενός ποτού που περιέχει γλυκόζη.

«Αρχικά εξετάσαμε τη σχέση μεταξύ της θνησιμότητας και των αποτελεσμάτων διαφόρων εξετάσεων υγείας, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των δοκιμασιών ανοχής στη γλυκόζη, για 993 άτομα. Ακόμη και μετά την προσαρμογή για γνωστούς παράγοντες κινδύνου, όπως η ηλικία, η παχυσαρκία και το κάπνισμα, το επίπεδο γλυκόζης στο αίμα μία ώρα μετά τη χορήγηση γλυκόζης έδειξε ισχυρή συσχέτιση με τη θνησιμότητα», λένε οι ερευνητές.

Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες με βάση το μέσο επίπεδο γλυκόζης στο αίμα μία ώρα μετά τη χορήγηση γλυκόζης, που ήταν 162 mg/dL. Η ανάλυση επιβίωσης έδειξε σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα στην ομάδα με χαμηλότερη γλυκόζη.

Δεδομένου ότι ορισμένοι συμμετέχοντες είχαν ήδη αναπτύξει διαβήτη, οι ερευνητές περιορίστηκαν σε 595 άτομα με φυσιολογική ανοχή στη γλυκόζη. Ανέλυσαν ποιο όριο γλυκόζης είχε την ισχυρότερη συσχέτιση με τη θνησιμότητα και διαπίστωσαν ότι τα 170 mg/dL συσχετίστηκαν με την πιο ακριβή πρόγνωση.

Χρησιμοποιώντας αυτό το όριο, οι ερευνητές συνέκριναν τα άτομα με επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μετά την καμπύλη γλυκόζης κάτω και πάνω από 170 mg/dL. Μετά από 20 χρόνια, σχεδόν το 80% όσων είχαν κάτω από 170 mg/dL ήταν ακόμα ζωντανοί, ενώ σχεδόν το 50% όσων είχαν πάνω από 170 mg/dL είχαν πεθάνει, δείχνοντας μια σημαντική στατιστική διαφορά.

Περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων για τις αιτίες θανάτου αποκάλυψε ότι στα άτομα με επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μία ώρα μετά τη χορήγηση γλυκόζης κάτω από 170 mg/dL, ήταν σημαντικά λιγότεροι οι θάνατοι λόγω καρδιακών παθήσεων που προκαλούνται από αθηροσκλήρωση (p < 0,0001) και κακοήθεις όγκους (p < 0,0014) σε σύγκριση με εκείνα με υψηλότερα επίπεδα.

«Τα ευρήματα αποδεικνύουν ότι ακόμη και εντός του εύρους που θεωρείται “φυσιολογικό”, υπάρχει μια υποομάδα επιπέδων γλυκόζης στο αίμα που σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου. Εκτός από τη λήψη μέτρων για την πρόληψη του διαβήτη, οι μεγαλύτερες προσπάθειες για τη διαχείριση των αυξήσεων της γλυκόζης στο αίμα αμέσως μετά το φαγητό, θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην πρόληψη καρδιακών παθήσεων και καρκίνου, οδηγώντας τελικά σε μακρύτερη και υγιέστερη ζωή», καταλήγουν οι ερευνητές.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό PNAS Nexus.





Πηγή: www.onmed.gr