Η υπερβολική κατανάλωση τροφών με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και ζάχαρη επηρεάζει τον εγκέφαλο και μεταβάλλει τη συμπεριφορά, δημιουργώντας μια καταναγκαστική ανάγκη για αναζήτηση τροφής και αυξάνοντας τον κίνδυνο υπερφαγίας ειδικά σε περιόδους άγχους. Μια πρόσφατη ανασκόπηση μελετών σε ζώα αποκαλύπτει ότι αυτές οι αλλαγές μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες για την υγεία μακροπρόθεσμα.
«Πολλοί πιστεύουν πως υπερφαγία σημαίνει να τρως πολλά σνακ ενώ βλέπεις τηλεόραση. Ωστόσο, πρόκειται για μια αναγνωρισμένη ψυχική διαταραχή που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ. Σιμόνε Ρεν από το Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας του Σίδνεϊ (UTS).
«Άτομα με διαταραχή υπερφαγίας καταναλώνουν μεγάλη ποσότητα φαγητού, συνήθως πλούσιου σε λιπαρά και ζάχαρη, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια αισθάνονται άσχημα και νιώθουν ενοχές. Νιώθουν ότι δεν μπορούν να σταματήσουν, ότι δεν έχουν τον έλεγχο, και αυτό προκαλεί σοβαρή ψυχολογική δυσφορία» εξήγησε η ερευνήτρια.
Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε σχεδόν 200 επιστημονικές μελέτες για τις επιπτώσεις της υπερφαγίας σε ζώα, προκειμένου να προσδιορίσει τις συμπεριφορικές και φυσιολογικές επιπτώσεις. Οι ερευνητές χρησιμοποιούν ζωικά μοντέλα για τη μελέτη της υπερφαγίας, δεδομένης της δυσκολίας απόδειξης αιτιώδους σχέσης σε έρευνες σε ανθρώπους.Τα ζώα τρέφονται για περιορισμένο χρόνο με τρόφιμα πλούσια σε λιπαρά και ζάχαρη, προκειμένου να εμφανίσουν υπερφαγική συμπεριφορά.
«Εάν δώσεις σε ένα ζώο- όπως για παράδειγμα ένας αρουραίος- ελεύθερη πρόσβαση σε τέτοια τρόφιμα, θα τα καταναλώνει συνεχώς καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, αλλά αυτό δεν αποτελεί υπερφαγία. Αν όμως έχει πρόσβαση σε αυτές τις τροφές μόνο για μία ώρα, μαθαίνει να εκμεταλλεύεται τον χρόνο και να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες», εξήγησε η Δρ. Ρεν.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι τα επεισόδια υπερφαγίας αύξησαν την επιθυμία για αναζήτηση τροφών πλούσιων σε λιπαρά και ζάχαρη, παρόλο που η ευχαρίστηση από την κατανάλωσή τους δεν αυξήθηκε.
«Αυτό υποδηλώνει μια αποσύνδεση μεταξύ του ‘θέλω’ και του ‘μου αρέσει’. Το φαγητό γίνεται πιο ελκυστικό, αλλά όχι αναγκαστικά πιο απολαυστικό. Αυτό ίσως εξηγεί γιατί οι άνθρωποι συνεχίζουν να καταναλώνουν μεγαλύτερες ποσότητες φαγητού ακόμα και όταν δεν το απολαμβάνουν πλέον, αλλά και γιατί είναι τόσο δύσκολο να σταματήσουν», επεσήμανε ο Δρ. Μάικ Κέντιγκ, συν-συγγραφέας της μελέτης.
Επιπλέον, η επισκόπηση διαπίστωσε ότι ζώα με ιστορικό υπερφαγίας είχαν περισσότερες πιθανότητες να επιμείνουν στην αναζήτηση τροφής ακόμα και υπό συνθήκες στρες, το οποίο συνήθως μειώνει την όρεξη. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει επειδή η αντίδραση του οργανισμού στο στρες μειώνεται μετά από παρατεταμένη κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε λιπαρά και ζάχαρη, κάτι που έχει παρατηρηθεί και σε ανθρώπους με διαταραχή υπερφαγίας.
«Το άγχος και το στρες συχνά συνδέονται με την υπερφαγία. Μια θεωρία υποστηρίζει ότι τα αγχώδη άτομα χρησιμοποιούν την υπερφαγία για να νιώσουν καλύτερα, όμως τα δεδομένα από μελέτες σε ζώα δεν το επιβεβαιώνουν αυτό. Ωστόσο, οι μελέτες σε ζώα υποδεικνύουν ότι αντί να ανακουφίζει το άγχος, η υπερφαγία ενδέχεται να εντείνει την τάση για υπερβολική κατανάλωση τροφής σε περιόδους στρες» εξήγησε ο Κέντιγκ.
Παρόλο που οι περισσότερες μελέτες σε ζώα δεν έδειξαν αύξηση βάρους, υπήρξαν μεταβολικές συνέπειες, όπως μεγαλύτερη λιπώδη μάζα, αυξημένα τριγλυκερίδια και αλλαγές στις ορμόνες όρεξης, που μιμούνται τα πρώιμα στάδια μεταβολικών ασθενειών.
Η Δρ. Ρεν τόνισε τη σημασία της αποτελεσματικής δημόσιας πολιτικής για τη ρύθμιση της προώθησης των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων.
«Είναι σημαντικό να μην σκεφτόμαστε μόνο πώς η διατροφή επηρεάζει τη φυσική μας υγεία, αλλά και πώς μπορεί να αλλάξει τον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά μας. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις επιλογές τροφίμων μας», δήλωσε.
«Τα καλά νέα είναι ότι αυτή η έρευνα μας δίνει τη δυνατότητα να παίρνουμε ενημερωμένες αποφάσεις για το τι και πώς τρώμε, ώστε να στηρίζουμε τόσο την ψυχική όσο και τη σωματική μας ευεξία. Κατανοώντας πώς τα διάφορα τρόφιμα επηρεάζουν τη διάθεση, την ενέργεια και τη γνωστική λειτουργία, μπορούμε να αναπτύξουμε μια πιο ισορροπημένη σχέση με το φαγητό» κατέληξε η ερευνήτρια.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Neuroscience and Biobehavioural Reviews».
ΠΗΓΗ: Medicalxpress
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Γίνε μέλος στο κανάλι μας στο Viber
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος