Η Καλλιόπη Χαραλάμπους, ιδρύτρια και διευθύντρια του Παιδικού και Εφηβικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας, ζει στο ρετιρέ, στην περιοχή των Ανακτόρων, σε ένα διαμέρισμα που έχει όλες τις αρετές του καλού γούστου. Το σπίτι της είναι ακριβώς όπως εκείνη: καθόλου επιτηδευμένο, καθόλου δήθεν, καθόλου στημένο. Είναι ανοιχτόκαρδο και φιλόξενο, απ’ αυτά τα σπίτια που σε κρατάνε και κάνουν τις ώρες να περνάνε χωρίς να το καταλάβεις.
«Φωτογραφίστε ό,τι θέλετε, κάντε ό,τι θέλετε» λέει με άνεση και βολεύεται στον καναπέ, σαν να έρχεται κάθε μέρα ένας φωτογράφος και να φωτογραφίζει το σπίτι της. Το παρατηρώ και γελάει. «Τι πρέπει να κάνω δηλαδή; Να λέω “όχι αυτό”, “όχι το άλλο”; Άπαξ και είπα να το κάνουμε, πρέπει να στηρίξω την επιλογή μου», λέει αφοπλιστικά.
Τη ρωτάω γιατί αποφάσισε να μείνει στην περιοχή των Ανακτόρων. «Όταν ζούσα στη Νέα Υόρκη», λέει, «είχα συνηθίσει να κάνω τα πάντα με τα πόδια. Για μένα είναι πολυτέλεια να μπορείς να πηγαίνεις παντού χωρίς αυτοκίνητο και να μη χάνεις χρόνο μέσα στην κίνηση», λέει. Τα πρώτα χρόνια που επέστρεψε στην Ελλάδα πήγε στην Κηφισιά, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι θα περνούσε τη μισή της ζωή σε ένα αυτοκίνητο.
«Όλα τα πράγματα που έχω στο σπίτι έχουν σύνδεση με κάτι συγκεκριμένο. Κράτησα απ’ το πατρικό μου τα στοιχεία που και τότε αγαπούσα, απ’ τα οποία έχω μνήμες χαράς».
«Κι έτσι», της λέω, «απαρνήθηκες το πράσινο της Κηφισιάς για το αστικό τοπίο». «Όχι ακριβώς, είμαι δίπλα στον Εθνικό Κήπο, που είναι μια μικρή ζούγκλα. Όταν ήρθαμε, βέβαια, το 2017, ο Εθνικός Κήπος ήταν στα χειρότερά του. Ήταν εγκαταλελειμμένος, δεν υπήρχε καν παιδική χαρά, αλλά παρ’ όλα αυτά αισθανόμουν ότι είχα πρόσβαση σε πράσινο και σε ελεύθερους χώρους, πολύ περισσότερο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κέντρου. Τον αγαπώ αυτόν τον κήπο, είναι η ήσυχη δύναμη της πόλης», λέει.


«Τα Ανάκτορα ωστόσο δεν έχουν το στοιχείο της γειτονιάς, τον φούρναρη, τον κρεοπώλη», παρατηρώ. Συμφωνεί, αλλά λέει πως έχουν άλλες αρετές. «Όπως;», ρωτάω. «Έχουν δύο διεξόδους. Αν γίνει το “μπραφ”, έχουμε τη δυνατότητα να φύγουμε προς τα πάνω ή προς το Μετς. Στις περισσότερες περιοχές έχεις μόνο μία επιλογή. Μ’ αρέσει αυτό γιατί σημαίνει ελευθερία». «Διέξοδος από τι; Ξέρεις κάτι που δεν ξέρουμε;», τη ρωτάω αστειευόμενη. «Το 2017», εξηγεί, «είχαμε την οικονομική κρίση και οι διαδηλώσεις ήταν πολύ συχνές. Το πώς θα φύγω όταν κλείνει το κέντρο ήταν ένα ζητούμενο στην επιλογή του σπιτιού». «Α, πες το έτσι και μας τρόμαξες!» της λέω και συνεχίζω την καζούρα.
Ένα δεύτερο θετικό είναι η ασφάλεια. Είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις ότι σχεδόν δεν χρειάζεται να κλειδώσεις την πόρτα και κοιμάσαι με το κεφάλι σου ήσυχο. Μου εξηγεί, ωστόσο, ότι δυστυχώς έχει αλλάξει ριζικά η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής των Ανακτόρων. «Τι έχει αλλάξει;» τη ρωτάω. «Οι άνθρωποι» απαντά. «Η περιοχή έχει γεμίσει κόσμο που κυκλοφορεί με αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια και μπράβους. Πρόκειται για κάτι περίεργους τύπους που τους φυλάνε επί 24 ώρες. Το 2017 δεν υπήρχε καθόλου τέτοιος κόσμος. Αυτό άλλαξε μετά τον Covid, που πουλήθηκαν πολλά διαμερίσματα. Εκείνη την περίοδο έγιναν και πολλές εργασίες και ανακαινίσεις και υπήρχε μια κινητικότητα στο real estate. Έχουν έρθει άνθρωποι που δεν θέλω να βρεθώ μαζί τους κάπου σκοτεινά. Όταν αλλάξω σπίτι, που θα αλλάξω σύντομα, αποφάσισα ότι δεν θα μείνω στην ίδια γειτονιά, όσο κι αν την έχω αγαπήσει. Νιώθω ότι έκλεισε ο κύκλος». «Τουλάχιστον μέχρι τα τζάμια», της λέω, «να μην είναι πια φιμέ». Συμφωνεί με γλυκόπικρο χαμόγελο.
«Έχεις όμως και ευκολία στο να αλλάζεις σπίτια» παρατηρώ, γνωρίζοντας και τα προηγούμενα σπίτια της. «Άλλαξα σε έξι χρόνια τέσσερα σπίτια. Δεν είμαι της μονιμότητας. Βαριέμαι εύκολα. Για μένα νέο σπίτι σημαίνει και νέα αρχή, νέα όλα». «Διαθέτεις όμως και μια ικανότητα στο να διαλέγεις σπίτια, στο να τα ξετρυπώνεις», παρατηρώ. «Όταν μπω σε ένα διαμέρισμα, πρέπει να μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου σ’ αυτό. Δεν ξέρω αν αυτό το ονομάζουμε ενέργεια του σπιτιού, αλλά υπάρχουν σίγουρα σπίτια που είναι σαν να μας κλείνουν συνωμοτικά το μάτι. Δεν ξέρω αν έχω ένστικτο ή ταλέντο στο να τα βρίσκω. Σ’ αυτό το τελευταίο νομίζω την πάτησα, δεν μου αρέσει πολύ», λέει εξομολογητικά.



Στα περισσότερα σπίτια σε αυτές τις παλιές αστικές πολυκατοικίες, μαθαίνω, η κουζίνα ήταν το δωμάτιο χωρίς φως, για να μη φαίνεται, σαν να ήταν κρυμμένη. Έτσι κι αλλιώς κάποιος άλλος μαγείρευε για τις οικογένειες. Δεν ήθελαν την κουζίνα μέσα στα πόδια τους. Έτσι, όταν ανακαινίζει σπίτια, το πρώτο που αλλάζει είναι να βάλει την κουζίνα σε κεντρικό σημείο. «Για μένα από την κουζίνα ξεκινούν όλα και εκεί καταλήγουν. Είναι το αγαπημένο μου δωμάτιο. Μαγειρεύω, δουλεύω, διαβάζω. Μ’ αρέσει να κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας, όχι στην τραπεζαρία που είναι πιο απρόσωπη. Το τραπέζι της κουζίνας είναι το family room, εκεί όπου συνδέεται η οικογένεια. Σ’ αυτό το σπίτι έκανα αλλαγές για να φέρω αυτό το τραπέζι εδώ και να γίνει η γωνιά μου έτσι όπως την ήθελα».
Τη ρωτάω αν της αρέσουν τα παλιά διαμερίσματα ή αν προτιμά τα μοντέρνα. «Παλιά και πάλι παλιά. Έχουν αυτή την ωραία πατίνα του χρόνου, την ενέργεια των πολλών ανθρώπων που έχουν ζήσει μέσα σε αυτά». Τα καινούργια τής φαίνονται απρόσωπα και άψυχα. Σαν προκάτ.
«Οι ανακαινίσεις», λέει, «θέλουν προσοχή, γιατί τα καταστρέφουν. Και σε αυτό το διαμέρισμα τα στοιχεία που με ενοχλούν είναι αυτά στα οποία έχουν επέμβει με ανακαίνιση και είναι σαν να ξέφτισε η αστική του υπεροχή».
«Σ’ αυτήν τη γειτονιά», μου λέει η Καλλιόπη, «τα σπίτια έχουν ακόμα θυρωρούς που συχνά ζουν και μέσα στην πολυκατοικία. Είναι πολύ ωραίο αυτό. Έχεις μια προσωπική σχέση. Ο τωρινός είναι ο κύριος Μάριος. Στον ελεύθερό του χρόνο διαβάζει ιστορία».





Τη ρωτάω για τη διακόσμηση, για το επιτυχημένο mix ’n’ match που έχει κάνει. Της άρεσε από πάντα να μπερδεύει τα παλιά με τα καινούργια έπιπλα. Έχει πάρει αρκετά έπιπλα από το πατρικό της. «Αυτό το κομό, ο μπουφές, η τραπεζαρία, είναι από το πατρικό μου. Άλλαξα μόνο τις καρέκλες. Όλα τα πράγματα που έχω στο σπίτι έχουν σύνδεση με κάτι συγκεκριμένο. Κράτησα απ’ το πατρικό μου τα στοιχεία που και τότε αγαπούσα, απ’ τα οποία έχω μνήμες χαράς. Τα ωραία τραπέζια που έκαναν οι γονείς μου, με τους μπουφέδες που μέσα κρατούσαν τα όμορφα σερβίτσια. Αυτή είναι μια ραπτομηχανή της προγιαγιάς μου», λέει. «Είναι σαν να έχω διασώσει και να κρατάω όλες τις καλές αναμνήσεις».
Ο καναπές της όμως είναι μοντέρνος, από το Living Divani, και λέγεται Casa Palma. «Σ’ αρέσουν τα design έπιπλα;», τη ρωτάω. «Ναι, αλλά όχι τα πολυφορεμένα. Δεν μ’ αρέσει το προφανές design, που μοιάζει σαν να το έχω βάλει στον χώρο για εντυπωσιασμό.
Να φανταστείς, θέλω να αλλάξω κάποια φωτιστικά που πήρα πριν από οκτώ χρόνια ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, γιατί έχουν πολυφορεθεί και μοιάζουν προφανή». «Tο φωτιστικό αυτό;» τη ρωτάω και της δείχνω ένα. «Όχι, αυτό είναι της εταιρείας flos και το αγαπώ, όμως αυτό εδώ, που είναι του Castiglioni, έχει γίνει κάπως σούπα».
«Έχεις επενδύσει και στην τέχνη» παρατηρώ. «Μ’ αρέσει πάρα πολύ να έχω έργα τέχνης, αλλά θέλω να γνωρίζω τους καλλιτέχνες. Να τους έχω συναντήσει, να ξέρω το ηχόχρωμα της φωνής τους, να ξέρω πράγματα γι’ αυτούς. Νιώθω ότι απ’ τη στιγμή που μπαίνουν τα έργα τους στο σπίτι μου, υπάρχει μια αέναη σύνδεση μαζί τους».
Έχει έργα του Φίλιππου Θεοδωρίδη, του Στέφανου Ρόκου, της Νικομάχης Καρακωστάνογλου. «Θυμάμαι ακόμα πώς ήρθαν τα έργα στο σπίτι. Τη λαχτάρα όταν τα περίμενα. Να διαλέξεις σε ποιον τοίχο θα ταιριάξει το καθένα. Αυτό της Νικομάχης», λέει και μου δείχνει ένα εντυπωσιακό κόκκινο λουλούδι, «ήταν έκπληξη του συζύγου μου για τα γενέθλιά μου πριν από τέσσερα χρόνια. Ξύπνησα και το βρήκα τοποθετημένο στο σαλόνι και ήταν τόσο γλυκό! Το λατρεύω. Έγινε ολόκληρη σκηνοθεσία για να το φέρουν την κατάλληλη στιγμή χωρίς να το καταλάβω. Έτσι, κάθε φορά που το κοιτάζω υπάρχει η έκπληξη και η χαρά που μου έδωσε». Παρατηρώ και δυο εντυπωσιακά μεγάλα κεραμικά έργα. «Είναι του Πάνου Βαλσαμάκη» λέει.



Τη ρωτάω αν μπαίνουν φίλοι στο σπίτι της, αλλά είναι ρητορικό το ερώτημα, αφού έχω παραβρεθεί σε πάρτι της, που χρόνια μετά παραμένει το πάρτι στο οποίο χόρεψα περισσότερο. «Ναι, έρχονται φίλοι. Είναι το καλύτερό μου. Να κάνω πάρτι, τραπέζια, συγκεντρώσεις. Αγαπώ και το art de la table αλλά και το μαγείρεμα. Θα κάνω συνήθως συνταγές της οικογένειάς μου. Ήταν Κασιώτες της Αιγύπτου. Στην Κάσο έχουν πολύ ιδιαίτερη κουζίνα. Το κασιώτικο φαγητό ήρθε στη ζωή μου απ’ την προγιαγιά μου και είναι το μόνο πράγμα που συνεχίζω με ευλάβεια. Είμαι πολύ ανοιχτή όταν κάνω κάλεσμα, σου λέω “έλα και φέρε όποιον θέλεις”. Αυτό είναι το νόημα της γιορτής και, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, δεν με δυσκολεύει να μαγειρέψω για τριάντα άτομα».
Τη ρωτάω πώς γίνεται να εργάζεται τόσο σκληρά και να τα προλαβαίνει όλα. Μου λέει ότι με σωστή οργάνωση μπορείς να τα προλάβεις όλα. Ό,τι υπάρχει πάντα χρόνος.

Το φεστιβάλ μετρά ήδη οκτώ χρόνια, έχει μεγαλώσει και διευρύνει τις δράσεις του. Πέρα απ’ το φεστιβάλ, σήμερα διευθύνει και έναν φορέα που κάνει εκπαίδευση στα μέσα, οργανώνει και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες με κοινωνικό πρόσημο και προωθεί τη συμπερίληψη στην κινηματογραφική τέχνη.
«Τι είναι για σένα το σπίτι όταν επιστρέφεις εδώ;» τη ρωτάω. «Το ησυχαστήριό σου;» «Κάθε άλλο», λέει, «και αυτό το σπίτι αλλά και το σπίτι στα Κύθηρα είναι για μένα σημείο για να μαζεύονται οι φίλοι».
«Και η γαλήνη πότε έρχεται;» τη ρωτάω. «Κυριακή πρωί είναι η αγαπημένη μου ώρα», λέει. Φτιάχνει καφέ, βάζει ΕΡΤ3 που έχει φανταστικές συναυλίες κλασικής μουσικής σε πολύ απρόβλεπτα μέρη στον κόσμο και είτε με ένα περιοδικό είτε με ένα καλό βιβλίο, χάνεται στον κόσμο της. Για την Καλλιόπη αυτός είναι ο ορισμός της προσωπικής γαλήνης. Φεύγω απ’ το σπίτι της με γαλήνια διάθεση, μέχρι που περνάω αφηρημένη τον δρόμο και μου κορνάρει επιδεικτικά ένα αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια.