Γιατί δεν κάνουν παιδιά οι Έλληνες;


— Πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε ότι η Ελλάδα έως το 2050 θα είναι μια χώρα γερόντων. Πώς το αξιολογείτε;
H Daisy Ashford, σε ηλικία 9 ετών, το 1890, έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Οι νεαροί Αιπισκέφτες» (μεταφέροντας την ορθογραφία του πρωτοτύπου «Τhe young visiters»). Το βιβλίο αρχίζει ως εξής: «Ο κύριος Σαλτίνα ήταν γέρος 42 ετών». Με τη δική της οπτική, η Ελλάδα έγινε χώρα γερόντων πολύ πριν γεννηθούμε. Αλλά, όπως κατέληξε μετά από δική του έρευνα το 1973 ο Γιώργος  Ζαμπέτας, «ο πενηντάρης είναι ο νέος της εποχής». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το γήρας υπάρχει κυρίως στο μάτι του θεατή.

Η έρευνα εξετάζει με φετιχιστικό τρόπο αριθμητικές προβολές που αποτυπώνουν τα αποτελέσματα δύο ξεχωριστών φαινομένων: πρώτον, ότι όλοι ζούμε περισσότερο και, δεύτερον, ότι μεταξύ 1955 και 1965 γεννήθηκαν περισσότερα παιδιά (της διαβόητης γενιάς του Πολυτεχνείου). Το πρώτο είναι ευπρόσδεκτη εξέλιξη, το δεύτερο αναπόφευκτη πραγματικότητα. Αν υπάρχει πρόβλημα, οφείλεται στην ακαμψία των στερεοτύπων που αντιμετωπίζουν την υπέρβαση μιας αυθαίρετης ηλικίας ως φετίχ. Επιβεβαιώνοντας τον Ζαμπέτα, στη Βρετανία γυναίκες 70 ετών το 2017 είχαν το ίδιο επίπεδο υγείας που είχαν γυναίκες 60 ετών το 1981.

Το δημογραφικό είναι πρόβλημα, επειδή, ενώ έχει αλλάξει ο κόσμος –ζούμε παραπάνω, με διαφορετικές δυνατότητες–, προσπαθούμε να συνεχίσουμε σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε.

— Τι θα μας απαντούσατε στο ερώτημα «γιατί οι Έλληνες δεν κάνουν παιδιά»;
Οι Ελληνίδες κάνουν όσα παιδιά θέλουν. Δεν υπάρχει σωστός αριθμός παιδιών. Αυτή την αλήθεια εφαρμόζουν γυναίκες από όλο τον κόσμο, μειώνοντας το μέγεθος των οικογενειών τους προκειμένου να τις ευθυγραμμίσουν με τις δικές τους δυνατότητες και τις δικές τους επιθυμίες. Κάθε μητέρα θέλει το καλό του παιδιού της. Αποτέλεσμα, τα λιγότερα παιδιά που προγραμματίζονται είναι πιο υγιή, πιο ευτυχισμένα και περισσότερο μορφωμένα. Μας θυμίζουν έτσι ότι η ποσότητα είναι μόνο μία συνιστώσα. Υπάρχει και η ποιότητα, που πολλές φορές είναι πιο σημαντική.  

cover
Πλάτων Τήνιος,
ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά

— Το δημογραφικό πρόβλημα στη χώρα μας είναι σοβαρό. Υπάρχουν λύσεις;
Αν χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, δεν φταίει ο τοίχος. Ομοίως, ένα φαινόμενο το οποίο δεν μπορείς να επηρεάσεις για τα επόμενα είκοσι ή τριάντα χρόνια, το παίρνεις ως δεδομένο. Δεν το αρνείσαι, αλλά προσαρμόζεσαι. Το δημογραφικό είναι πρόβλημα, επειδή, ενώ έχει αλλάξει ο κόσμος (ζούμε παραπάνω, με διαφορετικές δυνατότητες), προσπαθούμε να συνεχίσουμε σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε. Κάποιοι λένε ότι πάνω από τα μισά παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 2000 θα ζήσουν περισσότερο από 100 χρόνια. Ακόμη καλύτερα γι’ αυτά τα παιδιά, τα κερδισμένα τους χρόνια θα τα ζήσουν δραστήρια και σε καλή υγεία. Αυτό είναι πρόβλημα μόνο αν επιμένουμε να θεωρούμε ότι πρέπει να αποστρατευτούν σε σταθερή ηλικία, ωσάν να είχαν σταματήσει τα ρολόγια. Έτσι τους καταδικάζουμε σε «40 χρόνια περιθώριο» – ακόμη και αν, ως διά μαγείας, βρεθεί τρόπος να πληρώσουμε «40 χρόνια σύνταξη». 

— Δηλαδή;
Η μακροβιότητα θέτει θέματα προσαρμογής τόσο ατομικά, για τον καθένα μόνο του, όσο και συλλογικά για την κοινωνία. Τα προβλήματα δημιουργούνται στο μέτρο που δεν γίνεται προσαρμογή ή αυτή δεν γίνεται εγκαίρως. Υπό αυτή την έννοια, η δημογραφική πρόκληση (αυτό που αναφέρατε στην εισαγωγή για χώρα γερόντων) αφορά όχι τους σημερινούς γέροντες (όποιοι και να είναι αυτοί), αλλά τους μελλοντικούς. Με άλλα λόγια, για τη γήρανση πρέπει να φροντίσουν οι νέοι, αυτοί  που θα ζήσουν τα επιπλέον χρόνια.

Εκείνοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν θα βολεύονται πια με «καλές δουλίτσες» – διορίζεσαι στα 25, εισπράττεις τις τριετίες αμέριμνος και φεύγεις με καλή σύνταξη στα 55.

Σήμερα, η μέση καριέρα είναι μεγαλύτερη από το προσδόκιμο επιβίωσης των μεγάλων επιχειρήσεων:  σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο μέσος νέος εργαζόμενος θα αντιμετωπίσει επτά αλλαγές εργοδότη (ίσως και αντικειμένου). Αυτό επιβάλλει προγραμματισμό ζωής για τους νέους που να τους εφοδιάζει με ευελιξία και προσαρμοστικότητα, προκειμένου να διαχειριστούν τα απρόβλεπτα που τους επιφυλάσσει η ζωή.

Η ατομική προσαρμοστικότητα για να ευδοκιμήσει πρέπει να πλαισιώνεται με αντίστοιχη προσαρμογή σε νόμους, θεσμούς και νοοτροπίες (τη συλλογική προσαρμογή): τα πανεπιστήμια πρέπει να γίνουν παραπάνω από πάρκινγκ μετεφήβων. Η προαιώνια παράδοση των αιωνίων φοιτητών πρέπει να πάρει σάρκα και οστά, ξαναφέρνοντας τους αιωνίους μαζί με πτυχιούχους σε αμφιθέατρα και εργαστήρια για διά βίου κατάρτιση και μετεκπαίδευση. Οι χώροι εργασίας και τα εργασιακά δικαιώματα πρέπει να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα εργατικού δυναμικού με μεγάλη διασπορά ηλικιών. Οι κοινωνικοί και πολιτισμικοί θεσμοί πρέπει να φέρνουν τις διαφορετικές γενιές σε επαφή και συνεργασία.

— Επίσης, το δημογραφικό θεωρείται μεγάλο «αγκάθι» για το ασφαλιστικό. Ποιες πολιτικές απαιτούνται;
Πράγματι, ήταν ένα αγκάθι που το πάτησε πρώτη η Ελλάδα, αφού εξαιτίας των επιχορηγήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία διογκώθηκε το χρέος και χρεοκοπήσαμε το 2010. Έλεγαν από το 1994 ότι το ασφαλιστικό ήταν ωρολογιακή βόμβα. Ήταν, και γι’ αυτό έσκασε στα χέρια μας. Έχασαν κάποιοι υψηλοσυνταξιούχοι που πίστεψαν στις επίσημες διαβεβαιώσεις και είδαν τις συντάξεις τους να περικόπτονται κατά 60%. Οι μεγάλοι χαμένοι, όμως, ήταν όσοι δεν έφταιξαν καθόλου: ο μέσος εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα, του οποίου οι αμοιβές έπεσαν κατά 30% και, 15 χρόνια μετά, παραμένουν χαμηλότερες της αξίας τους το 2009.

Άρα, για εμάς (αλλά όχι για τη Γαλλία και την Ισπανία), οι μεγάλες αποφάσεις για το ασφαλιστικό βρίσκονται στο παρελθόν, έχουν ήδη ληφθεί. Αυτό πιστοποιείται από το ότι, ενώ η Ελλάδα προβλέπεται να έχει τη δεύτερη χειρότερη δημογραφική επιδείνωση, είναι η χώρα της Ε.Ε. που εμφανίζει τη μεγαλύτερη μείωση στις δαπάνες (δημόσιων) συντάξεων το 2050 (σύμφωνα με τις προβολές του Ageing Working Group της Ε.Ε.).

— Πώς καταφέραμε αυτό το θαύμα; 
Πρώτον, καταργώντας τα πάμπολλα χαριστικά όρια ηλικίας. Δεύτερον, ψηφίζοντας (αν και όχι ακόμα εφαρμόζοντας) τη σύνδεση ορίου ηλικίας με τη μακροβιότητα. Έτσι, το 2050 το σημερινό όριο ηλικίας των 67 θα έχει γίνει 72. Τρίτον, περιορίζοντας τη γενναιοδωρία των συντάξεων για λίγα χρόνια ασφάλισης και απαιτώντας πλήρες  ιστορικό πληρωμών για να αποδοθεί η ίδια σύνταξη όπως παλιά. Τέταρτον, μειώνοντας δραστικά την ασφαλιστική προστασία στους ελεύθερους επαγγελματίες. Αυτοί πληρώνουν μια μικρή υποχρεωτική εισφορά, η οποία όμως θα οδηγήσει σε μικροσκοπικές συντάξεις.

Τι σημαίνουν αυτά: ότι το ασφαλιστικό στην Ελλάδα δεν αναμένεται να είναι, όπως πριν από το 2016, πρόβλημα για τη βιωσιμότητα των δημόσιων συντάξεων. Για να μη μεταφραστεί αυτό σε φτώχεια συνταξιούχων απαιτείται να προσαρμοστεί η συμπεριφορά όλων μας με εθελοντικό τρόπο, προκειμένου να διασφαλιστούν δύο πράγματα: πρώτον, σημαντική αύξηση των ετών ασφάλισης και μείωση της απόκρυψης αποδοχών και δεύτερον, εθελοντική ασφάλιση των αυτοαπασχολουμένων.

Στο μέτρο που δεν επιβεβαιωθούν αυτές οι αισιόδοξες μεταβολές στη συμπεριφορά, το «ασφαλιστικό» θα μεταλλαχθεί από πρόβλημα βιωσιμότητας σε πρόβλημα επάρκειας. Αντί, δηλαδή, να έχουμε ελλειμματικά ταμεία, θα έχουμε φτωχούς συνταξιούχους και ελλείματα στον οικογενειακό προϋπολογισμό.

— Το 66% των οικονομικά ενεργών Ελλήνων (από 20 μέχρι 65 ετών) εργάζεται. Το αντίστοιχο ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας στη Σουηδία είναι 82%. Ποιο είναι το σχόλιό σας;
Θα ανησυχούσα τρομερά αν ήμουν Σουηδός, αφού δεν θα είχα περιθώριο προσαρμογής. Για να αυξηθεί περαιτέρω το 82% απαιτούνται είτε θαύματα στην ιατρική ή μαζική μετανάστευση.

Επειδή δεν είμαι Σουηδός, το πεδίο δράσης είναι σαφές: μεγαλύτερη ισότητα στις αμοιβές συν ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και κοινωνικές υποδομές προκειμένου να μην εξαιρούνται οι μητέρες από την απασχόληση. Καταπολέμηση στερεοτύπων, ισότητα στην κατάρτιση και κατάργηση αναχρονιστικών διατάξεων για την εργασία των ατόμων άνω των 50. Μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας – προκειμένου να μπορεί να εργάζεται καθένας και καθεμία όσο θέλει και όχι όσο βολεύει τον εργοδότη ή το συνδικάτο. Τέλος, μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για να βρίσκουν δουλειά γρήγορα οι νέοι και να μην απαξιώνονται οι δεξιότητες των μεγαλύτερων.

Το εντυπωσιακό είναι ότι η κάθε μία από τις κινήσεις παράκαμψης των προβλημάτων είναι επιθυμητή από μόνη της – ασχέτως δημογραφικού. Δικαίως επομένως θα έπρεπε να μας ζηλεύουν οι Σουηδοί.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.



Πηγή: www.lifo.gr