Τα άλλοτε κυρίαρχα κεντροδεξιά κόμματα της Ευρώπης βρίσκονται πλέον υπό ασφυκτική πίεση, καθώς ανερχόμενες λαϊκιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις επαναπροσδιορίζουν τους συσχετισμούς σε ολόκληρη την ήπειρο.
Όπως αναφέρει σε δημοσιευμά της η Wall Street Journal, πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες ανακατατάξεις στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Η ακροδεξία «καλπάζει» σε Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο
Στη Γερμανία, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια κυριαρχίας, προσπαθεί να κρατήσει τα ερείσματά της, ενώ το ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) εμφανίζεται για πρώτη φορά να προηγείται σε ορισμένες δημοσκοπήσεις.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι Συντηρητικοί, παραδοσιακά ένα από τα πιο εκλογικά επιτυχημένα κόμματα στην Ευρώπη, αρχικά ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Εργατικούς στις εθνικές εκλογές το 2024. Τώρα, κινδυνεύουν να τους ξεπεράσει δημοσκοπικά το νεοσύστατο ακροδεξιό μόρφωμα του Νάιτζελ Φαράτζ, Reform UK.
Παρότι πολλά κεντροδεξιά κόμματα παραμένουν στην εξουσία, η εκλογική τους φθορά είναι εμφανής. Φαίνεται να χάνουν ψήφους από τις πιο σκληρές εκδοχές της δεξιάς, εν μέρει λόγω της κοινωνικής δυσαρέσκειας για τη μετανάστευση και την οικονομική στασιμότητα που επικρατεί σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες.
Στη Γαλλία, το ακροδεξιό κόμμα Εθνικός Συναγερμός είναι πλέον η μεγαλύτερη δύναμη στην Εθνοσυνέλευση, την ώρα που οι Ρεπουμπλικάνοι περιορίζονται σε μόλις 48 από τις 577 έδρες. Στην Ιταλία, η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι κυβερνά από το 2022 με την υποστήριξη του κόμματός της, των Αδελφών της Ιταλίας, το οποίο έχει σαφώς εθνικιστικά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά.

Σε άλλες χώρες, η ακροδεξιά δεξιά έχει μετακινηθεί από το περιθώριο προς την καρδιά της πολιτικής εξουσίας: συμμετέχει πλέον σε κυβερνήσεις ή στηρίζει κυβερνητικούς συνασπισμούς σε Ολλανδία, Βέλγιο, Φινλανδία, Σουηδία, Κροατία, Σλοβακία και Ουγγαρία. Σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, πρόκειται για ραγδαία εξάπλωση των άλλοτε περιθωριακών δεξιών στοιχείων. Η τάση αποτυπώθηκε καθαρά και στις ευρωεκλογές του 2024, όπου τα ακροδεξιά κόμματα σημείωσαν σημαντικές νίκες.
Ο Νάιτζελ Φαράτζ η υπαρξιακή απειλή των Βρετανών συντηρητικών
Το Συντηρητικό Κόμμα του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Έχοντας χάσει την εξουσία από τους Εργατικούς, τώρα βλέπει το νεοσύστατο Reform UK να του παίρνει ψήφους και να απειλεί άμεσα την εκλογική του επιβίωση. Οι Τόρις ταλαντεύονται ανάμεσα σε τρεις στρατηγικές: να μιμηθούν το αφήγημα της ακροδεξιάς, να το αντιμετωπίσουν ανοιχτά ή να προχωρήσουν σε συνεργασία. Προς το παρόν, όμως, καμία από αυτές δεν φαίνεται να αποδίδει.
Η ενίσχυση της ακροδεξιάς, λένε οι αναλυτές, αποτυπώνει μια σταδιακή αποδιάρθρωση της εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς: δηλαδή το Κοινοβούλιο, την κυβέρνηση και τα κόμματα εξουσίας. Στη Γερμανία, η πρόσφατη πολιτική αστάθεια και η πρόωρη πτώση της προηγούμενης κυβέρνησης θεωρούνται ενδεικτικά αυτής της αποσύνθεσης.
Η υιοθέτηση της ρητορικής ή ορισμένων πολιτικών της ακροδεξιάς από κεντρώα κόμματα συχνά αποτυγχάνει. Για παράδειγμα, το 2016, ο Ντέιβιντ Κάμερον προκήρυξε δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. ώστε να κατευνάσει τους ευρωσκεπτικιστές των Τόρις, αλλά η κάλπη δεν του έδωσε το επιθυμητό αποτέλεσμα. και το έχασε. Έκτοτε, το κόμμα έχει περάσει από διαδοχικούς ηγέτες και φθίνει δημοσκοπικά.

Τώρα, το Reform UK κερδίζει έδαφος, συνδυάζοντας σκληρή ρητορική κατά της μετανάστευσης και της «πράσινης» πολιτικής με οικονομικές προτάσεις πιο παρεμβατικού χαρακτήρα, όπως η εθνικοποίηση της χαλυβουργίας. Έτσι, καταφέρνει να προσεγγίζει και παραδοσιακούς ψηφοφόρους της αριστεράς. Στις πρόσφατες τοπικές εκλογές, ξεπέρασε τόσο τους Συντηρητικούς όσο και τους Εργατικούς σε ορισμένες περιοχές.
Δημοσκόπηση της YouGov αυτή την εβδομάδα δίνει στο Reform UK 29% στην πρόθεση ψήφου, ενώ οι Συντηρητικοί υποχωρούν στο 17%. Αν οι τάσεις αυτές συνεχιστούν μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές του 2029, το κόμμα που για δεκαετίες θεωρείτο πολιτική σταθερά του Ηνωμένου Βασιλείου ενδέχεται να εξαϋλωθεί εκλογικά.
Η νέα ηγέτιδα των Τόρις, Κέμι Μπάντενοκ, δήλωσε ότι χρειάζεται χρόνος για να ανασυστήσει το κόμμα. Έχει αποκλείσει οποιαδήποτε σκέψη για συνεργασία με τον Φαράζ και προσπαθεί να διαμορφώσει πιο σκληρή γραμμή στο μεταναστευτικό.
Ωστόσο, αρκετοί στο εσωτερικό του κόμματος φοβούνται ότι το να κυνηγούν την ακροδεξιά προς τα δεξιά ενδέχεται να τους καταστρέψει. Φέρνουν ως παραδείγματα τον Πιερ Πουαλιέβρ στον Καναδά και τον Πίτερ Ντάτον στην Αυστραλία, που προσπάθησαν να υιοθετήσουν ακροδεξιά ατζέντα και όχι μόνο ηττήθηκαν, αλλά έχασαν και τις ίδιες τις έδρες τους.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τα κόμματα του πολιτικού κέντρου, είτε ανήκουν στην κεντροδεξιά είτε στην κεντροαριστερά, δεν επέλεξαν να υιοθετήσουν την ατζέντα της ακροδεξιάς. Αντιθέτως, επιχείρησαν να τη φρενάρουν μέσω ευρύτερων διακομματικών συνεργασιών. Όμως οι συμμαχίες αυτές, συχνά αποτελούμενες από ιδεολογικά ετερόκλητους εταίρους, αποδείχθηκαν εύθραυστες και με περιορισμένη λαϊκή αποδοχή.
Το ακροδεξιό AfD κερδίζει έδαφος στη Γερμανία
Στη Γερμανία, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, ο νέος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς χρειάστηκε δύο ψηφοφορίες για να εξασφαλίσει την έγκριση της Βουλής, παρά το γεγονός ότι ο συνασπισμός του είχε θεωρητικά άνετη πλειοψηφία. Ο Μερτς, πρόεδρος του CDU, ηγείται κυβέρνησης συνεργασίας με το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, μια δύσκολη εξίσωση με φόντο την ανοδική πορεία του AfD.

Το AfD ιδρύθηκε εν μέσω της κρίσης χρέους της ευρωζώνης ως ευρωσκεπτικιστικό κόμμα διαμαρτυρίας κατά των οικονομικών πακέτων βοηθείας σε χώρες της Ευρωζώνης. Έκτοτε, έχει εξελιχθεί σε μία από τις πιο σκληροπυρηνικές ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, με ανοιχτά αντιμεταναστευτική και αντιευρωπαϊκή ρητορική και φιλορωσική στάση.
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η άνοδος του AfD;
Την περασμένη εβδομάδα, μετά από πολυετή έρευνα, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος χαρακτήρισε επίσημα το AfD «εξτρεμιστικό κόμμα της δεξιάς», δίνοντάς της μεγαλύτερες αρμοδιότητες να το παρακολουθεί. Η απόφαση έχει προς το παρόν «παγώσει», καθώς εκκρεμεί προσφυγή του AfD στη δικαιοσύνη.
Η κίνηση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις εκτός Γερμανίας. Ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο καταδίκασαν δημόσια την απόφαση, χαρακτηρίζοντάς την «μεταμφιεσμένη τυραννία».
Η ιστορική μνήμη της ναζιστικής περιόδου εξακολουθεί να ρίχνει βαριά σκιά στη Γερμανία και καθιστά κάθε συζήτηση περί συνεργασίας με το AfD πολιτικά τοξική. Παρά τις πιέσεις που φέρεται να έχει ασκήσει η κυβέρνηση Τραμπ, ο Μερτς και οι Χριστιανοδημοκράτες επιμένουν στη διατήρηση του λεγόμενου «τείχους προστασίας». Πρόκειται για μία άτυπη συμφωνία μεταξύ όλων των υπόλοιπων κομμάτων να αποκλείουν το AfD από κάθε συμμετοχή στην εξουσία, τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Καθώς το AfD καταγράφει πρωτοφανή άνοδο στις δημοσκοπήσεις, στο εσωτερικό του CDU έχει ξεκινήσει μια δύσκολη και διχαστική συζήτηση. Το βασικό ερώτημα έχει ως εξής: πρέπει να διατηρηθεί το «τείχος» αποκλεισμού απέναντι στην ακροδεξιά, ή μήπως έχει έρθει η ώρα για επανεξέταση της στάσης αυτής;
Ο ιστορικός και επικεφαλής του συντηρητικού think tank Denkfabrik R21, Αντρέας Ρέντερ, υποστηρίζει ότι το CDU θα έπρεπε να εγκαταλείψει την άκαμπτη πολιτική απομόνωσης του AfD και να την αντικαταστήσει με «κόκκινες γραμμές», σαφείς προϋποθέσεις που θα πρέπει να τηρηθούν από την πλευρά του AfD για να υπάρξει ενδεχόμενο συνεργασίας.
Μια τέτοια μετατόπιση, λέει, θα μπορούσε να ενισχύσει τις πιο μετριοπαθείς τάσεις εντός του AfD και να προσφέρει στους ψηφοφόρους μια νέα εναλλακτική, μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια κυβερνήσεων τύπου «μεγάλου συνασπισμού» με ελάχιστες διαφοροποιήσεις στην πολιτική ατζέντα.

Ωστόσο, πολλοί αναλυτές θεωρούν πως είναι πλέον αργά για κάτι τέτοιο. Το AfD, το οποίο αυτή τη στιγμή προηγείται του CDU σε αρκετές μετρήσεις, δεν έχει λόγο να υποχωρήσει ή να αναθεωρήσει τη ρητορική του. Η ηγεσία του εμφανίζεται σίγουρη για την πολιτική της θέση και δεν δείχνει καμία διάθεση για συμβιβασμό.
Αντί να υιοθετήσει το ύφος και τα επιχειρήματα της ακροδεξιάς, ο Φρίντριχ Μερτς θα πρέπει να επικεντρωθεί στα βαθύτερα αίτια της ανόδου της, υποστηρίζει ο πολιτικός επιστήμονας Στέφαν Μάρσαλ από το Πανεπιστήμιο Χάινριχ Χάινε στο Ντίσελντορφ. Το μεταναστευτικό είναι το βασικότερο από αυτά.
Ο Μερτς έχει δεσμευθεί ότι από την πρώτη κιόλας ημέρα της διακυβέρνησής του θα αρχίσει τις απελάσεις των παράτυπων μεταναστών, στους οποιίους συμπεριλαμβάνει και τους αιτούντες άσυλο. Στόχος του, όπως έχει δηλώσει, είναι να μειώσει τη μετανάστευση στο μισό μέσα στα επόμενα χρόνια.
«Αν οι πολιτικοί επικεντρωθούν σε αυτά που πραγματικά απασχολούν τον κόσμο, τότε ίσως δούμε την υποστήριξη προς το AfD να μειώνεται σε βάθος χρόνου», λέει ο Μάρσαλ.
Με πληροφορίες από Wall Street Journal