«Δελφίνοι ή Καζιμίρ και Φιλιντόρ»: Ένα έργο για τη μόνιμη ήττα μας από τον χρόνο


Τι συμβαίνει σε ένα έργο που λέγεται «Οι Δελφίνοι», όπου δυο πρόσωπα, ο Καζιμίρ και ο Φιλιντόρ, αναμένουν την απόφαση για το ποιος από τους δύο θα γίνει ο μελλοντικός βασιλιάς; 

ΦΙΛΙΝΤΟΡ: Τι διαφορές έχουμε να λύσουμε;
ΚΑΖΙΜΙΡ: Δεν θέλουμε και οι δύο να γίνουμε ο βασιλιάς;
ΦΙΛΙΝΤΟΡ: Αυτό είναι ομοιότητα, δεν είναι διαφορά.

Όταν ζητώ από τον συγγραφέα του έργου και σκηνοθέτη Θωμά Μοσχόπουλο να μου μιλήσει για την παράσταση «Δελφίνοι ή Καζιμίρ και Φιλιντόρ» μια νέα παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, που θα παίζεται στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών έως την Κυριακή 25 Μαΐου, μου απαντά ότι είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα για τα οποία μπορεί να μιλήσει. «Είναι ένα έργο που πραγματικά κι εγώ δεν έχω ιδέα γιατί το έχω γράψει, μια περιπέτεια που ξεκίνησε στην καραντίνα, όταν είχα διαβάσει πάρα πολύ και ο χρόνος δεν περνούσε». 

«Αν πεις εσύ μαύρο, για να υπάρξω εγώ και να είμαι συστημικά σωστός, για να υπάρχει δράση ανάμεσά μας, πρέπει να πω άσπρο. Αν δεν συμβεί αυτό, βαλτώνουμε. Με τη διαφωνία δίνω χώρο, μια πάσα να πάει η συζήτηση παρακάτω, διαφωνούμε κάποιες φορές για να υπάρχουμε». 

Μόλις είχε ξαναδιαβάσει από την αρχή όλα τα έργα του Μπέκετ και όλα του Φεϊντό. Βρέθηκε να κάθεται μπροστά στον υπολογιστή και του ήρθαν δυο ονόματα, αυτά που έδωσε στους πρωταγωνιστές του έργου. Καζιμίρ είναι ένα πολωνικό, σλαβικό όνομα που σημαίνει «αυτός που καταπατά την ειρήνη». Φιλιντόρ είναι μια οικογένεια μουσικών που έχει βγάλει και έναν διάσημο σκακιστή. Ήθελε λοιπόν τα ονόματα αυτά, χωρίς πολλές εξηγήσεις, να σημαίνουν κάτι εκκεντρικό, κάτι παραμυθένιο, κάτι πολύ μακρινό, για να παίξει με τους φόβους του. 

«Αυτό που κατάλαβα εκ των υστέρων είναι ότι το ένα ημισφαίριο του εγκεφάλου απαντούσε σε αυτό που έπλαθε το άλλο. Δεν είχα σκοπό να γράψω ένα έργο, ήθελα να εκτονώσω κάτι που είχε να κάνει με τον φόβο και με αυτή την αίσθηση της ματαίωσης που ξαφνικά είχαμε εκείνη τη στιγμή της καραντίνας, την οποία εγώ εξομολογούμαι πως δεν την κατάλαβα ως πίεση∙ πέρασα καλά στην καραντίνα, προφανώς κατάπια τους φόβους μου γιατί εκ των υστέρων βγήκαν πολλά. Όταν το τέλειωσα, το έδωσα σε μερικούς φίλους μου, εκείνοι με ενθάρρυναν και είπα στον εαυτό μου ότι πρέπει να το εμπιστευτώ αυτό το γραπτό», λέει. 

Δεν είναι το πρώτο έργο που γράφει ο Θωμάς Μοσχόπουλος, έχει γράψει παιδικά πριν από αυτό, αλλά αυτό το έργο δημιουργήθηκε με μια διάθεση παιδική, στην οποία δεν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του πρώτα και τα γύρω του μετά. Όταν του είπε ο Αστέριος Πελτέκης τι θέλει να κάνει, το αποφάσισε. Ήδη το έργο είχε παιχτεί στο ραδιόφωνο, με τον Θάνο Λέκκα, τον Γιώργο Χρυσοστόμου και τον Θανάση Δήμου, αλλά όπως στον Μπέκετ ήθελε νεότερους ηθοποιούς, εδώ ήθελε μεγαλύτερους σε ηλικία να παίξουν αυτό το σκηνικό παιχνίδι.

Κυνηγώντας τον χαμένο χρόνο σε ένα έργο για την εξουσία Facebook Twitter
Στο έργο είναι διάχυτη η αίσθηση της απώλειας του χρόνου. Φωτ.: Mike Rafail

Στην ουσία πρόκειται για μια μελέτη για τον Μπέκετ, ένα παιχνίδι με το ύφος του, που ήταν για τον Μοσχόπουλο πολύ γνώριμο. Ήταν μια ανάγκη να μελετήσει σε βάθος κάποια πράγματα, αφού ακόμα και η μίμηση είναι ένας τρόπος να μάθεις. Έδωσε στον εαυτό του το περιθώριο να παίξει. 

Στο έργο υπάρχουν δυο άνθρωποι, δυο δελφίνοι που περιμένουν την απόφαση για το ποιος θα γίνει βασιλιάς από μια άγνωστη δύναμη, τον Κανονισμό − ξεκάθαρη αναφορά στον Μπέκετ, στην αναμονή και στην έννοια του χρόνου. «Αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο και ήρθε ως απότοκο της ματαίωσης του κορωνοϊού, είναι αυτό που λέει ο Καζιμίρ, “περιμένεις, περιμένεις, έχεις κάνει πράγματα για τη ζωή σου και μετά απογοήτευση”. Ο αέναος κύκλος του “επενδύω σε κάτι” που καταλήγει στο “επενδύω εγώ ή έχουν επενδύσει κάποιοι άλλοι σε εμένα;”» λέει.

Ανυπόμονος, ανασφαλής και αυταρχικός ο Καζιμίρ, πράος, ευγενικός και καλοσυνάτος ο Φιλιντόρ. Ή μήπως όχι; Ανάμεσά τους ένας υπηρέτης, υπεύθυνος για την ασφάλειά τους, φροντίζει ταυτόχρονα όλη τη διαδικασία της αναμονής. Πώς λειτουργεί όμως η αναμονή, όταν το μεγάλο ρολόι δίνει λάθος μηνύματα για τον χρόνο; Πότε θα φτάσει η μεγάλη απόφαση και ποιος από τους δύο δελφίνους είναι κατάλληλος για τον θρόνο; 

«Αυτοί οι χαρακτήρες περιμένουν και αντιτίθενται ο ένας στον άλλο. Ο ένας είναι σοβαρός, οργανωμένος και σωστός και ο άλλος είναι τρολ. Τελικά δεν καταλαβαίνουμε ποιος είναι ποιος, ποιος είναι πιο ευαίσθητος, πιο ευάλωτος. Η οποιαδήποτε βεβαιότητα καταλήγει σε απόλυτη αβεβαιότητα. Οτιδήποτε κι αν πω, ακόμα και εγώ, ότι είμαι, σε μισή ώρα θα είμαι κάτι άλλο. Είναι δυο χαρακτήρες παραβολικοί, που περιστοιχίζονται από άλλους ανθρώπους, φιγούρες που δεν ξέρουμε τι ρόλο παίζουν. Θα μπορούσαν να συμβολίζουν επτά φόβους ή επτά αμαρτίες, καθώς υπάρχει ένα συμβολικό επτά που διατρέχει όλο το έργο, με ανθρώπους που βρίσκονται σε διαρκή πίεση. Πιστεύω ότι τίποτα δεν αντέχει στη μεγάλη πίεση», λέει. «Σε αυτή την άχρονη αυλή όπου βρίσκονται, κρέμεται κάτι σαν μονόλιθος πάνω από το κεφάλι τους, που κανένας δεν ξέρει, ούτε μπορεί να προφέρει τι είναι. Συνειδητοποιούμε ότι η γλώσσα δεν φτάνει για να χαρακτηρίσει κανείς το μυστηριώδες σχήμα, το οποίο μπορεί να είναι ένας παντοδύναμος θεός που ο καθένας μπορεί να τον λέει όπως θέλει». 

Κυνηγώντας τον χαμένο χρόνο σε ένα έργο για την εξουσία Facebook Twitter
Για αυτό το έργο ο Θωμάς Μοσχόπουλος διάλεξε δυο ιστορικούς ηθοποιούς της Θεσσαλονίκης, τον Δημήτρη Ναζίρη και την Έφη Σταμούλη. Φωτ.: Mike Rafail

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος πραγματεύεται τα θέματα της εξουσίας και του ανταγωνισμού, σε ένα κείμενο που συνομιλεί ανοιχτά με τον Μπέκετ, τόσο σε επίπεδο γραφής όσο και σε επίπεδο περιεχομένου. Σε ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον όπου ενυπάρχει το στοιχείο της απειλής, περιμένουμε συνεχώς κάτι να συμβεί, ενώ οι χαρακτήρες συνομιλούν πασχίζοντας να επικοινωνήσουν. Μια επικοινωνία που σαμποτάρεται από λεκτικά παιχνίδια και κωμικές στιχομυθίες μέσα σε έναν διαρκή αγώνα επιβολής και… επιβίωσης. Η πάλη για εξουσία σταδιακά μετατρέπεται σε υπαρξιακή αγωνία, την ώρα που οι δύο δελφίνοι διανύουν μια διαδρομή πτώσης και έκπτωσης.

«Κατά κάποιον τρόπο, πρόκειται για το κυνήγι του ελέγχου, όχι απαραίτητα της εξουσίας, του ελέγχου της ζωής. Η ζωή δεν ελέγχεται, είναι απλό. Αυτό που έχεις να αγγίξεις είναι κάποιες στιγμές. Δεν υπάρχει περίπτωση να καταλάβεις γιατί ζεις, αλλά μπορείς να ζεις και να καταλάβεις ποιο είναι το νόημα της ζωής, που υπάρχει για να τη ζήσεις, όχι για να την καταλάβεις. Γράφοντας αυτό το έργο, αυτό που κατάλαβα είναι ότι σήμερα έχω μια καλύτερη σχέση με το παρόν», λέει. «Σήμερα κάπως έχω απομακρυνθεί από κάποια “πρέπει” που τα έχω φροντίσει αρκετά και, όπως έλεγε ένας φίλος, “αν δεν έχω αυτό που θέλω, θέλω αυτό που έχω”». 

Ακούγοντας τους ηθοποιούς να μιλούν, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι πρόκειται για ένα έργο για τον αντίλογο. Αυτός ο αντίλογος δημιουργεί και τον διάλογο του έργου, το παιχνίδι της αναμονής. Βλέπουμε πόσο διαφορετική είναι η αντίδραση των ανθρώπων απέναντι στο αναμενόμενο. Πόσο διαφορετικές είναι οι αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι στο οτιδήποτε και στον οποιονδήποτε. «Αν πεις εσύ μαύρο, για να υπάρξω εγώ και να είμαι συστημικά σωστός, για να υπάρχει δράση ανάμεσά μας, πρέπει να πω άσπρο. Αν δεν συμβεί αυτό, βαλτώνουμε. Με τη διαφωνία δίνω χώρο, μια πάσα να πάει η συζήτηση παρακάτω, διαφωνούμε κάποιες φορές για να υπάρχουμε», λέει.

Κυνηγώντας τον χαμένο χρόνο σε ένα έργο για την εξουσία Facebook Twitter
Φωτ.: Mike Rafail

Στο έργο είναι διάχυτη η αίσθηση της απώλειας του χρόνου. Οι ήρωες χάνουν μισή ώρα και πιστεύουν ότι εκεί βρίσκεται η λύση του προβλήματος, ότι σε αυτό το μισάωρο βρίσκονται οι απαντήσεις που ψάχνουν, πράγμα που συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον χρόνο σήμερα, ως κάτι συμπαγές και μαζί κάτι πολύ ρευστό. Αν και νομίζουμε ότι με την ταχύτητα θα προλάβουμε κάτι, δεν μπορούμε να νικήσουμε τον χρόνο.

Για αυτό το έργο ο Θωμάς Μοσχόπουλος διάλεξε δυο ιστορικούς ηθοποιούς της Θεσσαλονίκης, τον Δημήτρη Ναζίρη και την Έφη Σταμούλη. «Και με τους δύο έχουμε μια τρομερά αβίαστη επικοινωνία και συνδέονται με το παρελθόν μου», λέει. «Αφορούν και την επιστροφή μου στην πόλη όπου μεγάλωσα, την αναφορά μου σε ανθρώπους και πράγματα. Ξαφνικά βλέπεις κοινούς τόπους και συνδέεσαι με κάτι παλαιότερο, με την καλή έννοια, που έχει διάρκεια στον χρόνο και το σέβεσαι για την πορεία του».  

Ως σκηνοθέτης και δημιουργός φαντάζεται τα πράγματα με διπλούς όρους και δεν δέχεται να υπάρχει μια θέση συνώνυμη της βεβαιότητας. Όταν έγραφε το έργο, έκανε μια άσκηση ύφους και μελετούσε τις εσωτερικές συνδέσεις της φάρσας με το έργο του Μπέκετ. Δουλεύοντας σκεφτόταν πολύ τους ζωγράφους που αντιγράφουν πίνακες στα μουσεία. «Η αντιγραφή σε βοηθάει να καταλάβεις την εσωτερική δυναμική που κουβαλάνε τα πράγματα. Έμαθα πολλά και από τις μεταφράσεις, μιας και μιλάμε για αντιγραφή. Όταν πρέπει να μιλήσεις τη γλώσσα ενός κειμένου, αρχίζεις να καταλαβαίνεις τις εσωτερικές δυναμικές του. Σε βοηθάει να παίξεις και να βγάλεις ό,τι καταπιεσμένο έχεις, αφού η κοινωνική παιδεία, όπως έχει γράψει και ο Ολλανδός θεωρητικός της τέχνης Johan Huizinga στο “Homo Ludens”, είναι η πιο σημαντική γνώση για το πώς συμπεριφερόμαστε στους άλλους ανθρώπους. Κάτι από αυτό θέλω να φέρω σε αυτή την παράσταση, την πολύ μεγάλη περιέργεια που είχα πάντα για τα πράγματα. Εξάλλου παίζουμε θέατρο, δεν ιερουργούμε∙ το θέατρο είναι το ιερό του ανίερου».

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ

 



Πηγή: www.lifo.gr