ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 19 Ιουνίου βρεθήκαμε στην Αιδηψό, στο πλαίσιο του 4ου Evia Film Project, της πράσινης πρωτοβουλίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ξανά δυο ταινίες που συνθέτουν δυο διαφορετικές όψεις του ελληνικού καλοκαιριού, το υποψήφιο για βραβείο LUX Animal (2023) της Σοφίας Εξάρχου και την cult δημιουργία του Ράνταλ Κλάιζερ Summer Lovers (1982).
Kαι έτσι, όπως βολευόμασταν στις πλαστικές καρέκλες του θερινού «Απόλλωνα», θυμηθήκαμε ότι ο φεστιβαλικός προγραμματισμός μπορεί να έχει ΚΑΙ κριτική λειτουργία, καθώς μέσω των επιλογών αλλά και της σειράς παράθεσής τους προτρέπει το κοινό να δει τις ταινίες υπό ένα συγκεκριμένο πρίσμα. Αλλιώς παρακολουθείς το μεγάλο, φωτεινό καλοκαίρι του Summer Lovers, όταν έχει προηγηθεί ο εργασιακός ζόφος του Animal.
Έχοντας δει το Animal νωρίτερα, η μεγάλη ερωτική περιπέτεια και ο γοητευτικός φολκλορισμός του ελληνικού καλοκαιριού μας φαίνονται εικόνες απατηλές, ωστόσο συνεχίζουμε να πιστεύουμε σ’ αυτές, να εθελοτυφλούμε και να συνδράμουμε τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας.
To Αnimal ακολουθεί μια ομάδα ανιματέρ σε ένα all-inclusive τουριστικό θέρετρο στην Κρήτη. Οδηγός μας σε αυτό τον κόσμο, για τον οποίο θα έχουμε μάθει περισσότερα όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους –ένα επίτευγμα της ταινίας–, είναι η Κάλλια. Η ηρωίδα προσφέρει εδώ και χρόνια το σώμα της στην υπηρεσία του ελληνικού τουρισμού, που δεν είναι παρά ακόμα μια έκφανση της καπιταλιστικής μηχανής, αυτής που μας έπεισε για την αναπόδραστη φύση της, πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες και πείθοντάς μας να δώσουμε την ψυχή μας – το «animal» μετατρέπεται σε «anima» στους τίτλους αρχής- με αντάλλαγμα έναν μισθό, μια στέγη και τις επαγγελματικές συναναστροφές που λογαριάσαμε για παρέα.

Ομολογουμένως, σε αυτή τη δεύτερη προβολή εντοπίσαμε λίγη παραπάνω περιττολογία, ενώ ζητούμενο ήταν η επανάληψη, ωστόσο η ταινία διαθέτει μια εκστατική ερμηνεία από τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου, που σωματοποιεί την εξέλιξη του χαρακτήρα, και παραμένει μια φρέσκια ματιά στο ελληνικό καλοκαίρι από την πλευρά των εργαζομένων στον τουρισμό.
Κι αφού είδαμε κι αφομοιώσαμε την οπτική τους γωνία, μετά ήρθε η σειρά του τουριστικού βλέμματος, δηλαδή του Summer Lovers (1982), που ο υπογράφων είχε πρωτοδεί σε μια ασπρόμαυρη τηλεόραση 14 ιντσών στο εφηβικό του δωμάτιο, σε κάποια από τις λαθραίες, νυχτερινές κινηματογραφικές του αναζητήσεις. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης, συμπρωταγωνιστής στην ταινία, μάς υποδέχτηκε με βιντεοσκοπημένο μήνυμα, δηλώνοντας ευγνωμοσύνη για τη συμμετοχή του κι έπειτα ανέλαβαν δράση τα μάτια της Ντάριλ Χάνα, τα φρύδια του Πίτερ Γκάλαχερ, τα ηλιοβασιλέματα της Σαντορίνης, τα ηλιοκαμένα, γυμνά κορμιά –αμφιβάλλουμε αν τα βλέπουμε όλα με τη συγκατάθεσή τους, αλλά διώχνουμε γρήγορα τη μαύρη σκέψη– και, βέβαια, τη διαλεχτή tracklist.
Η ταινία είναι camp όχι απλά στο τετράγωνο, αλλά στον κύβο, διαθέτει, όμως, αυξημένο εγχώριο ενδιαφέρον, δίνει την ευκαιρία να δούμε τη Σαντορίνη του τότε, που σε λίγα διαφέρει από εκείνη του τώρα. Ίσως να έχει μερικά μαγαζιά εκσυγχρονισμένα, κάπως διαφορετική κατανομή της τουριστικής κίνησης, ίσως να είναι και λιγότερο γυμνή πια – παρά την τεράστια έκθεση και την εξοικείωση μας στη θέα του γυμνού κορμιού χάρη στον θαυμαστό κόσμο του διαδικτύου, μυστηριωδώς καταφέραμε να γίνουμε ακόμα πιο σεμνότυφοι.

Ναι, έχοντας δει το Animal νωρίτερα, η μεγάλη ερωτική περιπέτεια και ο γοητευτικός φολκλορισμός του ελληνικού καλοκαιριού μας φαίνονται εικόνες απατηλές, ωστόσο συνεχίζουμε να πιστεύουμε σ’ αυτές, να εθελοτυφλούμε και να συνδράμουμε τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας, να παριστάνουμε τους εραστές του καλοκαιριού και να αγνοούμε τον λογαριασμό, που πάντα μας βρίσκει το φθινόπωρο.
Κι αλίμονο αν αφορίσουμε τις εικόνες, κινούμενες και μη, τις έχουμε ανάγκη. Μέσα στις πρώτες, άλλωστε, τις κινούμενες, η Βαλερί Κενεσέν, το τρίτο μέρος της τριμερούς ερωτικής σχέσης στο φιλμ, μια ηθοποιός που έφυγε από τη ζωή λίγα χρόνια μετά, έμεινε για πάντα νέα κι όμορφη και ξαναζωντανεύει κάθε φορά που προβάλλεται σε κάποιο μέρος του πλανήτη το Summer Lovers, είτε αυτό συμβαίνει σε μια κρεβατοκάμαρα στην Ασουνσιόν, είτε σε ένα θερινό σινεμά της ξακουστής λουτρόπολης της Εύβοιας.