Άρρηκτα συνδεδεμένη με το Θέατρο του Ήλιου, η Μνουσκίν χρησιμοποίησε μια αυτοσχέδια μεθοδολογία από την οποία προέκυψε μια θεατρική πρακτική μοναδική και αξιοζήλευτη σε όλο τον κόσμο. Η αντίληψή της περί συλλογικότητας της δημιουργίας ήταν αυτή που έθεσε τα θεμέλια της δημιουργίας μιας νέας υποκριτικής φόρμας. Εδώ και έξι δεκαετίες κάθε σκηνοθετικός της θρίαμβος είναι αδιαχώριστος από αυτόν τον τρόπο εργασίας.
Από τις σημαντικότερες σκηνοθέτιδες της γενιάς της και μία από τις ελάχιστες γυναίκες που καταξιώθηκαν στην πρώτη γραμμή των Γάλλων ομοτέχνων της, αυτή η μεγάλη προσωπικότητα του σύγχρονου γαλλικού θεάτρου γεννήθηκε το 1939 στη Boulogne-sur-Seine, σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε ο κινηματογράφος, αφού ο Ρωσο-εβραίος πατέρας της, Αλεξάντρ Μνουσκίν, που κατέφυγε με τους γονείς του στο Παρίσι μετά τη Ρωσική Επανάσταση, ήταν γνωστός παραγωγός ταινιών. Με τη μητέρα της, την Αγγλίδα ηθοποιό June Hannen, που καταγόταν από οικογένεια ηθοποιών και καλλιτεχνών, χώρισαν όταν η Αριάν ήταν έφηβη. Η σχέση με τον πατέρα της, που μεταπολεμικά έγινε ένας από τους πιο επιτυχημένους παραγωγούς ταινιών ‒ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής Ariane Films‒ στη Γαλλία, είναι ίσως η πιο σημαντική στη ζωή της. Μέχρι τον θάνατό του το 1993 παρέμεινε στενός καλλιτεχνικός συνεργάτης της, βοηθώντας στη χρηματοδότηση του πρώτου της θεάτρου, ενώ η ίδια έχει πει πως «το μόνο πράγμα για το οποίο ήμουν απολύτως σίγουρη ήταν ότι ο πατέρας μου με αγαπούσε».
Caption
Με την Αριάν βρέφος, η οικογένειά της μετά την εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία κρύφτηκε, ενώ οι παππούδες της συνελήφθησαν, απελάθηκαν στο Ντρανσί και εξοντώθηκαν τελικά με αέρια στο Άουσβιτς. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η Μνουσκίν είναι από νεαρή ηλικία παθιασμένη ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους πρόσφυγες και τους εκτοπισμένους και τα θύματα των πολεμικών συγκρούσεων. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που έχει ανοίξει τις πόρτες της Cartoucherie σε πρόσφυγες και μετανάστες.
Ως νεαρή φοιτήτρια Λογοτεχνίας στη Σορβόννη ταξίδεψε στην Οξφόρδη, όπου σπούδασε Ψυχολογία για έναν χρόνο. Εντάχθηκε στη Δραματική Εταιρεία του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, όπου δούλεψε ως βοηθός του Κεν Λόουτς και του Τζον Mαγκράθ. Εκεί ερωτεύτηκε το θέατρο. Θυμάται: «Ήταν ένα βασίλειο, ένα νησί, ένας κόσμος που μπορούσε να μεταμορφωθεί, να αποσαφηνιστεί, να εναρμονιστεί, να αναλυθεί. Θυμάμαι ακόμα τη νύχτα που αποφάσισα ότι το θέατρο θα ήταν η ζωή μου».
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ενώ ακόμα ήταν φοιτήτρια, ίδρυσε την ATEP (L’Association Théâtrale des Étudiants de Paris/Θεατρική Ένωση Φοιτητών του Παρισιού), «αντίπαλο» της συντηρητικής θεατρικής εταιρείας της Σορβόννης, που έγινε αμέσως γνωστή για την πολιτική της δράση, δίνοντας διαλέξεις κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αλγερία. Συνέχισε τις θεατρικές της σπουδές στην École Internationale de Théâtre του Ζακ Λεκόκ και το 1964 ταξίδεψε στην Ανατολή. Eκεί ανακάλυψε καλλιτεχνικές πρακτικές και στυλ που επηρέασαν την αντίληψή της για το θέατρο. Στην Ανατολή γνώρισε πλούσιες μορφές τέχνης που της ήταν άγνωστες, είδη που την έκαναν να συνειδητοποιήσει την αξία της μεταφοράς τους στο θέατρο. Το ασιατικό θέατρο τη βοήθησε να ξεφύγει από την παγίδα του νατουραλισμού, να προχωρήσει στη συγχώνευση μιας ευρείας ποικιλίας μορφών τέχνης, δυτικών και μη.
Με την ομάδα των συμφοιτητών της από την ΑΤΕΡ ίδρυσαν τον θεατρικό συνεταιρισμό που εξελίχθηκε στο Θέατρο του Ήλιου ‒ κάθε μέλος συνεισέφερε 900 φράγκα. Το 1992 η Μνουσκίν εξήγησε στους «New York Times» πώς προέκυψε το όνομα: «Ψάχναμε για ζωή, φως, θερμότητα, ομορφιά, δύναμη, γονιμότητα». Εκείνη την εποχή κανένας δεν ήταν επαγγελματίας του θεάτρου. Η δραστηριότητα της ομάδας βασιζόταν στη συλλογική δουλειά, μέσα από την οποία προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα «δίκαιο θέατρο» με παγκόσμια προοπτική, το πιο όμορφο θέατρο του κόσμου, έναν τόπο ουτοπικό, ταυτισμένο με τη συνειδητοποίηση. Η ίδρυση του Θεάτρου του Ήλιου έγινε εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, ενώ έναν χρόνο αργότερα ο Σαρλ ντε Γκολ επανεξελέγη Πρόεδρος της Γαλλίας στις πρώτες εκλογές με άμεση λαϊκή ψήφο για το αξίωμα. Τρία χρόνια μετά άρχισαν οι μεγάλες απεργίες του 1968.
Η πρώτη τους παραγωγή ήταν οι «Μικροαστοί» του Μαξίμ Γκόρκι, το 1964-65. Η «Κουζίνα» («The Kitchen») ήταν η πρώτη τους επιτυχία, που πυροδότησε το ενδιαφέρον του κοινού, το οποίο μέσα σε μια νύχτα, ενθουσιασμένο από τη σκηνοθεσία, ανακάλυψε έναν νέο τρόπο προσέγγισης και δημιουργίας θεάτρου. Ο Arnold Wesker, ο Βρετανός συγγραφέας του έργου που έκανε πάταγο στο Λονδίνο, έδωσε τα δικαιώματα σε αυτό τον άγνωστο τότε θίασο ‒η Μνουσκίν σε πολλές συνεντεύξεις της αναφέρει πόσα του χρωστά‒ και το έργο ανέβηκε το 1967 στο σκηνικό του τσίρκου Μedrano στη Μονμάρτη ‒ το είδαν 63.400 θεατές. Χωρίς μόνιμη στέγη, ο θίασος, μέσα στη δίνη του Μάη του ’68, άρχισε να παίζει για απεργούς εργοστασίων και το 1970 το Θέατρο του Ήλιου δημιούργησε το «1789» που έκανε πρεμιέρα στο Piccolo Teatro στο Μιλάνο. Εκεί τους είχε προσκαλέσει ο Πάολο Γκράσι, ο οποίος από το 1968 έως το 1970 μετέτρεψε το Πίκολο σε στέγη διεθνών σκηνοθετών και ταλαντούχων νέων σκηνοθετών όπως ο Πατρίς Σερό και ο Kλάους Mίκαελ Γκρίμπερ. Στο Μιλάνο η Μνουσκίν γιόρτασε τα πενήντα χρόνια του Θέατρο του Ήλιου, στο Teatro Strehler, με την παράσταση «La ronde de nuit».

Caption
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, με τους συνοδοιπόρους της ανακάλυψαν μια πρώην στρατιωτική τοποθεσία, έρημη και απομονωμένη, ένα παλιό εργοστάσιο πυρομαχικών στο Bois de Vincennes, στα ανατολικά περίχωρα του Παρισιού. Η Cartoucherie, όπως ονομάστηκε, άνοιξε τον δρόμο ώστε το Θέατρο του Ήλιου να λειτουργήσει έξω από την παραδοσιακή έννοια του θεάτρου ως αρχιτεκτονικού θεσμού. Η επιλογή ήταν κρίσιμη σε μια εποχή που οι αστικοί μετασχηματισμοί στη Γαλλία άλλαζαν τη θέση του ανθρώπου στην πόλη και του θεάτρου μέσα σε αυτήν. Η Μνουσκίν και οι συνεργάτες της εγκαταστάθηκαν και άρχισαν να διαμορφώνουν τον χώρο ως τόπο διαβίωσης και εργασίας, ως ένα αρχιτεκτόνημα που έμοιαζε περισσότερο με καταφύγιο παρά με θεατρικό οικοδόμημα.
Ανέβασαν το «1789» που τους έφερε παγκόσμια αναγνώριση, τόσο λόγω της αισθητικής του όσο και λόγω της πολιτικής ατζέντας που προέκυψε από αυτό το αυτοσχεδιαστικό έργο, που είχε μια μαρξιστική ερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης και παράλληλα μια ποικιλία από δημοφιλή στυλ θεάτρου και μπρεχτικές τεχνικές. Οι μεταγενέστερες παραγωγές συνέχισαν να εξερευνούν τις δομές εξουσίας και την επιρροή τους στις ηθικές και συναισθηματικές συγκρούσεις. Για παράδειγμα, στο «Âge d’Or» του 1975 η Μνουσκίν χρησιμοποίησε την Commedia dell’Arte για να ρίξει μια ματιά στην πραγματικότητα της μετανάστευσης στη Γαλλία.
Η επιτυχία της Cartoucherie και του Θεάτρου του Ήλιου είναι ότι, παρά την απόστασή του απ’ όλες τις θεσμικές μορφές θεάτρου που κυριαρχούσαν και εξακολουθούν να κυριαρχούν στη γαλλική σκηνή, έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή θέατρα της Γαλλίας. Ένας δημοκρατικός χώρος, μέσα στον οποίο δημιουργούνται δημοφιλή και υψηλής ποιότητας θεατρικά έργα, ένα λαϊκό θέατρο ποιότητας. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα τόσο ως προς τον αριθμό των καλλιτεχνών που εργάζονται σε αυτό (πάνω από 70 άτομα τον χρόνο) όσο και ως προς την εθνική και παγκόσμια επιρροή του.
Η Αριάν Μνουσκίν περιχαράκωσε από την αρχή την ηθική της ομάδας, που βασίζεται σε θεμελιώδεις κανόνες: όλα τα επαγγέλματα αντιμετωπίζονται ισότιμα, όλοι έχουν τον ίδιο μισθό (με μικρές αποκλίσεις μεταξύ των νεοεισερχόμενων και των παλαιότερων μελών και της ίδιας) και ολόκληρος ο θίασος πρέπει να συμμετέχει στην ομαλή λειτουργία του χώρου και της διεξαγωγής των παραστάσεων (καθημερινή συντήρηση του θεάτρου, οι ηθοποιοί υποδέχονται το κοινό στις παραστάσεις). Πιστεύοντας στην κατάργηση του «τέταρτου τοίχου», το κοινό, φτάνοντας στο θέατρο, συχνά βλέπει τους ηθοποιούς να προετοιμάζονται, να βάφονται ή να φορούν τα κοστούμια τους μπροστά του. Στα ταξίδια τους ανά τον κόσμο η πολύμηνη εργασία τους παρουσιάζεται σε χώρους εκτός θεάτρων, δεν περιορίζεται σε μια τυπική σκηνή.