Η αριστοκρατική Μαριλένα και η τραχιά Μυρτιδιώτισσα όργωσαν τις ελληνικές θάλασσες, αφήνοντας το στίγμα τους


ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΠΟΠΛΟΥΣ (με υπότιτλο «Σαμιακών γραμμάτων και τεχνών περιήγηση»), στο τεύχος 103 αυτού του καλοκαιριού, βρίσκουμε, ανάμεσα σε άλλα, το δεύτερο μέρος ενός κειμένου για τις ακτοπλοϊκές συνδέσεις του νησιού «από την εποχή των ατμόπλοιων ως τη δεκαετία του 1960». Το υπογράφουν ο Μιλτιάδης Ε. Αναγνώστου και η Μαρία Δ. Χατζηανδρέου.

Προς το κλείσιμο του κειμένου, λίγο πριν απ’ τον επίλογο, διαβάζω: «Το πλοίο που κατέληξε σε Μαριλένα ήταν μια από τις πιο ακραίες περιπτώσεις, γιατί άρχισε από ένα κλασικό λορδικό σκάφος του 1911 και κατέληξε σε ένα σκάφος με διαστημικές καμπύλες το 1960. Ήταν επίσης ένα ιστορικό σκάφος. Κατασκευάστηκε ως γιοτ το 1911 στην Αγγλία με το όνομα Marynthea. Ήταν χωρητικότητας 880 τόνων και μήκους 64 μέτρων. Μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Emerald ως γιοτ του sir Arthur du Cros, ο οποίος έκανε με αυτό τον γύρο του κόσμου. Μετονομάστηκε περαιτέρω σε Conqueror όταν το απέκτησε ο Ηarry Gordon Selfridge (1857-1947), Αμερικανός ιδιοκτήτης των ομώνυμων βρετανικών πολυκαταστημάτων (για τον οποίο είχε προβληθεί και στην Ελλάδα η σειρά Mr Selfridge).

Κάποιος σχολιάζει ότι το Μυρτιδιώτισσα έπλεε πάντα σε «μυστικιστικά νερά», εννοώντας δύσκολες θάλασσες και πολύ σκληρά τοπία. Αυτό έρχεται κοντά και στη δική μου αίσθηση ενός καραβιού που είχε μέσα του κάτι τραχύ και ελάχιστα φιλικό.

Με το ίδιο όνομα υπηρέτησε ως βοηθητικό σκάφος στο βρετανικό πολεμικό ναυτικό στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1947 αγοράστηκε από την εταιρεία Λαμύρα των Ι. και Γ. Χαδούλη που το ονόμασε Πατρίς. Τον Γενάρη του 1948 νηολογήθηκε στην Άνδρο για λογαριασμό των Μαρή-Γουλανδρή και μετονομάστηκε σε Μαρή (Marie). Το 1949 αποκτήθηκε από την Ατμοπλοΐα Ευάγγελου Τόγια που το ονόμασε Κωστάκης Τόγιας και το έβαλε στη δεκαετία του ’50 σε γραμμές στο Ιόνιο, στις Κυκλάδες και στη Σάμο. Το 1960 το απόκτησε ο Λάζαρος Λαγάς και το ονόμασε Μαριλένα. Του έκανε μια ριζική μετασκευή από την οποία το σκάφος βγήκε αγνώριστο και στο σχήμα, αλλά και στο μηχανοστάσιο, όπου αφαιρέθηκαν οι ατμομηχανές και τοποθετήθηκαν μηχανές Diesel. Ως Μαριλένα έγινε γνωστό και στη Σάμο με δρομολόγια τη δεκαετία του 1960. Αποσύρθηκε το 1995, δηλαδή στην ηλικία των 84 ετών!»

Δυο καράβια των παιδικών χρόνων Facebook Twitter
Μια διαφημιστική αφίσα λύνει κάπως το μυστήριο. Κατά παράδοξο τρόπο δεν αναφέρει ούτε το Καρλόβασι Σάμου ούτε τη Λέρο, αλλά ένα πλήθος νησιών σε άλλες μέρες από αυτές της αρχικής του θητείας στη νότια Πελοπόννησο και στη θάλασσα των Κυθήρων.

Και συνεχίζει το κείμενο: «Ένα τελευταίο πλοίο που έκανε κι αυτό το κλασικό δρομολόγιο μια φορά την εβδομάδα στη δεκαετία του 1960 ήταν το Μυρτιδιώτισσα. Ναυπηγήθηκε το 1929 στη Γλασκώβη. Είχε χωρητικότητα 777 τόνων και μήκος 64 μέτρων. Η ταχύτητά του έφτανε τους 14-15 κόμβους. Πρώτος ιδιοκτήτης ήταν η David MacBrayne Ltd που το ονόμασε Lochness (η γνωστή λίμνη με το τέρας) και το έβαλε σε γραμμές της Σκωτίας. Το 1955 πουλήθηκε σε Ιταλική Εταιρεία που το ονόμασε Valmarina και το 1958 πουλήθηκε στη Λακωνική Ατμοπλοΐα του Σπύρου Μπιλίνη και ονομάσθηκε Μυρτιδιώτισσα. Έκανε επίσης γραμμές προς Πελοπόννησο και προς Δωδεκάνησα. Δόθηκε για διάλυση το 1973 στο Πέραμα».

Θυμάμαι το Μαριλένα. Αγνοούσαμε τις ιστορίες για την καταγωγή του, θυμάμαι μόνο πως βλέπαμε μια λεπτότητα αριστοκρατική, πως ήταν, κατά κάποιο τρόπο, πλοίο χαριτωμένο αλλά κάπως κρυόκωλο. Ναι, θα του ταίριαζε η ονομασία «λορδικό σκάφος», ή εκείνο το Εmerald, παρά τις μεγάλες αλλαγές από τους βαθύπλουτους Βρετανούς στον δικό μας αιγαιοπελαγίτικο εφοπλισμό.

Τώρα που έχω το ιστορικό του, μπορώ να καταλάβω καλά ότι η διάρκειά του στον χρόνο, αυτός ο διάπλους του εικοστού αιώνα, ταίριαζε στο Μαριλένα. Έμοιαζε με μια αειθαλή κυρία, από αυτές που είχαν ζήσει για λίγο και σε κάποια αποικία, στη Σουμάτρα ή στις Ινδίες, προτού ανακαλύψει τον ήλιο του Αιγαίου και τη φουρτούνα του Ικάριου Πελάγους ή Τσικνιά, όπως ήταν γνωστά τα ταραγμένα του νερά σε μας.

Δεν μπορώ όμως να ξεχάσω και το Μυρτιδιώτισσα. Στη μνήμη μου ήταν το κατεξοχήν καράβι της μεγάλης τρικυμίας, το βαπόρι που άντεχε το δεκάρι μποφόρ με τα ταλαιπωρημένα σώματά μας που σέρνονταν στα βρόμικα καταστρώματα ή στο σαλόνι με τα κάτωχρα πρόσωπα των παιδιών και των γέρων. Η αλήθεια είναι πως είχαμε κινδυνέψει με το Μυρτιδιώτισσα και πως με αυτό το καράβι πρέπει να είχαμε ταξιδέψει το 1968 για Λέρο, επίσκεψη στον τόπο εξορίας του πατέρα μας. Τώρα που μαθαίνω πως είχε κάποτε το όνομα Λοχνές, δικαιολογώ το ότι στην ανάμνησή μου το Μυρτιδιώτισσα έπλεε κατά κανόνα κάτω από μολυβένιους ουρανούς, γέρνοντας και τρίζοντας μέχρι εκεί που τρύπωνε ο πιο βαθύς μας φόβος.

Είχα την εντύπωση πως άντεξε περισσότερο από το 1973, πως κράτησε για λίγα χρόνια ακόμα, ως τις αρχές του ’80. Λάθος. Για μένα το Μυρτιδιώτισσα υπήρξε ένας εφιάλτης της παιδικής ηλικίας που γνώρισε το διαλυτήριο στο Πέραμα, γιατί δεν είχε κάτι από την ελαφράδα και την επιδεικτική αθωότητα ενός Μαριλένα.

Ψάχνοντας όμως παραπάνω το θέμα, διαπιστώνω πως το δικό μου πλοίο μικρή σχέση έχει με το Μυρτιδιώτισσα των άλλων: ο κύριος ελληνικός χώρος του καραβιού περιλάμβανε τη νότια Λακωνική, την Κυπαρισσία, τον Κάβο Μαλιάς. Μια διαφημιστική αφίσα λύνει κάπως το μυστήριο. Κατά παράδοξο τρόπο δεν αναφέρει ούτε το Καρλόβασι Σάμου ούτε τη Λέρο, αλλά ένα πλήθος νησιών σε άλλες μέρες από αυτές της αρχικής του θητείας στη νότια Πελοπόννησο και στη θάλασσα των Κυθήρων. Κάποιος, μάλιστα, σχολιάζει ότι το Μυρτιδιώτισσα έπλεε πάντα σε «μυστικιστικά νερά», εννοώντας δύσκολες θάλασσες και πολύ σκληρά τοπία. Αυτό έρχεται κοντά και στη δική μου αίσθηση ενός καραβιού που είχε μέσα του κάτι τραχύ και ελάχιστα φιλικό.



Πηγή: www.lifo.gr