Η εισαγωγή όπλων από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια, αλλά οι στρατιωτικές δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένουν ανεπαρκείς, σύμφωνα με νέα έκθεση του ινστιτούτου Bruegel.
Παρά τις προσπάθειες επανεξοπλισμού, η ΕΕ εξακολουθεί να παρουσιάζει σοβαρά κενά, ιδίως σε άρματα μάχης, αντιαεροπορικά συστήματα και επενδύσεις στην αμυντική καινοτομία.
Η έκθεση «Fit for war by 2030?», που παρουσιάστηκε την Παρασκευή από το Bruegel σε συνεργασία με το Kiel Institute for the World Economy, υπογραμμίζει πως η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία εξακολουθεί να εξαρτάται σε υπερβολικό βαθμό από τις ΗΠΑ, ιδίως σε τομείς όπως τα υπερηχητικά όπλα, τα μαχητικά επόμενης γενιάς, τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης και οι υπηρεσίες πληροφοριών.
Παρά τις επενδύσεις, η Ευρωπαϊκή άμυνα συνεχίζει να υστερεί
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η αξία των εισαγόμενων όπλων από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη αυξήθηκε από περίπου 3,1 δισ. ευρώ την περίοδο 2019–2021 σε 7,9 δισ. ευρώ την περίοδο 2022–2024. Παρότι έχουν σημειωθεί αυξήσεις σε διάφορα οπλικά συστήματα, ιδίως στο πυροβολικό, αυτές παραμένουν περιορισμένες σε σχέση με τη συνολική ζήτηση.
Ο Γκούντραμ Βολφ, senior fellow του Bruegel, ανέφερε πως «η Ευρώπη διαθέτει τη βιομηχανική ικανότητα να αυξήσει την παραγωγή αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού. Αυτό που είναι πιο ανησυχητικό είναι τα σύγχρονα οπλικά συστήματα, στα οποία έχουμε πολύ περιορισμένες δυνατότητες».

Η ΕΕ διέθετε το 2023 συνολικά 1.627 κύρια άρματα μάχης, ενώ σύμφωνα με την ανάλυση θα χρειαστεί από 2.359 έως 2.920 την επόμενη δεκαετία, ανάλογα με τα σενάρια απειλής. Στον τομέα της αντιαεροπορικής άμυνας, το 2024 καταγράφονται μόλις 35 λειτουργικές μονάδες συστημάτων όπως Patriot και SAMP/T, όταν οι ανάγκες υπολογίζονται σε τουλάχιστον 89 μονάδες.
ΗΠΑ και Κίνα επενδύουν πολύ περισσότερα στην πολεμική τεχνολογία
Η έκθεση προειδοποιεί ότι η επένδυση στην έρευνα και ανάπτυξη είναι κρίσιμη. Το 2023, η ΕΕ επένδυσε περίπου 13 δισ. ευρώ σε στρατιωτική R&D, έναντι 21 δισ. της Κίνας και 145 δισ. δολαρίων (129 δισ. ευρώ) των ΗΠΑ, με την τεράστια διαφορά να αντανακλά τον τεχνολογικό ανταγωνισμό.
Τον Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την πρωτοβουλία «Defence Readiness 2030», με στόχο τη συγκέντρωση έως και 800 δισ. ευρώ για την κάλυψη των σοβαρών ελλείψεων της ευρωπαϊκής άμυνας. Παράλληλα, το ΝΑΤΟ αναμένεται να καλέσει τα 32 κράτη-μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ έως το 2032 ή το αργότερο το 2035, στόχος που έχει ήδη χαρακτηριστεί «ανεδαφικός» από την Ισπανία.

Ωστόσο, η αύξηση των προϋπολογισμών δεν αρκεί. «Οι στρατιωτικές δαπάνες δεν μεταφράζονται αυτόματα σε στρατιωτική ισχύ, ειδικά όταν η αμυντική βιομηχανία είναι ήδη υπό πίεση», αναφέρουν οι ερευνητές. Χρειάζεται ενιαίο στρατηγικό όραμα και καλύτερος συντονισμός για την αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων.
Ο τομέας παραμένει κατακερματισμένος, καθιστώντας δύσκολη την κεντρική προμήθεια και τον συντονισμό. Η στρατηγική αναθεώρηση απαιτεί όχι μόνο χρηματοδότηση αλλά και αναβάθμιση της στρατιωτικής σκέψης. Όπως σημειώνει ο Δρ. Αλεξάντρ Μπουρίλκοφ του GLOBSEC GeoTech Center, «η πρόκληση δεν είναι μόνο η διανομή των κονδυλίων, αλλά και η επανακατάκτηση της ικανότητας να κατανοούμε τον πόλεμο με όρους σύγκρουσης ομοτίμων».
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι ακόμα και το σχέδιο των 800 δισ. ευρώ μπορεί να μην επαρκεί για την κάλυψη όλων των αναγκών, από την ανάπτυξη πυραυλικών συστημάτων και την προμήθεια αρμάτων μάχης έως την εκπαίδευση και τον εκσυγχρονισμό των στρατών της ΕΕ.
Με πληροφορίες από Euronews