Η Ιταλία «στρατιωτικοποιεί» τη γέφυρα της Σικελίας για να πιάσει τον στόχο του ΝΑΤΟ


Σε μια προσπάθεια να εμφανίσει αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες και να συμμορφωθεί με τον νέο στόχο του ΝΑΤΟ (5% του ΑΕΠ έως το 2035), η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι εξετάζει να εντάξει την κατασκευή της γέφυρας των 13,5 δισ. ευρώ πάνω από το στενό της Μεσσήνης στις «στρατηγικές επενδύσεις άμυνας».

Η γέφυρα, που αν ολοκληρωθεί θα είναι η μεγαλύτερη κρεμαστή στον κόσμο, αποτελεί εδώ και δεκαετίες ένα φιλόδοξο αλλά αμφιλεγόμενο έργο: από τη ρωμαϊκή εποχή και τον Μπενίτο Μουσολίνι έως τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, πολλές ιταλικές κυβερνήσεις ονειρεύτηκαν την ένωση της ηπειρωτικής Ιταλίας με τη Σικελία. Τώρα, οι υπουργοί και αναπληρωτές πρωθυπουργοί Αντόνιο Ταγιάνι (Εξωτερικών) και Ματέο Σαλβίνι (Υποδομών) επιχειρούν να το παρουσιάσουν ως εργαλείο άμυνας και όχι μόνο ανάπτυξης.

Η ιταλική κυβέρνηση έχει ήδη συμπεριλάβει τη γέφυρα σε έγγραφο του Απριλίου ως έργο «υπέρτερης δημόσιας σημασίας» και με στρατηγική αξία για την εθνική και διεθνή ασφάλεια, καθώς «θα διευκολύνει τη μετακίνηση των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων και των συμμάχων του ΝΑΤΟ». Στο ίδιο πλαίσιο, ζητεί να ενταχθεί η κατασκευή της και στο σχέδιο της Ε.Ε. για τη στρατιωτική κινητικότητα.

Παρότι επισήμως η περιοχή του στενού της Μεσσήνης δεν βρίσκεται στον μοναδικό διάδρομο στρατιωτικής κινητικότητας του ΝΑΤΟ που περνά από την Απουλία προς τα Βαλκάνια, Ιταλοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι η γέφυρα μπορεί να διευκολύνει τη μεταφορά βαρέων οχημάτων, στρατευμάτων και εξοπλισμού προς τη Μεσόγειο, ενισχύοντας έτσι την «στρατηγική ανθεκτικότητα» της χώρας.

Πολιτικά και οικονομικά οφέλη

Η ιταλική κυβέρνηση εξετάζει αν η ταξινόμηση του έργου ως «στρατιωτικής υποδομής» μπορεί να παρακάμψει τα τεχνικά και οικονομικά εμπόδια που το έχουν μπλοκάρει επί δεκαετίες: σεισμική επικινδυνότητα, υψηλό κόστος, αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Επισήμως, δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση, ωστόσο αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών παραδέχθηκε ότι η στρατιωτική ταξινόμηση θα μπορούσε να διευκολύνει τη χρηματοδότηση και να αδρανοποιήσει ενστάσεις από περιφέρειες.

Σύμφωνα με το νέο μοντέλο του ΝΑΤΟ, μόλις το 3,5% του ΑΕΠ των κρατών-μελών πρέπει να δαπανάται για τον σκληρό στρατό, ενώ το υπόλοιπο 1,5% μπορεί να καλύπτει έργα «στρατηγικής σημασίας». Στο πλαίσιο αυτό, η γέφυρα των 3,3 χιλιομέτρων μπορεί να εμφανιστεί ως στρατηγικό έργο, ακόμη και χωρίς άμεση στρατιωτική χρήση.

«Θα το πούμε γέφυρα Μπερλουσκόνι»

Ο υπουργός Εξωτερικών Ταγιάνι δηλώνει ανοιχτά ότι «η ασφάλεια είναι κάτι ευρύτερο από τα τανκς» και πως «η γέφυρα ενώνει την ηπειρωτική Ιταλία με τη Σικελία, μια περιοχή που αποτελεί νατοϊκή πλατφόρμα». Ο Σαλβίνι, που επιδιώκει να μετασχηματίσει τη Λέγκα από τοπικό σε εθνικό κόμμα, πιέζει έντονα για την επιτάχυνση των διαδικασιών και δηλώνει πως «η υποδομή είναι στρατηγική και υπό το πρίσμα της ασφάλειας».

Η κυβέρνηση ελπίζει να λάβει την τελική έγκριση τον Ιούλιο. Ο Σαλβίνι έχει ήδη προτείνει να ονομαστεί η γέφυρα «Γέφυρα Μπερλουσκόνι» – μια κίνηση που ήδη προκαλεί αντιδράσεις.

Η αντιπολίτευση θεωρεί το σχέδιο εμπαιγμό. Ο ευρωβουλευτής του Κινήματος 5 Αστέρων, Τζουζέπε Αντότσι, έκανε λόγο για «γελοιοποίηση της Ιταλίας σε διεθνές επίπεδο» και «παραβίαση των υποχρεώσεών μας στο ΝΑΤΟ». Κατηγορεί την κυβέρνηση ότι υποβαθμίζει τις πραγματικές ανάγκες της Νότιας Ιταλίας: «Οι κάτοικοι της Καλαβρίας και της Σικελίας χρειάζονται δρόμους, νερό και νοσοκομεία. Όχι μια γέφυρα για τα μάτια του ΝΑΤΟ».

Το κατά πόσο το ΝΑΤΟ –και ιδίως ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, γνωστός για την αγάπη του στα κατασκευαστικά μεγα-projects– θα αποδεχθεί αυτόν τον πολιτικό συμβολισμό, μένει να φανεί. Προς το παρόν, στο πρόσφατο ΝΑΤΟϊκό συνέδριο στη Χάγη, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν σχολίασαν επίσημα. Απλώς… γέλασαν.

Με πληροφορίες από Politico



Πηγή: www.lifo.gr