Ένα ακραίο κύμα ζέστης, διάρκειας δύο εβδομάδων, χτύπησε τον Ιούλιο τη Νορβηγία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία, με θερμοκρασίες που ξεπέρασαν τους 30°C και σε κάποιες περιοχές έφτασαν για πρώτη φορά τόσο ψηλά. Η Φινλανδία κατέγραψε 22 συνεχόμενες ημέρες πάνω από 30°C – το μεγαλύτερο θερμό καλοκαίρι στην ιστορία της. Ακόμη και στον Αρκτικό Κύκλο της Νορβηγίας, οι θερμοκρασίες ξεπέρασαν τους 30°C για 13 μέρες.
Σύμφωνα με ανάλυση του World Weather Attribution, η κλιματική αλλαγή που προκαλείται από τον άνθρωπο έκανε αυτόν τον καύσωνα τουλάχιστον 10 φορές πιο πιθανό και περίπου 2°C πιο ζεστό σε σχέση με έναν κόσμο χωρίς την αύξηση θερμοκρασίας κατά 1,3°C. Αν δεν μειωθούν γρήγορα τα ορυκτά καύσιμα, παρόμοια φαινόμενα αναμένεται να γίνουν πέντε φορές πιο συχνά έως το 2100.
Η θερμότητα αυτή πίεσε τα συστήματα υγείας, προκάλεσε πυρκαγιές, τοξικά άνθη φυκιών και αύξησε τους πνιγμούς, ενώ οι επιστήμονες εκτιμούν ότι πιθανόν στοίχισε εκατοντάδες ζωές λόγω θερμοπληξίας.
Επιπτώσεις σε ανθρώπους, φύση και παραδοσιακές κοινότητες
Ο καύσωνας αποκάλυψε πόσο ευάλωτες είναι ακόμη και οι πιο κρύες χώρες στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Η υπερβολική ζέστη γέμισε τα νοσοκομεία, δυσκόλεψε τις συνθήκες εργασίας και προκάλεσε αϋπνία στους κατοίκους.
Η ζέστη έσπρωξε ακόμη και ταράνδους μέσα στις πόλεις, αναζητώντας σκιά, απειλώντας την επιβίωσή τους και πλήττοντας τους Σάμι, τους ιθαγενείς κτηνοτρόφους ταράνδων της περιοχής, των οποίων η παράδοση ξεπερνά τα 1.000 χρόνια.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι η υποδομή και τα κτίρια στις σκανδιναβικές χώρες δεν είναι σχεδιασμένα για τέτοιες θερμοκρασίες, και ότι η γήρανση του πληθυσμού αυξάνει τον κίνδυνο για θερμοπληξία. Παρά τη βελτίωση στην ετοιμότητα από τον καύσωνα του 2018, χρειάζονται ακόμη πιο άμεσα μέτρα προσαρμογής.
Με πληροφορίες από euronews