Μια εξόρμηση στα νησιά αλά παλαιά


Τακτοποιώντας και ψηφιοποιώντας ένα απέραντο πλήθος φωτογραφιών που μαζεύτηκε μέσα στα χρόνια (τυπώματα, αρνητικά, slides), έπεσα πάνω σ’ έναν φάκελο που έγραφε: «Φωτό από καράβια, λιμάνια, πλήθος». Ανάμεσα στις αχρονολόγητες φωτογραφίες που περιείχε, ξεχώρισα μία. Λένε ότι μία εικόνα ίσον χίλιες λέξεις. Εντάξει, ισχύει αυτό, ίσως όμως και οι λέξεις να έχουν τη μικρή ή μεγάλη σημασία τους. Κινητοποιούν τη μνήμη, φωτίζουν περιοχές που δεν απεικονίζονται, εμπλουτίζουν την καταγραφή με πρόσθετα στοιχεία και μας επανασυνδέουν (έστω για λίγο) με τη χαμένη γοητεία του γραπτού λόγου.

Της γραφής, δηλαδή, που τόσο υποφέρει από τη λαίλαπα της ανορθογραφίας, της ασυνταξίας, των συντμήσεων, των συντομογραφιών και των συμβολοεικονιδίων. Ταυτόχρονα, η (συγ)γραφή χαρίζει στιγμές απόδρασης –σε όσους τις αναζητούν, βέβαια– από την κατά μόνας εμμονική, ατέρμονη, άσκοπη θέαση κάθε λογής εικόνων και πληροφοριών που εμφανίζονται στα πανέξυπνα κινητά (ώρες-ώρες έχω την εντύπωση –για να μην πω την πεποίθηση– ότι βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από την άνευ όρων σιωπηλή παράδοσή μας σε καθεστώς βουβής επικοινωνίας).

Εν πάση περιπτώσει. Η συγκεκριμένη φωτογραφία ανέσυρε στην επιφάνεια οριακά ξεθωριασμένες αναμνήσεις από τα καλοκαιρινά ταξίδια, κάποτε: στα χρόνια τα φοιτητικά, αλλά και λίγο μετά από αυτά. Δηλαδή, στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Τότε που φεύγαμε χαλαροί για τα νησιά (κυρίως τις Κυκλάδες) κι αυτά μας περίμεναν ήρεμα και αμόλυντα, μακριά από τη σύγχρονη αγοραία μετάλλαξή τους σε κερδοφόρες επιχειρήσεις.

Μπορεί το ταξίδι να ήταν μακρύ για τα «ξεχασμένα» νησιά της άγονης γραμμής, να διάβαζες ένα ολόκληρο βιβλίο, ν’ αποζητούσες μια βουτιά στο νερό που μονάχα το έβλεπες διαρκώς δίπλα σου, να κόλλαγε το αλάτι στο ιδρωμένο δέρμα, αλλά δεν βαριέσαι, είχε την πλάκα του.

Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, ένα μικρό χρονικό μιας «παλαιού τύπου» καλοκαιρινής εξόρμησης, εστιάζοντας σε μερικές πρωταρχικές φάσεις της: προετοιμασία, αναχώρηση, ταξίδι, και ας κάνουμε τις συγκρίσεις με τις τρέχουσες συνθήκες. Μετά το τέλος του ταξιδιού και την άφιξη στον τελικό προορισμό, ξεκινούν πολλές και διαφορετικές ιστορίες, με πάμπολλες ξεθωριασμένες φωτογραφίες να τις συνοδεύουν.

Τα ταξίδια στα νησιά, κάποτε… Facebook Twitter
Ο απαραίτητος εξοπλισμός περιλάμβανε για τον καθένα: σακίδιο, sleeping bag, μαλακό υπόστρωμα σε ρολό, φακό, πολυμορφικό σουγιά, πλαστικό σχοινί, ρακέτες, μάσκα, κάνα δυο βιβλία, αλοιφές για τσιμπήματα (εντόμων, μεδουσών), σκόνη πλυσίματος ρούχων Roll. Ορισμένοι φορτώνονταν τις σκηνές και αναλάμβαναν να φέρουν γκαζάκι, κατσαρολικά, φαρμακείο, απωθητικό φιδόσχοινο. Φωτ.: Γαύδος Χανιά Κρήτη/ Facebook

Και πρώτα-πρώτα ο καθορισμός της ομάδας, της παρέας. Η σύσταση των μελών της έπρεπε να εγγυάται την ήρεμη έκβαση των διακοπών, χωρίς εντάσεις, διαφωνίες, αντιθέσεις. Συνήθως, φίλοι από την τελευταία τάξη του σχολείου μετά τις εξετάσεις για τα ΑΕΙ και τα ΚΑΤΕΕ, συμφοιτητές, ξαδέλφια, ζευγάρια «υπό δοκιμή». Το λιγότερο δύο άτομα, το περισσότερο έξι έως οκτώ. Μεγαλύτεροι αριθμοί δεν εγγυόνταν τη συνεννόηση και συνύπαρξη των μελών της παρέας. Η ποσόστωση αρσενικών – θηλυκών μάλλον αποτελούσε το πιο κρίσιμο θέμα…

Για κάποιο διάστημα πριν από την αναχώρηση, γινόντουσαν ορισμένες συναντήσεις της ομάδας προκειμένου να προσδιοριστεί ο τόπος (ή οι τόποι) προορισμού. Ως εκ τούτου, πληροφορίες/διηγήσεις φίλων, γνωστών και συγγενών μεταφέρονταν, ο θρυλικός ετήσιος τόμος «Διακοπές» έπεφτε πάντα στο τραπέζι, πρωτόλειοι χάρτες μελετιόντουσαν, θετικά και αρνητικά κάθε τόπου έμπαιναν στο ζύγι: διάρκεια ταξιδιού, μέγεθος νησιού, τρόπος μετακίνησης, παραλίες, δυνατότητα ελεύθερης κατασκήνωσης χωρίς κυνήγι από αστυνομία, αξιοθέατα, άλλα κοντινά νησιά κ.λπ. Και, βέβαια, καθοριστικό ρόλο στην τελική απόφαση έπαιζε ο συγκερασμός των διαφορετικών προτιμήσεων των μελών της ομάδας: άλλοι επιθυμούσαν μόνο άραγμα και μπάνιο, άλλοι είχαν διάθεση και για ολίγη κουλτούρα –κυρίως αρχαιολογικού ή αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος–, άλλοι προέτασσαν φυσιολατρικές αναζητήσεις, κάποιοι ήταν αδιάφοροι ή ανοιχτοί σε όλα. Βροχή έπεφταν οι προτάσεις, κάποια στιγμή καταλήγαμε.

Το είδος της διαμονής, η διάρκεια και τα οικονομικά. Αλληλένδετες παράμετροι που, όμως, δεν δημιουργούσαν πρόβλημα. Κατά βάση, επικρατούσε το τρίπτυχο: α) ύπνος έξω, σε sleeping bags ή σκηνή, χύμα στην παραλία ή σε κάμπινγκ. Για δωμάτια δεν το πολυσυζητούσαμε, εξάλλου έβρισκες επιτόπου χωρίς να χρειάζεται να κλείσεις από πριν, β) διάρκεια τουλάχιστον μια βδομάδα, κατά προτεραιότητα μέσα στον Ιούλιο, καθότι δεν είχε πολύ κόσμο (θέλαμε και την ησυχία μας…) και γ) πρόβλεψη για λίγα χρήματα, γι’ αυτό το είδος διακοπών.

Τα ταξίδια στα νησιά, κάποτε… Facebook Twitter
Κατά βάση, επικρατούσε το τρίπτυχο: ύπνος έξω, σε sleeping bags ή σκηνή, χύμα στην παραλία ή σε κάμπινγκ. Φωτ.: Ελπισία Σπαθάρη/ LIFO

Η ζωή στα νησάκια ήταν σχετικά φτηνή και οι παροχές οι απολύτως αναγκαίες, χωρίς εκζήτηση. ΑΤΜ δεν υπήρχαν τα πρώτα χρόνια (αργότερα τοποθετήθηκαν, νομίζω αρχικά μόνο της Εθνικής), οπότε αν ξεμέναμε από λεφτά, θα σηκώναμε από λογαριασμό του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (τότε, ήταν η μόνη τράπεζα που είχε υποκαταστήματα ακόμα και στα απόμακρα νησιά της άγονης γραμμής). Εννοείται, μιλάμε μόνο για μετρητά. Πιστωτικές δεν φώλιαζαν ακόμη στα πορτοφόλια μας. Ας διευκρινίσω, επίσης, πως προαγορά εισιτηρίων ή τυχόν προκαταβολή εξόδων διαμονής (δωμάτια, κάμπινγκ κ.λπ.) και, βέβαια, η σημερινή δυνατότητα όλ’ αυτά να γίνονται ηλεκτρονικά απ’ το σπίτι μας –με πλήρη πρόσβαση σε πληροφορίες και ευκολίες– ήταν άγνωστος τόπος.

Ο απαραίτητος εξοπλισμός περιλάμβανε για τον καθένα: σακίδιο, sleeping bag, μαλακό υπόστρωμα σε ρολό, φακό, πολυμορφικό σουγιά, πλαστικό σχοινί, ρακέτες, μάσκα, κάνα δυο βιβλία, αλοιφές για τσιμπήματα (εντόμων, μεδουσών), σκόνη πλυσίματος ρούχων Roll. Απαραιτήτως γυαλιά ηλίου, ενώ τα αντηλιακά δεν τα συμπαθούσαμε. Τα ρολόγια αποφεύγονταν (είχα χάσει ένα στο φοινικόδασος του Βάι). Ραδιοφωνάκια ποτέ, καθότι θέλαμε την ησυχία μας, μακριά από ειδήσεις κ.λπ. Χάρτη του νησιού και ταξιδιωτικό οδηγό προμηθευόμασταν επιτόπου (εφόσον κυκλοφορούσαν…). Ορισμένοι φορτώνονταν τις σκηνές και αναλάμβαναν να φέρουν γκαζάκι, κατσαρολικά, φαρμακείο, απωθητικό φιδόσχοινο.

Καλές φωτογραφικές μηχανές (αναλογικές, DSLR, που άλλαζαν φακούς) διέθεταν ένας-δυο ολίγον «ψώνια» με την τέχνη της φωτογραφίας. Τα γνωστά φιλμ του εμπορίου (KODAK, FUGI, AGFA, 36άρια) ήταν ακριβά (εκτός κι αν ήταν ασπρόμαυρα χύμα), οπότε κάθε λήψη διαλεγόταν και στηνόταν προσεκτικά. Όχι σπάνια, υπήρχε κι ένας κιθαρίστας με την κιθάρα του. Όσο για κινητά, ούτε κατά διάνοια. Η τηλεφωνική επικοινωνία με τα σπίτια μας ήταν συντομότατη («όλα καλά, γεια») και γινόταν καθ’ όλη την απουσία μας μια-δυο φορές το πολύ, από τηλεγραφείο, ΟΤΕ, καφενείο ή παντοπωλείο (αδιανόητη τότε η σημερινή τακτικότατη και live επικοινωνία με τη «βάση». Αλήθεια, σε τι βαθμό εξάρτησης/ελέγχου έχει οδηγήσει η τεχνολογία τις νέες γενιές…).

Αυτοκίνητα δεν είχαμε –πολλοί δεν είχαν καν δίπλωμα–, αλλά και να υπήρχε η δυνατότητα, αποκλείαμε το ενδεχόμενο να επιβιβαστούμε εποχούμενοι, θέλοντας να απομακρυνθούμε από αστικά στερεότυπα, μια εποχή που διατηρούσε ακόμα μια αύρα νεανικής ορμής και αμφισβήτησης. Οι μετακινήσεις μας στα νησιά θα γίνονταν με τα πόδια και με το αστικό λεωφορείο, ένα είδος magic bus, συνήθως σε άθλια κατάσταση αλλά… «φιλότιμο». Οι παρέες των μηχανόβιων ήταν μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση, με τους δικούς της κώδικες και γνωρίσματα.

Τα ταξίδια στα νησιά, κάποτε… Facebook Twitter
Αναμφισβήτητα, η ζωή στα καταστρώματα ήταν το «πραγματικό» ταξίδι. Φωτ.: Πάνος Εξαρχόπουλος

Την ημέρα του ταξιδιού, συνήθως χαράματα, δίναμε ραντεβού στον σταθμό του Ηλεκτρικού στον Πειραιά. Φτάναμε εκεί με έναν συρμό όλοι, στο τελευταίο βαγόνι, καθώς περνούσε από τις διάφορες στάσεις που αντιστοιχούσαν στον τόπο κατοικίας κάθε μέλους της παρέας. Από τον σταθμό –όπου πειράζαμε ο ένας τον άλλον μήπως ξέχασε κάτι αναγκαίο– κατευθείαν στην πύλη αναχώρησης, για να εντοπίσουμε το καράβι μας (τη λέξη «πλοίο» δεν την πολυχρησιμοποιούσαμε). Λευκό, σκούρο μπλε, πράσινο, κίτρινο, ακόμα και κόκκινο, ήταν τα λαμπερά χρώματα που κυριαρχούσαν στα μεγάλα, σιδερένια σκαριά. Στην αποβάθρα πιάναμε κουβέντα με άλλες παρέες και ανταλλάσσαμε πληροφορίες. Μερικοί είχαν ξαναπάει στους προορισμούς, οπότε και εκμυστηρεύονταν με ύφος έμπειρου ταξιδευτή tips και «μικρά μυστικά».

Η επιβίβαση στο καράβι γινόταν από την μπουκαπόρτα του γκαράζ των αυτοκινήτων. Το πολύχρωμο, ζωηρό, κατά βάση νεανικό πλήθος που είχε εν τω μεταξύ συγκεντρωθεί −συμμαθητές, συμφοιτητές, φίλοι, φρικιά, γηγενείς και τουρίστες, ζευγαράκια και παρέες, όλοι γελαστοί αν και βαριά φορτωμένοι με τα λογής-λογής συμπράγκαλα– μοιραζόταν στις δύο πλαϊνές σκάλες και ανέβαινε βιαστικά προς τους «ορόφους»/καταστρώματα. Τα ψηλότερα, με την άπλετη θέα και τον περισσότερο ελεύθερο χώρο, ήταν τα πλέον περιζήτητα και, ως εκ τούτου, γινόταν πραγματική μάχη για να τα προλάβουμε. Άλλη, ταυτόχρονη μάχη ήταν αυτή της εξασφάλισης καθισμάτων. Ντανιασμένα σε στήλες, σε διάφορα σημεία, τελείωναν εξαιρετικά γρήγορα. Αρχικά, είχαν μεταλλικό σκελετό (που σκούριαζε, βέβαια, εύκολα) και πλαστικό κάθισμα-πλάτη σε διάφορα χρώματα, ενώ αργότερα η γνωστή εξ ολοκλήρου πλαστική και πανάλαφρη καρέκλα εξαπλώθηκε σαν επιδημία.

Πολλοί προσπαθούσαν να εγκατασταθούν στα πιο σκιερά μέρη του καραβιού (εκτιμώντας τη βασική κατεύθυνση της ρότας) ενώ αρκετοί –ξένοι, κυρίως– στήνονταν αντίκρυ στον ήλιο για μια πρώτη φάση μαυρίσματος∙ ο ήλιος έκαιγε και τότε, και με τον συνεχή αέρα του ταξιδιού καιγόσουν πριν το καταλάβεις. Όσοι διάλεγαν να κάτσουν στα πλάγια, ακούμπαγαν τα πόδια τους στα σωληνωτά, άσπρα κάγκελα και μπορούσαν, ακόμα και ανάμεσά τους, να χαζεύουν τη θάλασσα, το κύμα, τον αφρό. Η στρωματσάδα στην πυρακτωμένη, φρεσκοβαμμένη λαμαρίνα ήταν επίσης μια ωραία εμπειρία. Κάτι σαν το Woodstock, χωρίς τη μουσική. Ξάπλα, πάνω στα sleeping bags, στις πετσέτες ή τις ψάθες, έπαιρνες έναν ωραίο υπνάκο έτσι όπως λικνιζόταν το καράβι, αλλά δεν ήταν για πολύ. Ψηνόσουν κι έψαχνες –μάταια– για σκιά…

Τα ταξίδια στα νησιά, κάποτε… Facebook Twitter
Mικρό ήταν το τίμημα του πολύωρου ταξιδιού μπροστά στην άφιξη και την απόλαυση του τελικού προορισμού. Φωτ.: Γαύδος Χανιά Κρήτη/ Facebook

Την προστασία από τον καυτό ήλιο εξασφάλιζαν τα εκτεταμένα στέγαστρα των καταστρωμάτων, κατασκευασμένα από μεταλλικό σκελετό (σωλήνας πάντα) με επικάλυψη από πλαστικά φύλλα, κυματιστά ή επίπεδα. Ο θόρυβος, όμως, που έκαναν τα φύλλα ήταν εκκωφαντικός, μέρα-νύχτα, καθώς χτυπιόντουσαν αδυσώπητα από τον αέρα πάνω στα σίδερα του σκελετού. Κάποια στιγμή το συνήθιζες. Μετά το μεσημέρι, όμως, και ιδίως τη νύχτα, έκανες τον καλύτερο ύπνο κάτω από τ’ αστέρια. Όποιος –συνήθως άμαθος από θαλασσινά ταξίδια– είχε «κατασκηνώσει» κάτω απ’ το φουγάρο, εκτός από τον πηχτό μαύρο καπνό, είχε ν’ αντιμετωπίσει και την αφόρητη θερμότητα που εκπεμπόταν από τις λαμαρίνες σ’ εκείνη την περιοχή.

Στα «σαλόνια» –απλοί χώροι με σταθερά καθίσματα, τραπεζάκια, τηλεοράσεις που σπανίως έπιαναν κάποιο κανάλι και μπαρ/κυλικεία με τα στοιχειώδη– πηγαίναμε μόνο για να πάρουμε καφέ (φρέντο δεν υπήρχε), χυμό και κάτι φαγώσιμο ή σε περίπτωση που κάποιος είχε ζαλιστεί. Τα σαλόνια τα προτιμούσαν κυρίως οι οικογένειες με πιτσιρίκια, τα «κυριλέ» ζευγάρια και οι «κυριλέ» παρέες, αρκετοί που έπαιζαν ασταμάτητα χαρτιά, ταξιδιώτες μεγαλύτερης ηλικίας και νησιώτες που πηγαινοέρχονταν για τις δουλειές τους.

Μια ωραία στιγμή, στην αρχή σχεδόν κάθε ταξιδιού, ήταν όταν μια παρέα γλάρων μάς ακολουθούσε για αρκετή ώρα, ξεπροβοδίζοντάς μας καθώς αφήναμε πίσω μας το λιμάνι του Πειραιά. Τους πετάγαμε μπισκότα («Μιράντα» ή «Petit Beurre») και τα γλαροπούλια ή τα έπιαναν αριστοτεχνικά στον αέρα ή έκαναν επιτόπια αναστροφή και εφορμούσαν στο νερό, καταλήγοντας με τρομερή ακρίβεια στο σημείο όπου επέπλεε η νοστιμιά. Ενόσω το καράβι ήταν δεμένο, ανεβοκατέβαινε στα καταστρώματα κι ένας φιστικάς ντυμένος στα λευκά (αυτοαποκαλούνταν «ο τσάκα τσούκας»), που πούλαγε φιστίκια, πασατέμπο κ.λπ. για να περνάει η ώρα στο ταξίδι.

Εν πάση περιπτώσει, αλλάζαμε συχνά θέσεις, ανάλογα με την ώρα, τον ήλιο και τις συνθήκες (πολυκοσμία, φασαρία, σκουπίδια κ.λπ.). Άλλοτε όρθιοι, άλλοτε καθιστοί, άλλοτε βολτάραμε για να ξεπιαστούμε, άλλοτε ανεβαίναμε μέχρι τη γέφυρα να δούμε τον καπετάνιο. Ακόμα, ακουμπισμένοι στις φαρδιές ξύλινες κουπαστές, ατενίζαμε την απέραντη θάλασσα, τις ακατοίκητες νησίδες που προσπερνούσαμε και, βέβαια, τα λιμάνια όπου κάναμε στάση, μετρώντας πόσοι έβγαιναν και πόσοι έμπαιναν στο καράβι.

Τα ταξίδια στα νησιά, κάποτε… Facebook Twitter
Ίσως η πιο δυσάρεστη κατάσταση να ήταν όταν το καράβι έφτανε στον προορισμό του κι άρχιζε το στριμωξίδι και η αργή πορεία των ταξιδιωτών προς την έξοδο. Φωτ.: Πάνος Εξαρχόπουλος

Ίσως η πιο δυσάρεστη κατάσταση να ήταν όταν το καράβι έφτανε στον προορισμό του κι άρχιζε το στριμωξίδι και η αργή πορεία των ταξιδιωτών προς την έξοδο. Πολλές φορές, μάλιστα, κάποιοι έχαναν τον δρόμο, μπερδεύοντας σκάλες και διαδρόμους, ιδιαίτερα όταν το πλήθος ήταν υπολογίσιμο και το καράβι μεγάλο. Η δε ανυπόφορη μυρωδιά του γκαράζ –απ’ όπου και πάλι αποβιβαζόμασταν στην αποβάθρα– έδινε προς στιγμήν την ψευδαίσθηση ότι ξαναγυρίσαμε στην πόλη.

Αναμφισβήτητα, η ζωή στα καταστρώματα ήταν το «πραγματικό» ταξίδι. Εκεί βρισκόσουν σε διαρκή επαφή με το πέλαγος και τον ορίζοντα, απολάμβανες τον ήλιο και την καθαρή νυχτιά, χαιρετούσες τα κοντινά ιστιοπλοϊκά, άκουγες τους ποικίλους ήχους του πλοίου, με χαρακτηριστικότερον αυτόν της μπουρούς όταν πλησιάζαμε λιμάνι. Στα καταστρώματα διασκέδαζαν έντονα οι παρέες, τα τσιγάρα και οι μπίρες είχαν την τιμητική τους, κιθάρες και τραγούδια αντηχούσαν, εκεί ξεκινούσαν φιλίες και έρωτες.

Μπορεί το ταξίδι να ήταν μακρύ για τα «ξεχασμένα» νησιά της άγονης γραμμής (26 ώρες κάναμε να φτάσουμε στην Τήλο με τον «Μιαούλη», πάνω σ’ ένα κατάστρωμα φορτωμένο με ζωντανά πουλερικά), να διάβαζες ένα ολόκληρο βιβλίο, ν’ αποζητούσες μια βουτιά στο νερό που μονάχα το έβλεπες διαρκώς δίπλα σου, να κόλλαγε το αλάτι στο ιδρωμένο δέρμα, αλλά δεν βαριέσαι, είχε την πλάκα του.

Εξάλλου, μικρό ήταν το τίμημα του πολύωρου ταξιδιού μπροστά στην άφιξη και την απόλαυση του τελικού προορισμού. Ως εκ τούτου, θα τα θυμόμαστε πάντα αυτά τα μακρόσυρτα ταξίδια.

Προφανώς, ακόμα και σήμερα γίνονται παρόμοια ταξίδια –έτσι, δηλαδή, όπως τα περιγράψαμε παραπάνω–, τηρουμένων κάποιων αναλογιών. Είναι όμως γεγονός ότι μετά από τους δικούς μας «νεανικούς» πλόες, όταν γενικώς όλα άρχισαν να «χαλάνε» (να χάνουν, δηλαδή, βίαια την αυθεντικότητά τους χάριν της ανάπτυξης), εμφανίστηκαν και τα ταχύπλοα, κλειστού τύπου πλοία. Χωρίς καταστρώματα (μόνο κάτι «μπαλκονάκια» για τσιγάρο), με πολυτελή ντιζαϊνάτα σαλόνια και λουξ καμπίνες, εργονομικά καθίσματα, πλακάκια γρανίτη και επενδύσεις, μπαρ με όλα τα καλά, κλιματισμό, τεράστιες τηλεοράσεις (για να μην μπορείς να ξεχάσεις τους «ήρωες» της αστικής καθημερινότητας), Wi-Fi, ηλεκτρονικά παιχνίδια για μικρούς και μεγάλους, πλατφόρμες ενημέρωσης/πληροφόρησης σε real time για την πορεία του πλοίου και άλλες ταξιδιωτικές/τουριστικές πληροφορίες κ.λπ.

Τα ταξίδια στα νησιά, κάποτε… Facebook Twitter
Φωτ.: Πάνος Εξαρχόπουλος

Σε ένα περιβάλλον όπου ο μόνιμος φυσικός περίγυρος, η θάλασσα, είναι το λιγότερο ορατό στοιχείο. Όπου το ατημέλητο ντύσιμο, τα σακίδια, η υπαίθρια συμπεριφορά, οι μπίρες και ο χαβαλές δεν «κολλάνε», σε αντίθεση με το περιποιημένο look, τα τσαντάκια, τα αρώματα, τις βαλίτσες με ροδάκια. Και ναι μεν το ταξίδι είναι πολύ πιο σύντομο, δροσερό και «ευπρεπές», τίποτα, όμως, δεν σηματοδοτεί τη «διακοπή» από την προηγούμενη κανονικότητα και τη μετάβαση σε μια νέα, ανεπιτήδευτη κατάσταση. Με το κινητό πάντα στο χέρι και όλες τις σύγχρονες ανέσεις να προσφέρονται αφειδώς, η αστική συνθήκη συνεχίζει να μας (παρ)ακολουθεί. Και μόνο οι ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα σού θυμίζουν έξαφνα ότι, μάλλον, βρίσκεσαι εν πλω.

Γιατί έτσι «πρέπει» να τα ζούμε όλα, πλέον, και στο ταξίδι και στα νησιά: ως αδιάφοροι επισκέπτες-καταναλωτές, υποτονικοί και ανυποψίαστοι, και όχι ως αυτάρκεις ταξιδευτές-περιηγητές, ζωηροί και υποψιασμένοι.



Πηγή: www.lifo.gr