Σημείο βρασμού | LiFO


ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ καύσωνες όπως αυτός των τελευταίων ημερών είναι σαν εκείνους τους «παλιούς» του 20ου αιώνα, τότε που ο κλιματισμός ήταν είδος πολυτελείας (και για αρκετούς ανθρώπους, παραμένει) ή πρόκειται για ένα νέο, μεταλλαγμένο και «αποκαλυπτικό» είδος υπερβολικής ζέστης, ενισχυμένο από την κλιματική αλλαγή.

Το βέβαιο είναι ότι αντέχεται όλο και λιγότερο, αλλά αυτό έχει κυρίως να κάνει με την ηλικία (μου). Κάτι που ήταν πάντα αναμενόμενο, αν θυμηθώ τους γονείς μου να παραπονιούνται για τη ζέστη κάποιον αρχαίο Ιούλιο και τη γιαγιά μου σε ακόμα πιο δυσμενή θέση να χτυπιέται απελπισμένα με την βεντάλια μέχρις εξαντλήσεως (της ίδιας, της βεντάλιας της, αλλά όχι φυσικά και της ζέστης, η οποία δεν υποχωρούσε με τίποτα).

Ήταν φανερό ότι ο καύσωνας ήταν βαριά κατάρα για τους μεγαλύτερους στην ηλικία. Η μάνα μου έλεγε ότι όσο μεγάλωνε άντεχε πιο εύκολα το κρύο από τη ζέστη – μια φράση που την ακούω όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια από συνομήλικους.

«Μέσα σ’ αυτή τη ζέστη, κάθε παραπανήσια κίνηση ήταν μια προσβολή στο κοινό απόθεμα της ζωής», λέει, μέσω του αφηγητή του, ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στον «Μεγάλο Γκάτσμπι».

Εμένα μου άρεσε πάντως (κάποτε) αυτή η αποπνικτική όσο και απελευθερωτική συνθήκη, οι νωχελικοί αλλά όχι ακριβώς χαλαροί ρυθμοί που επέβαλλε ο Καύσωνας (κατώτερος και πιο εποχικός θεός της επικαιρότητας από τον Εγκέλαδο, αλλά σχεδόν εξίσου προβεβλημένος), η ζωή σε αργή κίνηση, η πνιγηρή και απόκοσμη υφή των πάντων, η επικράτηση μιας εκεχειρίας όπου τα πάντα αναβάλλονται.

Οι κανόνες μεταβάλλονται ή καταργούνται τελείως. Σα να βρίσκεσαι ξαφνικά σ’ ένα παράλληλο σύμπαν όπου βασιλεύει η ακινησία και η παραίτηση. Συγχρόνως όμως, μοιάζει να παραμονεύει μια υπόκωφη ένταση που δεν ξέρεις πότε και με ποιον τρόπο μπορεί να ξεσπάσει. Τους την βάρεσε η ζέστη και δεν ήξεραν τι έκαναν… 

«Μέσα σ’ αυτή τη ζέστη, κάθε παραπανήσια κίνηση ήταν μια προσβολή στο κοινό απόθεμα της ζωής», λέει, μέσω του αφηγητή του, ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στον «Μεγάλο Γκάτσμπι», που φέτος συμπλήρωσε έναν αιώνα από την πρώτη του έκδοση.

Στα καθ΄ημάς όμως, αξεπέραστο παραμένει ως αντικατοπτρισμός του Καύσωνα στην λογοτεχνία, το «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων» του Ανδρέα Εμπειρίκου, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1963: «…Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη – η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ’ όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ’ στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον [τέττιξ=τζιτζίκι]. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα –οι άνθρωποι και τα κτίσματα– τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως…».



Πηγή: www.lifo.gr