Γεννήθηκα στο Μόντρεαλ του Καναδά από δυο Έλληνες, τη Μαίρη και τον Μίλτο, που είχαν μεταναστεύσει ήδη δέκα χρόνια εκεί και είχαν μεγάλο καημό να κάνουν ένα παιδί, αλλά αυτό δεν ερχόταν, μέχρι που επετεύχθη το θαύμα. Aν και έζησαν πολλά χρόνια στον Καναδά, δεν γκετοποιήθηκαν ποτέ γιατί ήταν άνθρωποι καλλιεργημένοι, ανοιχτόμυαλοι, δεν αναγκάστηκαν να εργαστούν σε κάποια φάμπρικα και είχαν έναν ευρύ κοινωνικό κύκλο.
• Ο μπαμπάς μου εργαζόταν σε ένα τμήμα σχεδιασμού και ελέγχου αεροσκαφών, ενώ η μαμά μου «κορόιδευε» λίγο – δεν ασχολήθηκε κατ’ ουσίαν με κάτι. Και παρότι έκαναν τους προχωρημένους και έλεγαν ότι δεν θα μεγαλώσουν το παιδί τους με ελληνική νοοτροπία, ότι δεν θα είναι από τους γονείς που λένε «με ποιον θα βγεις; / τι φοράς; / πού πας;», κάτι τους έπιασε, ξέχασαν όλες τις προχώ αντιλήψεις τους και, αντί να κάτσουν στον Καναδά, όπου μπορεί να είχα μέλλον λαμπρό, τα μάζεψαν και γύρισαν πίσω. Έχει ένα σαράκι ο Έλληνας που τον τρώει, ακόμα κι αν όλα του πάνε καλά έξω. «Ελλαδίτσα» έλεγαν οι δικοί μου.
• Φτάσαμε εδώ στα ’60s και από τότε μέχρι σήμερα ζω στη Νέα Σμύρνη, που κάποτε έμοιαζε με επί γης παράδεισο: είχε μόνο περιποιημένες μονοκατοικίες με τριανταφυλλιές, ήταν ένα μαγικό τοπίο από αυτά που έφτιαχναν οι Σμυρνιοί. Υπήρξε ένα πολύ σικ χωριό η Νέα Σμύρνη. Για να καταλάβεις, την Πρωτομαγιά ερχόντουσαν απ’ όλη την Αθήνα να κλέψουν λουλούδια από εδώ και μαδούσαν τους κήπους. Έχω προλάβει την περιοχή με χωματόδρομους, με μανάβη με γαϊδούρι και γαλατά – και δεν είμαι τόσο αρχαία.
«Δεν έχω ζήσει χαϊλίκια, δεν χτύπησα ποτέ κανένα τρομερό κασέ, ήμουν κακή στα deals, πάντα επέλεγα δουλειές με πολύ κόσμο στις οποίες εξ ορισμού δεν παίρνεις πολλά ή πράγματα που τα ήθελα πολύ – και φαινόταν αυτό. Αυτή η δουλειά μια πίκρα όρθια είναι».
• Τραβήξαμε των παθών μας τον τάραχο μέχρι να πάρουμε ελληνική υπηκοότητα, είχαμε καναδική μέχρι πολύ πρόσφατα. Θυμάμαι, λοιπόν, την ημέρα που έγινε χούντα να επιστρέφει ο μπαμπάς μου από τη δουλειά στο σπίτι και να λέει «Μαίρη, έχεις καταλάβει ότι μπορεί να γυρίσουμε στον Καναδά;». Έπειτα έπεσε ένα πέπλο τρομοκρατίας φοβερό. «Δεν πιστεύω να είπες τίποτα απ’ όσα λέμε εδώ μέσα στο σχολείο;» μας ρωτούσαν οι γονείς μας.

• Ως παιδί ήμουν τόσο ντροπαλή που με έστελναν στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα και τελικά γυρνούσα σπίτι μόνο με τον «Ταχυδρόμο», δεν μπορούσα με τίποτα να τα ζητήσω. Κάλαντα δεν έχω πει ποτέ στη ζωή μου, με έπιανε φριχτό άγχος.
• Την ίδια στιγμή, όμως, είχα μια μάνα που ήταν η πρωταγωνίστρια μέσα στο σπίτι, της commedia dell’arte, και, χωρίς να υπάρχουν καλλιτεχνικές ρίζες στην οικογένεια, της άρεσαν πολύ το θέατρο και το σινεμά. Βλέπαμε ό,τι ανέβαζε το Θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη κι εγώ σκεφτόμουν «μα τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι;» – σαν θεοί έμοιαζαν οι ηθοποιοί στα μάτια μου. Αλλά και σε κάτι επιθεωρήσεις-ταρατατζούμ που πηγαίναμε οικογενειακώς ενθουσιαζόμουν.
• Άργησαν πολύ, βέβαια, όλα αυτά τα ερεθίσματα να με κάνουν πιο εξωστρεφή. Είμαι ένας άνθρωπος που συνέχεια αυτολογοκρίνεται και έχω πάντα αυτό το συναίσθημα πως ό,τι μου αρέσει πολύ δεν θα γίνει ποτέ δικό μου, όπως αυτή η δουλειά – γιατί «δεν το έχω», γιατί νιώθω ότι δεν είμαι αρκετή.
• Φαίνομαι πολύ κουλ; Μπα, ρόλος είναι. Κάνω πρεμιέρα και χάνω τη μισή μου ζωή, τι μου λες;
• Τελικά, αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέατρο όταν ο πατέρας μου με έστειλε στο Κολέγιο, κάνοντας ούτε που θυμάμαι πόσες δουλειές. Εκεί γνώρισα μια σπουδαία δασκάλα που μας έβαλε στη διαδικασία να ασχοληθούμε με το παγκόσμιο θεατρικό ρεπερτόριο – στα αγγλικά παρακαλώ, και ήμουν μόλις 15. Κάθε φορά που κάναμε ανάλυση έργου μας ρωτούσε «but why;» και αυτή η ερώτηση με έχει βοηθήσει πολύ στη ζωή μου. Θέλησα να σπουδάσω Θεατρολογία γιατί δεν είχα τα κότσια για δραματικές. Δεν υπήρχε, βέβαια, έδρα εδώ και επειδή οι γονείς μου με είχαν υπερπροστατευμένη και δεν ήξερα ποια ακριβώς ήταν η οικονομική μας κατάσταση, άρχισα να κάνω αιτήσεις σε όλα τα high αμερικανικά πανεπιστήμια. Όταν το ανακοίνωσα στη μαμά μου μού είπε «άκου να δεις, αν πιεστούμε λίγο, μέχρι ένα Deree το πας». Και τότε ήταν που έπαθα το σοκ που χρειαζόταν για να καταλάβω ότι πρέπει να έχω τα δικά μου λεφτά.

• Μπήκα σε μια ιαπωνική πολυεθνική και έφτασα να γίνω η γραμματέας του προέδρου. Είχα τεράστιες ευθύνες, δεν συναντιόμασταν πουθενά ως κουλτούρες και κάποια στιγμή, ενώ έγραφα μπροστά σε έναν από τους πρώτους προσωπικούς IBM υπολογιστές, άρχισαν τα μάτια μου να τρέχουν χωρίς λόγο. Δεν την ήθελα αυτήν τη δουλειά και ας πανηγύριζε η μαμά μου όταν με προσέλαβαν.
• Σε αυτά τα τρία χρόνια που εργαζόμουν στην εταιρεία, κάποια στιγμή πήγα να δώσω εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, για την ακρίβεια έφτασα μέχρι έξω από τη σχολή και έφυγα. Προσπάθησα και δεύτερη φορά όμως: πήρα τρία κείμενα, τα χαζομελέτησα και έδωσα σε Βεάκη, Κατσέλη, Τέχνης και Εθνικό. Πέρασα σε όλες εκτός από το Τέχνης, που το ήθελα σαν κολασμένη. Έκανα τουμπεκί όμως, πήγα στο Εθνικό, και λέω και ευχαριστώ στον Θεό που μπήκα τότε, γιατί θα είχαν πάρει άλλη τροπή τα πράγματα.
• Το Εθνικό ήταν για μένα σαν ξέφρενη γιορτή στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Ξαφνικά, από εκεί που είχα ωράριο 9-5, βρέθηκα σε μια σχολή άφραγκη μεν, γνωρίζοντας μια τρελή παρέα δε. Έδεσα αμέσως με τον Μιχάλη Ρέππα και την Έφη Μουρίκη, κάναμε ξενύχτια, γλέντια, γέλια, είχαμε τα γκομενικά μας και άγχος φριχτό, είχαμε και τα κλειδιά της σχολής και πηγαίναμε τη νύχτα να κάνουμε πρόβα. Όσο φοιτούσα εκεί αποφασίσαμε να αναβιώσουμε ένα έθιμο του Εθνικού, μια επιθεώρηση που είχε κοπεί επί χούντας και σατίριζε την ίδια τη σχολή αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ήμασταν κόσμος και ντουνιάς, όλα τα έτη, και την παράστασή μας τη λέγαμε «πολύ Εθνικό για το τίποτα». Ίντερνετ δεν είχαμε προφανώς, αλλά το είχαμε πάρει τόσο πατριωτικά που καλέσαμε το σύμπαν όλο και ήρθε, από τον Γεωργουσόπουλο μέχρι τον Βέγγο – δεν το πιστεύαμε. Κι εμείς πηλαλάγαμε πάνω στη σκηνή και κάναμε μπούρδες.

• Από τη σχολή σε βαφτίζουν, σου λένε «εσύ είσαι κωμική, τι μπλέκεσαι με τα άλλα;». Θυμάμαι να πηγαίνουμε με τον Μιχάλη Ρέππα στον δάσκαλό μας, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, να του κλαιγόμαστε για να μας δώσει έναν δραματικό ρόλο κι εκείνος να μας απαντά «τι να τον κάνετε, θα τα παίξετε νομίζετε αυτά στη δουλειά;». Πράγματι, ελάχιστους δραματικούς ρόλους έχω παίξει στη ζωή μου, για να μου δώσει κάποιος έναν τέτοιο πρέπει να με ξέρει πολύ καλά, διαφορετικά δεν πρόκειται. Η κωμωδία μού δίνει ένα τεράστιο boost, το γέλιο είναι πιο δυνατό από το χειροκρότημα. Όταν κάνεις τον κόσμο να γελάει δεν παίρνεις απλώς ικανοποίηση, είναι λες και σου δίνουν ένα σκήπτρο. Και του συναδέλφου το γέλιο μετράει φυσικά. Όπως μας είχε πει ο ίδιος δάσκαλος, «ο μοναδικός λόγος που παίζετε είναι για να πάρει ατάκα ο συνάδελφος, ούτε για τον εαυτό σας, ούτε για το έργο, ούτε για την τέχνη». Και είναι μεγάλη αλήθεια αυτή, πρόκειται για ομαδική δουλειά και αν το ξεχάσεις αυτό, το ’χεις χάσει. Εμένα δεν με ενδιέφερε ποτέ και το σόλο κλαρίνο, το σκυλοβαριέμαι.
• Ο πατέρας μου έλεγε «οι Ευείδηδες τη δουλειά δεν τη φοβούνται» και ο Γιώργος Μαρίνος μου είπε αργότερα, «τίποτα δεν θα σου χαριστεί, θα σου βγει η Παναγία». Δεν έκατσα μέρα, λοιπόν, χωρίς να δουλεύω. Γιατί μετά το Εθνικό ήρθε και το απόλυτο τίποτα. Δούλεψα σερβιτόρα για πέντε ολόκληρα χρόνια και αν είχα στο θέατρο τις προτάσεις που είχα κρατώντας δίσκο, θα ήμουν η Βουγιουκλάκη, υπήρξα φίρμα στο σέρβις.
• Η τηλεόραση, βέβαια, έτρεξε πολύ γρήγορα για μένα, σχεδόν από τη σχολή. Τότε έκανα αυτή την υπέροχη παιδική εκπομπή στην ΕΡΤ με την οικογένεια Σοφιανού, «Του κουτιού τα παραμύθια». Πρόλαβα το ξεκίνημα της ιδιωτικής τηλεόρασης και από το «Ρετιρέ» και μετά άρχισε να μου τρέχει το θέατρο· σε έβλεπε κάποιος σε ένα σίριαλ και έλεγε, «μωρέ καλή είναι αυτή, θα την πάρω».

• Με κούφανες με τους «Αυθαίρετους», πού τους θυμήθηκες; Ό,τι έχω πρωτομπεί στη δουλειά και με παίρνουν να πάω να παίξω εκεί. Και στο πρώτο μου γύρισμα έπρεπε να καβαλήσω τον Πουλικάκο που ήταν ξαπλωμένος σε ένα τραπέζι και να του κάνω μασάζ – ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί από την ντροπή. Αυτή η οικειότητα που πρέπει να αναπτύξεις ξαφνικά και πολύ γρήγορα με έναν συνάδελφο είναι από τα δύσκολα της δουλειάς. Ευτυχώς, είχα να κάνω με την κωμωδία κι έτσι απέφυγα το 99% των ερωτικών σκηνών, που δεν τις ήθελα καθόλου.
• Τότε ο κόσμος έβλεπε φανατικά τηλεόραση, και ήταν λίγη σοκαριστική όλη αυτή η αναγνώριση που είχαμε στον δρόμο. Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση ήταν στα σπάργανα και λίγο αστεία σε σχέση με σήμερα. Ας πούμε, στο «Ρετιρέ» φορούσα τα δικά μου ρούχα, δεν είχαμε ενδυματολόγο. Η μεγαλύτερη χαρά που μου έδωσε η ιδιωτική τηλεόραση ήταν το «Οι Μεν και οι Δεν». Την αγαπούσα και την εμπιστευόμουν την Άννα Χατζησοφιά και όταν μου είπε ότι έκανε ένα σίριαλ με τον Ρώμα κάπως προβληματίστηκα – τον είχα σερβίρει κιόλας κάποια στιγμή και τον είχα περάσει για πολύ preppy. Πήγαμε, όμως, στο σπίτι του, διάβασα το σενάριο και στη μισή σελίδα είχα πέσει κάτω από τα γέλια. Γίναμε ομάδα και με την Άννα (σ.σ. Κουρή) και τον Στέλιο (σ.σ. Μάινα), και το πιο ενδιαφέρον σε όλο αυτό ήταν πως ήμασταν τέσσερις εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι που θέλαμε όμως πολύ να σκίσει αυτό που κάναμε μαζί. Αν μπορούσα να ξανακάνω μια δουλειά, σε αυτή, θα επέστρεφα, εκείνη η περίοδος ήταν «ρετσίνα Κουρτάκη… κάθε μέρα γιορτή», που έλεγε και μια παλιά διαφήμιση.
• Ζήσαμε και εποχές με πάρα πολλά σίριαλ, πιο πολλά απ’ όσα στ’ αλήθεια αντέχαμε. Στην κρίση, βέβαια, που όλα αυτά μειώθηκαν και άρχισαν να εισάγουν σειρές, η σωτηρία μου ήταν η Κύπρος, όταν με πήρε ο Ανδρέας Γεωργίου να παίξω στο «Μπρούσκο». Δευτερότριτα ήμουν εκεί για γυρίσματα, Τετάρτη ήμουν πίσω και μέχρι την Κυριακή έπαιζα σε παράσταση. Το έκανα για τέσσερα χρόνια αυτό, δεν υπήρχε άλλη λύση. Θες να σου πω τι θυμάμαι από αυτά τα χρόνια; Τίποτα, απλώς δούλευα, και όχι για να καβατζωθώ, αλλά για να βγάλω τον μήνα.

• Δεν έχω ζήσει χαϊλίκια, δεν χτύπησα ποτέ κανένα τρομερό κασέ, ήμουν κακή στα deals, πάντα επέλεγα δουλειές με πολύ κόσμο στις οποίες εξ ορισμού δεν παίρνεις πολλά ή πράγματα που τα ήθελα πολύ – και φαινόταν αυτό. Αυτή η δουλειά μια πίκρα όρθια είναι. Δεν είσαι εξασφαλισμένος ποτέ, δεν ξέρεις τι σε περιμένει, αν θα μπορέσεις τον άλλο μήνα να ζήσεις, και όσο περνάνε τα χρόνια λες «θα πορευτώ έτσι, τι να κάνω άλλο;». Θα μπορούσα να είμαι άλλος άνθρωπος και να έχω καλύτερες απολαβές, αλλά δεν ήμουν. Πάντως, έχω περάσει και πολύ ωραία.
• Είναι ψέματα ότι αυτός ο χώρος είναι πιο δύσκολος για τις γυναίκες; Όταν παύεις να είσαι «γκόμενα», δεν έχεις τις ίδιες ευκαιρίες. Οι μητέρες έχουν μικρότερη εκπροσώπηση από τις ερωτικές παρτενέρ και μην πιάσουμε τις γιαγιάδες, γιατί αυτοί οι ρόλοι είναι ακόμα πιο λίγοι. Νόμιζα ότι αυτό με τα χρόνια θ’ άλλαζε, αλλά δεν έπεσα μέσα. Εγώ και τη μαμά θέλω να κάνω, και τη γιαγιά, και το λείψανο, δεν έχω απορρίψει τίποτε από αυτά, έχω απορρίψει όμως ρόλο γιατί ήταν το πιο σεξιστικό πράγμα που είχα διαβάσει στη ζωή μου: όλες οι γυναίκες της σειράς περιγράφονταν ως αφελείς και «εύκολες» και όλοι οι άντρες ως σοβαροί που είχαν μπλέξει στα δίχτυα τους.
• Σινεμά έχω κάνει πολύ λίγο, δεν το έχω χορτάσει, ήμουν τουρίστας σε αυτό. Με τον Χρήστο Μασσαλά τσίμπησα με το που τον γνώρισα. Διάβασα το σενάριο του «Killerwood», άρχισε εκείνος να μου λέει τα δικά του κι εγώ ήμουν σε φάση «τι mockumentary μου λες; Δεν τα ξέρω αυτά». Είδα την προηγούμενη ταινία του (σ.σ. Broadway), έχει και αυτό το χαμόγελο το καταραμένο που σε κάνει ό,τι θέλει και είπα «οκ, φύγαμε». Μου άρεσε πολύ το στοιχείο του making off μέσα στην ίδια την ταινία, αν και του έλεγα «μα πώς θα το κάνεις αυτό το πράγμα; Δεν θα του έρχεται του αλλουνού ζαλάδα;». Δεν μπορούσα να το φανταστώ το αποτέλεσμα. Αν έχω συναντήσει την κινηματογραφική παραγωγό που υποδύομαι στην ταινία; Of course, baby. Είναι πολύ οικεία φιγούρα: είναι χαΐστρια, θέλει να τα βρει με όλους, αλλά μόνο ο βοηθός της την αντέχει γιατί και αυτή δεν αντέχει κανέναν άλλο. Δυστυχώς, δεν είχα γύρισμα με την Πατεράκη, θα ήθελα, έστω, να το δω αυτό. Και αν με ρώταγες τι καριέρα θα ήθελα να έχω, θα σου ’λεγα σε θρίλερ, να κάνω τους κακούς.
• Φαντάζομαι υπάρχουν άνθρωποι που με συμπαθούν και άλλοι που με βλέπουν και θέλουν να ξεράσουν βατράχια. Δεν είχα μεγάλες έχθρες, βέβαια, γιατί πάντα θέλω να λειτουργήσει η ομάδα και θα προσπαθήσω να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγκρουση, μάλιστα κάποια στιγμή είχα πάθει κόμπλεξ ότι με παίρνουν στις δουλειές γιατί αποφεύγω τους καβγάδες. Μου έχει πει, δηλαδή, παραγωγός, «έλα κι εσύ να κάνεις τον ΟΗΕ».

• Αν έχω μετανιώσει για κάτι είναι ότι θα ήθελα το μυαλό μου να είχε πήξει νωρίτερα όσον αφορά τα ερωτικά μου. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που δεν έπρεπε να τους χάσω, που επειδή είχα το μυαλό μου άλλου, δεν τους έδωσα σημασία και χρόνο. Η δουλειά ήταν ένας μονόδρομος που με πήρε και με σήκωσε. Τουλάχιστον έχω κάνει φιλίες μέσα από αυτήν, γιατί δεν έχω συγγενείς, έχω μόνο φίλους.
• Αγαπώ πολύ τα ζώα: έχω δυο σκυλιά, πέντε γάτες και ταΐζω τη μισή Νέα Σμύρνη. Είναι η ξεκούρασή μου και ο λόγος που δεν ταξιδεύω και δεν θέλω τις περιοδείες, προτιμώ να κοιμάμαι σπίτι μου. Όταν μπήκε και το ίντερνετ στη ζωή μας κατάλαβα ότι η χώρα μας είναι στον απόλυτο πάτο, ότι οι Έλληνες βασανίζουν, σκοτώνουν ζώα και αρνούνται να ενημερωθούν για τη στείρωση. Τα ζώα είναι οι σύγχρονοι σκλάβοι που μπορεί να υποστούν από κακοποίηση μέχρι θάνατο και να μην το μάθει κανείς, μη σου πω ότι κοντοχωριανοί αλληλοσυγχαίρονται που έφαγαν το «μαντρόσκυλο» και ησύχασε το κεφάλι τους.

• Μπορεί να υπάρξει κάτι αυτή την περίοδο που να με ενοχλήσει περισσότερο από την κατάσταση στην Παλαιστίνη και τη στάση του δικού μας κράτους απέναντι σε αυτήν; Ντρέπομαι και να πω ότι είμαι Ελληνίδα πια.
• Δεν σηκώνω πλέον το ξόδεμα, δεν αντέχω πια να κάνω παρέα με πολύ κόσμο, ούτε τις μεγάλες παρέες μπορώ. Έχω μεγάλη ανάγκη να ακούσω τον άλλον, να νιώσουμε κάτι, να γελάσουμε. Θέλω να γνωρίζουν τη γρουσουζιά μου αυτοί που συναναστρέφομαι, γιατί με πιάνουν και τα ανάποδά μου, οι νταουνίλες μου, και θέλω να τις χειρίζονται καταλλήλως.
• Έχω κόλλημα με τα αρχιτεκτονικά κινήματα και τον αθηναϊκό μοντερνισμό, στη σχετική σελίδα του Facebook έχω κάνει πολλές δημοσιεύσεις. Και όταν δω ότι κάποιο παλιό όμορφο σπίτι γκρεμίζεται, παίρνω ένα φυτό από την αυλή του για να το μεταφυτεύσω και να το κρατήσω ζωντανό με έναν τρόπο. Στενοχωριέμαι που ζούμε σε μια χώρα η οποία δεν διατηρεί τίποτα και ενώ άλλες πρωτεύουσες έχουν ένα ιστορικό κέντρο για Όσκαρ, εδώ ό,τι ωραίο υπάρχει το ρημάζουμε. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί η Αθήνα να μην έχει τη λάμψη άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, έχει όμως μια «βρομιά» που τη βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα.
• Όλο το νόημα για μένα είναι να πέφτεις το βράδυ στο κρεβάτι και να βλέπεις ωραία όνειρα, να μη σε βασανίζει τίποτα, να μη σκέφτεσαι «αυτό δεν έπρεπε να το πω» – ίσως γι’ αυτό δεν μου αρέσουν πολύ οι έρωτες, γιατί μονίμως τρώγεσαι με δαύτους, βρίσκεις τα λάθη και τις ανεπάρκειές σου και δεν μπορείς να κοιμηθείς. Μέσα στη μέρα προσπαθώ να περάσω όσο γίνεται καλύτερα και να έχω μια καλή επαφή με όσους ανθρώπους μιλήσω, ώστε, όταν πεθάνω, να μη με σκατοψυχάνε.
Το τρέιλερ της ταινίας Killerwood του Χρήστου Μασσαλά
Η Τζόυς Ευείδη παίζει στη νέα ταινία του Χρήστου Μασσαλά «Killerwood» που προβάλλεται ήδη στους κινηματογράφους και προετοιμάζεται για την παράσταση «Χάσαμε τη Θεία Στοπ» του Γιώργου Διαλεγμένου, σε σκηνοθεσία του Χρήστου Τριπόδη, που ανεβαίνει στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» από τις 28 Ιουνίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.