Μεγάλο μέρος των σχολίων για τις παρεμβάσεις του πρώην πρωθυπουργού έχουν μέχρις στιγμής αναλωθεί στο θέμα της ηθικής ή της αναγκαιότητας της «επανόδου του». Αφού είναι ακόμα βουλευτής κόμματος που έχει εκλεγμένο πρόεδρο ή έχει μια πολιτική διαδρομή που τα τελευταία χρόνια είχε αρκετές εκλογικές αποτυχίες και ένα μεγάλο φιάσκο (την εκλογή Κασσελάκη), πολλοί ισχυρίζονται πως αυτή η επάνοδος –έστω ως σχεδιασμός– έχει κάτι απρεπές και πολιτικά κατακριτέο.
Τα ίδια και πιο χολωμένα ακούγονται από εκείνες τις πλευρές που δεν έχουν ξεπεράσει μια απέχθεια για το πρόσωπο του Τσίπρα είτε γιατί τον θεωρούν «πολιτικό απατεώνα» είτε γιατί τον θεωρούν όντως εκπρόσωπο μιας Αριστεράς που δεν θα ήθελαν ποτέ να ξαναβρεθεί κοντά στην κυβέρνηση (το όνειρό τους είναι η διαρκής εναλλαγή κεντροδεξιών πόλων με κάποιες προσωπικότητες του «προοδευτικού χώρου», ένα είδος Μακρονισμού αλά ελληνικά).
Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τη σημασία όλων αυτών των ενστάσεων, πρέπει νομίζω να σταθούμε στο επί της ουσίας ζήτημα: τι φέρνει μαζί της αυτή η παρέμβαση, ποια κατεύθυνση πολιτικής και «όραμα» (άλλη κακοποιημένη λέξη) μέσα στην Αριστερά;
Η χρήση του όρου «ολιγαρχία» στη χώρα μας, όταν περιορίζεται μόνο σε μια στενά αντιδεξιά και πιο περιορισμένα ακόμα «αντιμητσοτακική» μετάφραση, είναι καρικατούρα αντιολιγαρχικού λόγου.
Αυτά που διαβάζει κανείς και ακούει –και από την πρόσφατη ομιλία του στη Θεσσαλονίκη– παραπέμπουν σε παράφραση ή πλήρη υιοθέτηση θέσεων που έχουν αναπτυχτεί κυρίως στο ΠΑΣΟΚ αλλά τις συναντά κανείς, εδώ κι εκεί, σε φωνές του «μη Μητσοτακικού» κεντρώου/κεντροδεξιού χώρου. Θα μπορούσαν να είναι και αποσπάσματα από Καραμανλικές ομιλίες, ιδίως τα σχετικά με τις σχέσεις με Ρωσία και Κίνα ή τις αναφορές σε Εθνικά Αναπτυξιακά Ταμεία.
Προβάλλοντας πλέον έναν ήπιο «κριτικο-μνημονιακό» τόνο, για να μεθερμηνεύσει τις κινήσεις της περιόδου 2015/2019 σαν να επρόκειτο για σχεδιασμό ευφυούς διαπραγμάτευσης, ο Αλέξης Τσίπρας καταλήγει σε ένα πενιχρό σχήμα: τη διαμάχη μεταξύ της αναπτυξιακής Ελλάδας και της κλεπτοκρατίας, την αντίθεση έντιμης-παραγωγικής χώρας με μια μικρή μερίδα διεφθαρμένων και τις προσβάσεις τους στο κράτος. Θα έλεγε κανεις πως αυτό συνιστά τον άξονα της προσέγγισής του μαζί με μια αναδιανεμητική οπτική που, έτσι όπως περιγράφεται, δεν διαφέρει ουσιωδώς από τις ιδέες μιας μη νεοφιλελεύθερης, πιο λαϊκής ή πατριωτικής κεντροδεξιάς.
Σημαντικά θέματα φιλτράρονται πρόχειρα με λέξεις που δεν λένε πλέον κάτι: ισόρροπη ανάπτυξη, (νέος) πατριωτισμός κλπ. Μήπως αυτό είναι απόδειξη ρεαλισμού; Σε σχέση όμως με τον ρεαλισμό εδώ και χρόνια λέμε ότι δεν υπάρχει ένας μόνο τύπος, ένας και μόνο «οδικός χάρτης». Υπάρχουν πολλές μορφές ρεαλισμού, ριζοσπαστισμού, μετριοπάθειας, αγωνιστικότητας κλπ. Άλλες ενδιαφέρουσες και γόνιμες και άλλες φθαρμένες ή αδρανείς πολιτικά. Ο τύπος ρεαλισμού που προβάλλει τώρα είναι ένας λόγος αμφίπλευρων διευρύνσεων με κάποιους αριστερούς τόνους. Ο βαθύς κοινωνικός και οικολογικός μετασχηματισμός της χώρας, η φορολόγηση των πλουσίων, το τέλος στην καταστροφή των νησιών και πολλών περιοχών της χώρας, η διάθεση για μια άλλη εξωτερική πολιτική –με την άρση της επονείδιστης συμμαχίας με το Ισραήλ και όχι απλώς με διπλωματικούς ισορροπισμούς στη σχέση με τη Ρωσία– όλα αυτά τα στοιχειώδη μιας εναλλακτικής πολιτικής βούλησης δεν έχουν θέση στην Τσιπρική επάνοδο.
Μπορούμε όμως να σκεφτούμε και ένα άλλο θέμα. Όταν ο Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ μιλάει διαρκώς για τους ολιγάρχες και την ολιγαρχία, δεν αναφέρεται μόνο σε εκείνη τη μερίδα δισεκατομμυριούχων που έχει πλησιάσει και βοηθά τον Τραμπ. Στοχεύει την ολιγαρχία ως πεδίο υπερσυγκεντρωμένου πλούτου που δεν ανήκει μόνο στους φιλοτραμπικούς αλλά και σε φίλους και χορηγούς του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο Σάντερς, έχει μάλιστα ασκήσει κριτική στην φιλική προς τη Wall Street ή τη Silicon Valley στάση πολλών Δημοκρατικών / προοδευτικών πλουσίων.
Η χρήση του όρου «ολιγαρχία» στη χώρα μας, όταν περιορίζεται μόνο σε μια στενά αντιδεξιά και πιο περιορισμένα ακόμα «αντιμητσοτακική» μετάφραση, είναι καρικατούρα αντιολιγαρχικού λόγου. Δεν είναι κοινωνικός λαϊκισμός – έστω αριστερός λαϊκισμός- ούτε και εκσυγχρονιστικός αντιλαϊκισμός όσο ένα νόθο ενδιάμεσο πράγμα όπου δεσπόζει ο αιώνιος τακτικισμός και η έλλειψη ιδεολογικού βάθους.
Η ιδέα, για παράδειγμα, πως το πρόβλημα της Ελλάδας είναι οι «κλέφτες» και τα σκάνδαλα είναι κληρονομιά από έναν fake αντιμνημονιακό πατριωτισμό. Ανατρέχει μάλιστα μέχρι τα γραπτά του «Ραμπαγά», του «Ρωμιού» ή του «Νουμά» στα τέλη του 19ου αιώνα. Συνεχίζει προφανώς μια γραμμή η οποία, σε εποχή αποσυσπείρωσης και πολιτικής θλίψης, καταλήγει στην επίκληση καλών Χορηγών, στην αναζήτηση κοινωνικά ευσυνείδητων ευεργετών και εν γένει σε σχήματα ηθικολογικού πατριωτισμού.
Υπάρχουν κοινά και χώροι που ελκύονται από αυτά τα σχήματα. Τόσα χρόνια πολιτισμικής και ιδεολογικής διάλυσης μαζί με τις εμπειρίες των κρίσεων έχουν συρρικνώσει τον Δήμο των πολιτών τοποθετώντας στη θέση του καταναλωτικά κοινά, fan bases και ατομικά ωφελούμενους. Από την άλλη, υφίσταται όντως ένας κόσμος που κοινωνικά πρέπει να ενδιαφέρει κάθε Αριστερά: για παράδειγμα, ο λαός που αφυπνίστηκε από μεγάλα ηθικά τραύματα και θυμούς των τελευταίων χρόνων, ο κόσμος των Τεμπών αλλά και γενικά οι πολίτες, ό,τι κι αν ψήφισαν «πραγματιστικά» οι οποίοι εξεγείρονται για διάφορες αδικίες, κοινωνικές βαναυσότητες, την τραγική μισθολογική συνθήκη, την καταστροφή κοινών αγαθών.
Τι έχει να πει κανείς όμως ως πολιτικός της Αριστεράς σε αυτό τον κόσμο; Επειδή ορισμένα πράγματα πουλάνε ή λέγεται από τους spin doctors ότι έχουν επιτυχία, είναι ανάγκη να επιμένει κανείς στην ρηχή τους αναπαραγωγή;
Το πρόβλημα που έχει φανερωθεί εδώ και χρόνια είναι άλλο: ότι δεν έγινε ποτέ μια σοβαρή προσπάθεια να γίνει ορατή και να εξηγηθεί πρακτικά στους πολλούς η συνάφεια μεταξύ της παραγωγικής καχεξίας, της οικολογικής εξάντλησης, της κακής χρήσης δημόσιων πόρων, της εκμετάλλευσης της εργασίας.
Οι ευκολίες δεν άφησαν να σχεδιαστεί πολιτικά μια κοινωνική, οικολογική Δημοκρατία με στόχο μια κοινωνία της ίσης αξιοπρέπειας. Και ιδίως ότι, μια τέτοια ριζοσπαστική Δημοκρατία δεν μπορεί να στηρίζεται στην αγαθή βούληση κάποιων «επιφανών» αλλά στην πολιτικοποίηση των αντιθέσεων και σε πραγματική συνάρθρωση ανάμεσα στις νομοθετικές και θεσμικές πρωτοβουλίες της πολιτικής και στην κοινωνική δράση.
Οι όροι με τους οποίους μπερδευτήκαμε σπαταλώντας πολλές έριδες της δεκαετίας του 2010 (ριζοσπαστικός, ρεαλισμός, λαϊκισμός) δεν έχουν το ίδιο νόημα και την ίδια σύνθεση σήμερα. Στην κοινωνία της κόπωσης και της προσαρμογής σε μια σειρά κοινωνικές ήττες –που είναι συγχρόνως νίκες μιας μερίδας της κοινωνίας μας και όχι μόνο μιας ελαχιστότατης ελίτ– αυτό που επείγει δεν είναι η εναλλαγή μεταξύ πολιτικών-κρατικών team. Δεν είναι μόνο η πτώση μιας κυβέρνησης. Αυτό οδηγεί σε φανταστικές εναποθέσεις ελπίδων ή σε παθητικές προσμονές. Αντιθέτως, χρειάζεται μεγάλη στροφή στη δημόσια φιλοσοφία, στην αρχιτεκτονική των θεσμών και, ιδίως, μια νέα παρουσία του λαού στο δημόσιο χώρο των διεκδικήσεων.
Ο ατομικισμός, ο κυνισμός, η εθελόδουλη παραίτηση από την άσκηση δημόσιου ελέγχου δεν είναι απλά ιδιωτικά ελαττώματα ή ηθικά κουσούρια που δεν αφορούν τάχα την πραγματική πολιτική και τις διαδικασίες της. Χωρίς μια νέα πολιτική κουλτούρα, αγωνιστική και αντι-αρχηγική, πιο κοντά σε προωθημένους συλλογικούς στόχους παρά σε ζητωκραυγές παλαιοκομματικού τύπου, κάθε αριστερή επιστροφή θα είναι, πιστεύω, κάτι απατηλό. Και εντέλει, κάθε καινούρια απογοήτευση θα δίνει αέρα και χρόνο στην υφιστάμενη κυβέρνηση και στα συστήματα εξουσίας που έχουν οργανωθεί γύρω της.
Τι κομίζει εντέλει ο Αλέξης Τσίπρας του 2025; Κατά τη γνώμη μου λίγα και όχι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πράγματα. Αυτό δεν προδικάζει ότι δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος και κάποιες προσδοκίες. Σε καιρούς μειωμένων προσδοκιών και αποθάρρυνσης, ό,τι μπορεί ενδεχομένως να «ανακατεύει τα νερά» πολλοί θα το έβλεπαν ως λύση. Όλο και περισσότεροι πλέον –δεξιά και αριστερά– αρκούνται στο επιχείρημα ενός «υπάρχει και χειρότερα». Οπότε όλα είναι ανοιχτά. Η πολιτική είναι, ακόμα, το πεδίο όπου πολλά (όχι όλα όμως) είναι δυνατά, για το καλό ή για το κακό.