Giorgio Armani: «Η κομψότητα δεν είναι για να σε προσέχουν αλλά για να σε θυμούνται»


«H ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΕΛΕΓΧΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ» επαναλάμβανε συχνά ο Giorgio Armani, δηλώνοντας ένα κοινό στους πάντες μυστικό. Εξ ου και η ανησυχία που προκάλεσε η ρωγμή σε αυτό το δόγμα, όταν ο μετρ απουσίασε για πρώτη φορά στην 50χρονη καριέρα του από προγραμματισμένες επιδείξεις μόδας, στις αρχές του καλοκαιριού. Ωστόσο, το  άγγιγμα του μετρ πλανιόταν ακόμα στην πόλη του, το Μιλάνο σε κάθε δημιουργική φάση των shows που «έχασε», από την επιλογή των υφασμάτων και τις πρόβες ως τις τελικές εγκρίσεις, καθώς τα νέα για μια ασθένεια μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα σαν υπενθύμιση ότι «ο βασιλιάς» της ιταλικής μόδας ολοκληρώνει τον κύκλο του.

Στους μήνες που μεσολάβησαν, το περιβάλλον του μας καθησύχαζε ότι ο Armani ανάρρωνε στο σπίτι του, προετοιμάζοντας τις εκδηλώσεις για 50χρονα του που θα γιόρταζε στα τέλη Σεπτέμβρη στη διάρκεια της Εβδομάδας Μόδας στο Μιλάνο. Σήμερα, μας ήρθε η είδηση του θανάτου του.

«Ό,τι βλέπετε», δήλωνε τον Ιούνιο για τα σόου που έγιναν ερήμην του, «έχει γίνει κάτω από τη δική μου διεύθυνση και φέρει την έγκρισή μου», θυμίζοντάς μας αυτό που τόσο συχνά επικαλείτο ως κλειδί της επιτυχίας του: Την ικανότητα να πιστεύει στις ιδέες του και το πείσμα του να τις εκπληρώνει. Σίγουρα θα πρόλαβε να επιμεληθεί και την πρώτη έκθεση μόδας στην Πινακοθήκη της Brera με θέμα το σύμπαν του Armani, που εγκαινιάζεται στις 24 Σεπτεμβρίου, με πάνω από 150 αρχειακά looks που ανιχνεύουν την εξέλιξη του ιταλικού brand μέσα στις δεκαετίες, και σίγουρα θα είναι έξαλλος που δεν πρόλαβε να την εγκαινιάσει.

Στις γυναικείες του σειρές διαφαινόταν πάντα η εκφραστική απλότητα της Άπω Ανατολής, προίκα από τα ταξίδια του στην Κίνα και την Ιαπωνία, όπου «όλα είναι τόσο ήσυχα και αγνά, αλλά γεμάτα δύναμη»

Ο μύθος

Γεννήθηκε στην Πιατσέντσα, μια κωμόπολη κοντά στη Μπολόνια, το 1934. Ο πατέρας του, λογιστής σε εταιρεία μεταφορών, ονειρευόταν να τον δει γιατρό, κι ο Armani του έκανε για λίγο το χατίρι, ξεκινώντας σπουδές ιατρικής. Τις εγκατέλειψε, για να υπηρετήσει στον στρατό. Από τα δύο αυτά περιβάλλοντα προικίστηκε με την αίσθηση χειρουργικής ακρίβειας και της σχεδόν υποχόνδριας καθαρότητας που διέκρινε το στυλ του.

«Ξεκίνησα σαν διακοσμητής βιτρινών και, μετά, αγοραστής για το La Rinascente (το ιστορικό πολυκατάστημα στο Μιλάνο). Αυτές οι εμπειρίες με διαμόρφωσαν σαν σχεδιαστή, λειτούργησαν σαν ένα κάλεσμα στον ρεαλισμό που το κράτησα σαν θησαυρό», έλεγε ο Armani στο περιοδικό W, τον Οκτώβριο του 2022, σε μια συνέντευξη – συνομιλία με τον Βρετανό designer Paul Smith με θέματα την αρετή της συνέπειας, την «υπογραφή» ενός ντιζάινερ, τα πρότυπα και πολλά ακόμα.

Στα χρόνια του La Rinascente μαθήτευσε δίπλα στον σχεδόν συνομήλικο του Nino Cerruti, διαχειριστή μιας οικογενειακής μονάδας επεξεργασίας μαλλιού και πρωτοπόρο σχεδιαστή που λάνσαρε από τους πρώτους, το 1967, μια αντρική σειρά έτοιμης ένδυσης. Το 1975, ο Giorgio ήταν έτοιμος να λανσάρει τη δική του ετικέτα, με τον συνεργάτη του Sergio Galeotti.

Δαιμόνιος επιχειρηματίας όσο και ταλαντούχος σχεδιαστής, ο Armani βάσισε την καριέρα του σε μια απαράλλακτη από τα ΄70ς αισθητική που αναπτύχθηκε γύρω από την ρευστότητα και την ποιότητα, αλλά και σε μια παλέτα που κινήθηκε, πάνω – κάτω, στους ίδιους τόνους της κρέμας, των ήπιων γκρι – μπεζ και τις ώχρες.

Giorgio Armani: «Η κομψότητα δεν είναι για να σε προσέχουν αλλά για να σε θυμούνται» Facebook Twitter
Συλλογή Ready to Wear, Φθινόπωρο, 1980. Φωτ.: Getty Images

Υπήρξε ο πρώτος (ακολούθησε ο Hedi Slimane και ο Thom Browne) που αμφισβήτησε την αντίληψη του «να ντύνεσαι σαν άνδρας», και ουσιαστικά κατάργησε το μεταπολεμικό αντρικό tailoring. Η ιδέα του για τον άνδρα δεν σχετιζόταν τόσο με την κυριαρχία, όσο με την αυτοσυγκράτηση. Στο δίλημμα «Savile Row ή τζιν», ο Αρμάνι απάντησε με τσαλακωμένα chic looks σε τόνους του γκρι και του μπεζ. Στις φωτογραφίες του σταθερού συνεργάτη του Aldo Fallai, τα ρούχα του μιλούσαν για μια υψηλή Ιταλική μόδα που απέρριπτε απολύτως το στιλιστικό πρότυπο του ομορφονιού Ιταλού που είχε προωθηθεί στην Αμερική στις αρχές των ΄70ς μέσω της εποποιϊας του «Νονού».

Μέσα από την ελεύθερη κίνηση που επέτρεπαν τα αέρινα υφάσματα και η χαλαρή γραμμή των κοστουμιών Armani, ο κλασικός Ιταλός των παιδικών του χρόνων, μεταμορφώθηκε σε έναν σέξι, και κατά μια έννοια gender-fluid, σύγχρονο άντρα.

Στα ΄80ς, μια δεκαετία όπου το μέγεθος μετρούσε σε όλα, από τα μαλλιά έως την ελεύθερη οικονομία, κανείς δεν εφάρμοσε καλύτερα το αξίωμα του όγκου στο αντρικό ντύσιμο από τον Giorgio Armani. Το στυλ του εξελίχθηκε από μια άψογη απόδοση των κλασικών γραμμών σε μια ολοένα χαλαρότερη εκδοχή ντυσίματος, με αποκορύφωμα εκείνην την ιστορική συλλογή για την άνοιξη του 1989, όπου λάνσαρε παντελόνια με διπλές πιέτες και ρεβέρ που σέρνονταν στο πάτωμα και μακριά σταυρωτά σακάκια (χωρίς υποψία βάτας) με φαρδιά πέτα και μεγάλες τσέπες. Τα λεπτά εποχιακά υφάσματα – μάλλινα κρεπ και λινά – ενίσχυαν την απουσία δομής στα κοστούμια, ενώ οι εικόνες στις διαφημιστικές καμπάνιες με τον φακό του Fallai έδειχναν άνδρες με τονισμένες μέσες (ο Armani υπήρξε ο πρώτος που φάρδυνε και ανέβασε πιο ψηλά την περιφέρεια της ανδρικής μέσης), οι οποίοι κοιτούσαν ευθεία στην κάμερα. Εκείνη η συλλογή παραμένει ως σήμερα η πιο ανθεκτική έκφραση του χαρακτηριστικού στυλ Armani.

Η επίσημη εδραίωση του προσωπικού του ύφους ήρθε το 1980 όταν υπέγραψε τα κοστούμια του Ρίτσαρντ Γκιρ στην ταινία American Gigolo του Πολ Στρέιντερ, που του είχε ζητήσει «μια γκαρνταρόμπα τόσο καλή που να δικαιολογεί και την πιο απαράδεκτη συμπεριφορά». Η ιδανική αρσενική φιγούρα που οραματίστηκε ο Mr Armani πάγωσε στον χρόνο με αυτήν την κινηματογραφική εμφάνιση του Gere, και πέρασε στη συλλογική εικονογραφία της μόδας

Giorgio Armani: «Η κομψότητα δεν είναι για να σε προσέχουν αλλά για να σε θυμούνται» Facebook Twitter
Armani Privé, Υψηλή ραπτική, φθινόπωρο – χειμώνας 2014-2015. Φωτ.: Getty Images
Giorgio Armani: «Η κομψότητα δεν είναι για να σε προσέχουν αλλά για να σε θυμούνται» Facebook Twitter
Armani Privé, Υψηλή ραπτική, φθινόπωρο – χειμώνας 2025-2026. Φωτ.: Getty Images

Οι γυναίκες Armani

Κι αφού έκανε τους άνδρες να δείχνουν σέξι με κοστούμι, στη συνέχεια ξανάγραψε τους κανόνες του γυναικείου στυλ, με «δάνεια» από το αντρικό ντύσιμο. Κάποτε είχε αναφέρει ως αγαπημένη του σχεδιάστρια την Coco Chanel, και είναι αλήθεια πως το «κωδικοποιημένο» στυλ Armani επηρέασε όσο και αυτό της Chanel τον τρόπο που έχουν ντυθεί πολλές γενιές. Έντυσε τις γυναίκες με κοστούμια όπως το είχε κάνει και η Chanel, δημιουργώντας ισχυρές «στολές» που έπαιξαν το ρόλο τους στην κοινωνική απελευθέρωση των εργαζόμενων γυναικών στα ΄80ς. Το Χόλιγουντ του το αναγνώρισε, κι ο Armani έχτισε μαζί του σχέσεις διαρκείας, επιλέγοντας τις μούσες του στα πρόσωπα της Lee Radziwill, της Diane Keaton, της Τζούλια Ρόμπερτς, της Cate Blanchett, της Jodie Foster, της Michelle Pfeiffer, της Katie Holmes και της Beyonce.

Στις γυναικείες του σειρές διαφαινόταν πάντα η εκφραστική απλότητα της Άπω Ανατολής, προίκα από τα ταξίδια του στην Κίνα και την Ιαπωνία, όπου «όλα είναι τόσο ήσυχα και αγνά, αλλά γεμάτα δύναμη». Αυτή η σύνδεση του ρεαλισμού με μια εύθραυστη, σχεδόν ομιχλώδη αισθητική που παραπέμπει σε εξωτικά ταξίδια υπήρξε το σήμα κατατεθέν του Armani World. Μαζί με την αρετή της συνέπειας, φυσικά, που του επέτρεψε να μεγαλώσει και να αλλάξει μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο.

Η τέχνη της αφαίρεσης

Αριστοτέχνης στη διακριτικότητα, ο Armani  αφιέρωσε μισό αιώνα δουλειάς στο να αποδείξει ότι η υπερβολή και οι κραυγαλέες δηλώσεις δεν είναι ο μοναδικός τρόπος να «ακουστεί» μια φωνή στη μόδα. Τα χρώματά του είναι ουδέτερα, συχνά «σβησμένα». Τα υφάσματα μαλακά και οι φιγούρες ρευστές, με αόρατο tailoring. Τα διακοσμητικά στοιχεία στον σχεδιασμό του ελάχιστα. Κι όμως, τα ρούχα του δεν απέπνεαν κάτι το νοσταλγικό, όσο μια αξιοζήλευτη πυγμή που ο Mr Armani την θεωρούσε διαβατήριο σε έναν κόσμο υπεροχής και κλασικής ομορφιάς.

Για τον ίδιον=, η ταυτότητα του οριζόταν σταθερά από ένα χαλαρά ραμμένο σακάκι, που δεν έλειπε ποτέ από τις αντρικές και γυναικείες του συλλογές. «Εξελίσσεται, ενώ παραμένει συνεπές με τις σχεδιαστικές μου αξίες. Είναι ένα καθημερινό, πρακτικό κομμάτι που όμως προσδίδει κύρος και αξιοπρέπεια, έχει υπόσταση. Με ένα μόνο στοιχείο, κερδίζεις τόσο πολλά!», παρατηρούσε ο ίδιος.

Θεωρούσε πως ο Bob Wilson έχει κατακτήσει μια ανάλογη ισορροπία εκφραστικών μέσων, με τον επαναλαμβανόμενο – αλλά ποτέ ταυτόσημο – τρόπο που δημιουργεί διαφορετικές ατμόσφαιρες πάνω στη σκηνή με ελάχιστα στοιχεία (το φως, τα κοστούμια, τα σκηνικά). Θαύμαζε βαθιά, αναγνωρίζοντας και σε εκείνου το έργο μια εκλεκτική συγγένεια, τον Γάλλο σχεδιαστή επίπλων Jean Michel-Frank (1895 -1941), που στήριξε την αισθητική του στον μινιμαλιστικό σχεδιασμό και στα πολυτελή υλικά. Ο χειρισμός της φόρμας και των υλικών, η πολυτελής κομψότητα που αποπνέουν τα interiors του Frank είναι κάτι που κι εκείνος επιδιώκει στα Armani Casa.

Giorgio Armani: «Η κομψότητα δεν είναι για να σε προσέχουν αλλά για να σε θυμούνται» Facebook Twitter
Armani Privé, Υψηλή ραπτική, φθινόπωρο – χειμώνας 2024 – 2025. Φωτ.: Getty Images

Απόλυτος έλεγχος

Περισσότερο κι από το χτίσιμο της αυτοκρατορίας του, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι o Armani διατήρησε μέχρι τέλους τον πλήρη εμπορικό και καλλιτεχνικό έλεγχο. Σε παλιότερες αφηγήσεις του success story του, ο Armani έχει υποστηρίξει πως ξεκίνησε με ένα όραμα που απηχούσε το zeitgeist στα μέσα της δεκαετίας του ΄70. Η πρώτη δεκαετία (με αφετηρία το 1975 όπου ίδρυσαν με τον Γκαλεότι το brand Giorgio Armani και σχεδίασε την πρώτη του ανδρική συλλογή) κύλησε δημιουργικά και ξένοιαστα. Το 1985, ο Σέρτζιο έφυγε από τη ζωή. Το να τον αντικαταστήσει του ήταν αδιανόητο. Τότε ήταν που αποφάσισε ότι θα τα αναλάμβανε όλα ο ίδιος για να προστατέψει ό,τι είχαν φτιάξει μαζί. Γεννήθηκε, έτσι, «Ο Βασιλιάς», ο παροιμιωδώς συγκεντρωτικός σχεδιαστής – επιχειρηματίας, που μέσα από τα λάθη και τις επιτυχίες του, δημιούργησε μια προσωπική αυτοκρατορία που το 2024 είχε έσοδα 2,6 δις δολάρια, της οποίας παρέμεινε μέχρι τέλους μοναδικός μέτοχος, CEO και καλλιτεχνικός διευθυντής. Έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε πως δεν εκχώρησε ποτέ τον καλλιτεχνικό σχεδιασμό σε κάποιον άλλον, ούτε καν σε μορφή «φιλοξενίας».

O Armani πέρασε οργανικά από την ένδυση στην εσωτερική διακόσμηση, από το να ντύνει το σώμα στο να επενδύει τον χώρο, και από εκεί οδηγήθηκε στα ξενοδοχεία, στα εστιατόρια και έναν εκθεσιακό χώρο στο Μιλάνο, τα Armani/ Silos, συνθέτοντας, έτσι, ένα lifestyle, που όμοιο του στην παγκόσμια μόδα έχει πετύχει μόνο ο Ραλφ Λόρεν. Όλες οι εκφάνσεις του στυλ του – Ανδρική και Γυναικεία σειρά, Υψηλή Ραπτική, Αρώματα, Προϊόντα Ομορφιάς, Έπιπλα και Ξενοδοχεία – φέρουν τη σφραγίδα του. Είναι ο τελευταίος από τη γενιά του που κατάφερε κάτι παρόμοιο.

Η σχέση με το σινεμά

Αν δεν γινόταν σχεδιαστής, θα είχε επιλέξει τη σκηνοθεσία, γιατί του άρεσε να δημιουργεί ατμόσφαιρες, να ντύνει τα άτομα που τις κατοικούν και να αφηγείται, στη συνέχεια, μια ιστορία. Ίσως έτσι ερμηνεύεται η εκπληκτική του επιτυχία στα κοστούμια για το σινεμά, από τον American Gigolo μέχρι τον Λύκο της Γουόλ Στριτ, με ενδιάμεσες στάσεις του Αδιάφθορους του Ντε Πάλμα (1987) και τα Φιλαράκια του Σκορσέζε (1990). Ανταποδίδοντάς του την αγάπη και τον θαυμασμό, ο Σκορσέζε σκηνοθέτησε το ντοκυμαντέρ Made In Milan με θέμα την δημιουργική μέθοδο του Armani.

«Το σινεμά είναι κάτι παραπάνω από ένα μέσον να παρουσιάσεις ένα στυλ. Έχει τη δύναμη να δημιουργεί μια αύρα γύρω από το όνομα ενός σχεδιαστή, προσφέροντας του ένα πολύτιμο συγκριτικό πλεονέκτημα», είχε δηλώσει παλιότερα στην αμερικάνικη Vogue. Η τρέχουσα εμμονή της μόδας με την ψυχαγωγία δεν τον αφορούσε. «Μου είναι αφόρητο να βλέπω γύρω μου σχεδιαστές που θέλουν να προσφέρουν ένα εντυπωσιακό θέαμα, και αποκλίνουν από την υλικότητα της ένδυσης», πίστευε.

Συνήθιζε να λέει πως η ζωή – άρα και η δουλειά- είναι μια καμπύλη μάθησης. Φρόντιζε, λοιπόν, να απορροφά ό,τι του πρόσφερε η επαφή με σκηνοθέτες στο θέατρο και το σινεμά (για το πώς να υπαινίσσεται συναισθήματα), αλλά και οι συνεργασίες με τα εργοστάσια που παράγουν τα υλικά της μόδας του, ώστε να αποσπά την καλύτερη ποιότητα.

Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξε από τους πρώτους σχεδιαστές μόδας που συμπεριέλαβε το Hollywood dressing – και τη δημοσιότητα γύρω από αυτό – στη δουλειά του, εγκαινιάζοντας μάλιστα γραφείο VIP dressing στο Los Angeles ήδη από το 1988, μια δεκαετία πριν αρχίσουν να αντιλαμβάνονται τη δύναμη των σταρ οι άλλες ετικέτες μόδας.

Giorgio Armani: «Η κομψότητα δεν είναι για να σε προσέχουν αλλά για να σε θυμούνται» Facebook Twitter
Αν δεν γινόταν σχεδιαστής, θα είχε επιλέξει τη σκηνοθεσία, γιατί του άρεσε να δημιουργεί ατμόσφαιρες, να ντύνει τα άτομα που τις κατοικούν και να αφηγείται, στη συνέχεια, μια ιστορία. Ίσως έτσι ερμηνεύεται η εκπληκτική του επιτυχία στα κοστούμια για το σινεμά, από τον American Gigolo μέχρι τον Λύκο της Γουόλ Στριτ.

Η συνέχεια

«Για το μόνο που μετανιώνω στη ζωή είναι ότι πέρασα πολλές ώρες δουλεύοντας κι όχι αρκετό χρόνο με την οικογένειά μου», δήλωσε σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. Ο Αρμάνι δεν είχε παιδιά. Κανένα πλάνο για το μέλλον της αυτοκρατορίας του δεν έχει ανακοινωθεί, αλλά δεν διέφυγε από κανέναν ότι στην τελευταία επίδειξη Emporio Armani στο Μιλάνο, πέρσι, ο μόδιστρος υποκλίθηκε συνοδευόμενος για πρώτη φορά από τον Leo Dell’Orco, επικεφαλής σχεδιαστή των αντρικών στο Armani Group και τέσσερα μέλη της σχεδιαστικής του ομάδας, ανάμεσά τους και την ανιψιά του, Σιλβάνα, κόρη της αγαπημένης του ανιψιάς και συνεργάτιδας, Ρομπέρτα.

«Τους έχω κληροδοτήσει ένα βασικό σχεδιαστικό αξίωμα: φροντίστε ώστε το ρούχο να μην εξουδετερώνει το άτομο, αντίθετα, να το ενισχύει. Δίδαξα, ακόμα, στην ομάδα μου την τέχνη της αφαίρεσης, στην οποία διέπρεψε η Coco Chanel. Τέλος, τους εφιστώ την προσοχή στη σύνδεση με την πραγματικότητα – ποτέ μην αποτραβιέστε σε έναν λευκό πύργο, πορευτείτε με την εποχή σας», δήλωνε σε συνέντευξη εκείνη την εποχή στον Guardian.

Όσο κι αν είναι δύσκολο να φανταστούμε την αυτοκρατορία Armani χωρίς εκείνον, το brand του είναι μεγαλύτερο από αυτόν, όπως συνέβη στο παρελθόν με άλλους μύθους της πολυτέλειας, σαν την Chanel και τον Dior.

Για όποιο συμβολισμό μπορεί να έχει, να σημειώσουμε ότι το κτίριο Armani-Manzoni στο Μιλάνο – ένα πολυκατάστημα αποκλειστικά με σειρές Armani, που περιλαμβάνει και το ξενοδοχείο Armani και ένα πριβέ κλαμπ – είναι το σχήμα ενός τεράστιου «Α». Αν δεν είχε χτιστεί το 1937, θα λέγαμε πως και αυτό το είχε σχεδιάσει ο ίδιος ως παρακαταθήκη του έπους του. Ενός έπους που σήμερα, στην τελευταία πράξη του, έριξε αυλαία με τον τρόπο που θα επιθυμούσε ο Giorgio: Σιωπηλά, συγκροτημένα και χωρίς δράμα. Η γραμμή ενός σακακιού και η συνοχή μιας συλλογής θα είναι πάντα ο τρόπος του να τα πει όλα.
 

Πρωτοπόρος και στις εκδόσεις

Giorgio Armani: «Η κομψότητα δεν είναι για να σε προσέχουν αλλά για να σε θυμούνται» Facebook Twitter
Εξώφυλλα του περιοδικού

Η προωθημένη ιδέα ενός περιοδικού που θα περικλείει τον κόσμο ενός fashion brand – πολύ πριν τα φιλμ, τα blogs και τα social media αναλάβουν αυτό το έργο – ανήκει στον Giorgio Armani. Το 1989, δημιούργησε ένα fanzine σε πρωτόγνωρο για την εποχή Α3 format, που για 18 τεύχη (ως το 1998), υπό την εκλεκτική (κατά πολλούς ιδιότροπη) διεύθυνση της νεαρότερης αδελφής του, Rosanna, καθιέρωσε ένα προηγούμενο που έκτοτε υιοθετήθηκε από πολλούς, ανάμεσά τους την Chanel και τα Acne Studios. Αρχικά ξεκίνησε σαν κατάλογος που θα προωθούσε την αισθητική Emporio Armani – έναν καθαρό, σπορτίβ μινιμαλισμό, εμπνευσμένο από τη φύση αλλά και στην αστική ζωή. Η ποιότητα του, όμως, το αναβάθμισε σε κανονική έκδοση, και μάλιστα εξαιρετικά προωθημένη λόγω των εκδοτικών καινοτομιών (αποσπώμενα τεύχη μέσα στο περιοδικό, αναδιπλούμενες σελίδες με πανοραμικές λήψεις, οικολογικό χαρτί) και του αποκλειστικού περιεχομένου της.

Ο Peter Lindbergh, snapper των σούπερ μόντελ της εποχής, επιμελήθηκε φωτογραφήσεις σε αυτό, όπως και ο Aldo Fallai, γνωστός για τα ασπρόμαυρα πορτρέτα του στα ΄70ς, ή η Αμερικανίδα φωτογράφος διασημοτήτων, Roxanne Lowit. Κάθε τεύχος ήταν θεματικό, γύρω από πρόσωπα και προορισμούς, ενώ το περιεχόμενο χτιζόταν σαν μια συλλογή, με ιστορίες, αναμνήσεις, φωτογραφήσεις και moodboards όπου εμπλέκονταν συναρπαστικοί άνθρωποι – από την πρωτοεμφανιζόμενη Jennifer Jason Leigh μέχρι μύθους σαν τον Rem Koolhaas και τον Bernardo Bertolucci. «Βλέποντας τις εικόνες, αισθανόσουν την αυτοπεποίθηση του Mr Armani, έγραψε τότε η εκλιπούσα Ingrid Sischy (συγγραφέας και κριτικός σε θέματα πολιτισμού, επί μακρόν συνεργάτης των περιοδικών Interview magazine, The New Yorker and Vanity Fair). «Γευόσουν την απαλότητα για την οποία φημίζονται τα ρούχα του. Σου προσφερόταν ένας κόσμος όπου οι άντρες δεν πρέπει να είναι φαλλοκράτες για να είναι αρσενικά, και οι γυναίκες δεν πρέπει να νοιώθουν άβολα μέσα στα ρούχα τους.



Πηγή: www.lifo.gr