ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ, οι οποίες –αν και δεν διανύουμε οποιουδήποτε τύπου προεκλογική περίοδο– εμφανίζονται, χωρίς (;) ουσιαστική αιτία, με μεγάλη συχνότητα, είναι πως στεκόμαστε με ιδιαίτερη έμφαση στις αποδόσεις των κομμάτων. Πρόθεση ψήφου, αναγωγή και παράσταση νίκης. Καμιά φορά αναφερόμαστε και στη δημοφιλία που συγκεντρώνουν οι πολιτικοί αρχηγοί, αν και όλοι γνωρίζουμε πως αυτή η παράμετρος δεν έχει ιδιαίτερη σημασία και δεν θα παίξει κανένα ρόλο όταν έρθει η ώρα της κάλπης. Μια απόδειξη γι’ αυτόν τον ισχυρισμό, που ουσιαστικά έχει αποδειχτεί με βεβαιότητα, είναι πως ο Κωστής Στεφανόπουλος και ο Λεωνίδας Κύρκος στην εποχή τους ήταν από τα πιο δημοφιλή πολιτικά πρόσωπα, πιο δημοφιλή και αγαπητά ακόμα και από πρωθυπουργούς∙ κι όμως, τα κόμματα των οποίων ηγούντο όχι απλώς δεν τα πήγαιναν καλά την ώρα των εκλογών αλλά συχνά δεν κατάφερναν να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο όριο του 3% για να μπουν στη Βουλή.
Παγιώνεται τα τελευταία χρόνια, κυρίως με ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης αλλά και άλλων κομμάτων, η παρουσία δεξιά της ΝΔ ακροδεξιών και λαϊκιστικών σχηματισμών οι οποίοι με τον καιρό συγκεντρώνουν αθροιστικά ολοένα μεγαλύτερα ποσοστά επιρροής, που φτάνουν και το 20%.
Υπάρχουν σίγουρα τα προφανή συμπεράσματα από τις δημοσκοπήσεις, αυτά που μας διαβεβαιώνουν για τα εξής: 1) Η κυβέρνηση έχει τεράστια φθορά συγκριτικά με την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, αλλά διατηρεί την πρώτη θέση, με λίγες όμως πιθανότητες ανάκαμψης που να της επιτρέπουν την ώρα των εκλογών να ανακτήσει τόσες δυνάμεις ώστε να διεκδικήσει νέα αυτοδυναμία. 2) Από τα αριστερά της ΝΔ η αντιπολίτευση δεν είναι απλώς πολυδιασπασμένη αλλά δεν δημιουργεί καν τις προϋποθέσεις για μια μελλοντική συνεργασία κάποιων κομμάτων που θα απειλούσαν με επάρκεια τη ΝΔ. 3) Το δεύτερο κόμμα, είτε είναι το ΠΑΣΟΚ είτε η Πλεύση Ελευθερίας, βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τη ΝΔ∙ η διαφορά τους συνήθως αγγίζει ή και ξεπερνάει το 15%. 4) Παγιώνεται τα τελευταία χρόνια, κυρίως με ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης αλλά και άλλων κομμάτων, η παρουσία δεξιά της ΝΔ ακροδεξιών και λαϊκιστικών σχηματισμών οι οποίοι με τον καιρό συγκεντρώνουν αθροιστικά ολοένα μεγαλύτερα ποσοστά επιρροής, που φτάνουν και το 20%, κάτι πρωτοφανές στα μεταπολιτευτικά χρονικά.
Εκτός από τα προφανή, όμως, προκύπτουν και ενδιαφέροντα συμπεράσματα που σε κάποιον βαθμό δίνουν απαντήσεις και για άλλα ζητήματα σε σχέση με το σημερινό πολιτικό σκηνικό και τις τάσεις της κοινωνίας, είτε αφορούν το κυβερνών κόμμα είτε αυτά της αντιπολίτευσης. Ένα από τα συμπεράσματα που αγγίζει γενικότερα το πολιτικό σύστημα αφορά το φαινόμενο Κωνσταντοπούλου, το κόμμα της οποίας τους τελευταίους μήνες γνωρίζει μια συνεχή άνοδο, που αρχικά από πολλούς αποδόθηκε στον τρόπο με τον οποίο η πρόεδρός του χειρίστηκε το θέμα των Τεμπών. Πίστευαν ότι θα «ξεφουσκώσει», αλλά ο καιρός μάς δείχνει πως αυτή η άνοδος δεν ήταν συγκυριακή. Το κόμμα της διατηρεί τη δεύτερη θέση, υπερκεράζοντας το ΠΑΣΟΚ και επιβεβαιώνοντας ότι στη χώρα αυτή είναι πιθανό να συμβούν τα πάντα∙ ακόμα και ένα κόμμα χωρίς πρόγραμμα, χωρίς συγκρότηση, με άγνωστους και διορισμένους βουλευτές και με βαθιά ελλειμματικό πολιτικό λόγο, ένα κόμμα καθαρά αρχηγικό και με όχημα έναν φραστικό και όχι ουσιαστικό αντισυστημισμό είναι ικανό να κερδίσει την εμπιστοσύνη πολλών ανθρώπων. Δεύτερο συμπέρασμα που αφορά όλα τα κόμματα είναι ότι οι μετρήσεις διαψεύδουν την εκτίμηση πως η Πλεύση Ελευθερίας απευθύνεται στον αριστερό κόσμο και εισπράττει οφέλη κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ, από τον οποίο προέρχεται η πρόεδρός του. Μία από αυτές τις μετρήσεις (MRB) δείχνει πως από τον ΣΥΡΙΖΑ η Πλεύση Ελευθερίας εισπράττει το 18,5%, αλλά από το κόμμα Βελόπουλου κερδίζει ποσοστό 19,3%, ενώ παίρνει ποσοστό 9,9% από τη Νέα Αριστερά, 5,2% από το ΚΚΕ και 4,3% από ψηφοφόρους της ΝΔ.
Τρίτο ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο οδηγούν οι δημοσκοπήσεις είναι πως ο «κανένας» σκαρφαλώνει στην πρώτη ή τη δεύτερη θέση σε ό,τι αφορά την καταλληλότητα για πρωθυπουργός, κάτι που δείχνει σοβαρό έλλειμμα εμπιστοσύνης στα πολιτικά πρόσωπα τα οποία ηγούνται των κομμάτων. Κάποιοι θα επισήμαιναν ότι τα πράγματα σε αυτόν τον δείκτη είναι ακόμα χειρότερα: σε μια μέτρηση τη δεύτερη θέση –έστω μακριά από τον πρώτο– καταλαμβάνει η Ζωή Κωνσταντοπούλου και την τρίτη ο Κυριάκος Βελόπουλος! Το πιο ανησυχητικό όμως, και επικίνδυνο παράλληλα, είναι η καταγραφή των συναισθημάτων που διακατέχουν μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Κυριαρχούν η οργή, η απογοήτευση, η παραίτηση και ο φόβος. Αυτά νιώθει η πλειονότητα των πολιτών. Αν συνδυαστούν με την οργή που αισθάνεται για τη διαφθορά, τις αδικίες, την κακή δημόσια διοίκηση και τις ανισότητες, δημιουργείται ένα εκρηκτικό κοινωνικό κοκτέιλ…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.