Σε τεράστια απώλεια εισοδήματος έως 16 δισ. ευρώ τον χρόνο οδηγεί η κλιματική κρίση την ελληνική οικονομία, όπως δείχνουν εξειδικευμένη μελέτη του ΙΟΒΕ, η οποία δημοσιοποιήθηκε σήμερα. Παράλληλα, το ακραίο σενάριο της ίδιας μελέτη συνοδεύει την παραπάνω δυσοίωνη πρόβλεψη με μια εξίσου δυσοίωνη εκτίμηση για απώλειες 327 χιλιάδων θέσεων εργασίας. Τα ανωτέρω θα ισχύσουν στον προαναφερόμενο βαθμό, εφόσον δε ληφθούν άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου, καθώς η κλιματική κρίση έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, κάτι που διαπίστωσε η Ελλάδα και στην περίπτωση του Daniel.
Σε μια σειρά από έξι μελέτες για την επίπτωση της κλιματικής κρίσης στα νοικοκυριά, τον πρωτογενή τομέα, τη βιομηχανία, τον τουρισμό, την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, το ΙΟΒΕ επισημαίνει του κινδύνους και κάνει προτάσεις πολιτικής για την αύξηση της ανθεκτικότητας της οικονομίας.
Μία από τις επιπτώσεις θα είναι η μείωση διαθέσιμου εισοδήματος, η αύξηση ανελαστικών δαπανών για θέρμανση και ψύξη και μετατόπιση της κατανάλωσης σε άλλους κλάδους.
Στο ακραίο κλιματικό σενάριο, μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 10% και αλλαγή στις καταναλωτικές συνήθειες δύνανται να περιορίσουν το ΑΕΠ κατά 16 δισ. ευρώ ετησίως, με εκτιμώμενη απώλεια 327 χιλ. θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης.
«Βαριές» απώλειες στον τουρισμό
Σε ότι αφορά τον τουρισμό την αποκαλούμενη βαριά βιομηχανία της χώρας συμβάλλοντας κατά περίπου 18% στο ΑΕΠ της χώρας και δημιουργώντας περισσότερες από 800 χιλ. άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις αλληλεπιδράσεις του με άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Με δεδομένο πως η θερινή αιχμή σε παραδοσιακούς προορισμούς αναμένεται να συρρικνωθεί λόγω ακραίων θερμοκρασιών, η μελέτη εκτιμά πιθανές απώλειες μέχρι και 2,2 δισ. και απώλεια 38 χιλιάδων θέσεων πλήρους απασχόλησης ετησίως. Ωστόσο, μέσα από στοχευμένες παρεμβάσεις επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου και ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού, είναι εφικτή η αντιστάθμιση των απωλειών και μια οριακή αύξηση του ΑΕΠ κατά €228 εκατ. και 6,6 χιλ. νέες θέσεις εργασίας ετησίως.
Οι απώλειες στον πρωτογενή τομέα
Ο πρωτογενής τομέας αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, με ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη της περιφέρειας και την κοινωνική συνοχή. Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) του τομέα ανέρχεται σε περίπου 7,4 δισ. ευρώ, με βασική πηγή την παραγωγή φυτικών και ζωικών προϊόντων.
Ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως η κακοκαιρία Daniel, μπορούν να προκαλέσουν απώλειες άνω των 1,4 δισ. ευρώ στην τριετία και απώλεια 58 χιλ. θέσεων εργασίας. Επιπλέον, έως και το 10% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων ενδέχεται να μην επιστρέψουν στην παραγωγή.
Η απώλεια παραγωγικής ικανότητας, ιδίως σε στρατηγικής σημασίας περιοχές όπως η Θεσσαλία, επηρεάζει άμεσα την εθνική διατροφική επάρκεια, ενισχύοντας την εξάρτηση από εισαγωγές και δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές βασικών αγαθών.
Ωστόσο, η αποτελεσματική προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν περιορίζεται στην αποτροπή ζημιών, αλλά μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός αναπτυξιακής προοπτικής, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής, τη διαφοροποίηση του εισοδήματος και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τομέα.
Τι θα συμβεί στη βιομηχανία
Η βιομηχανία, αν και εξακολουθεί να υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, παραμένει βασικός μοχλός παραγωγής και απασχόλησης. Το 2023 το μερίδιό της στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) ανήλθε σε 15% (30,2 δισ. ευρώ), έναντι 14% το 2015, ενώ η απασχόληση στον κλάδο διαμορφώθηκε στα 479 χιλ. άτομα (9,5% της συνολικής απασχόλησης).
Η σχετική μελέτη τεκμηριώνει ότι υπό συνθήκες επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης, το ΑΕΠ μπορεί να ενισχυθεί κατά €2,4 δισεκ. ετησίως και να δημιουργηθούν έως 25,2 χιλ. θέσεις εργασίας. Η αναπτυξιακή προοπτική εκτείνεται και σε περιοχές Δίκαιης Μετάβασης, όπως η Δυτική Μακεδονία.
Χρηματοπιστωτικός τομέας
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας εκτίθεται τόσο σε φυσικό κίνδυνο, όσο και σε κίνδυνο μετάβασης λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Η μελέτη αναδεικνύει σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην κλιματική αλλαγή.
Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι το 91% των δανείων των ελληνικών συστημικών τραπεζών αφορά σε κλάδους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, ωστόσο, κατά μέσο όρο, μόνο το 1,9% των περιουσιακών στοιχείων είναι ευθυγραμμισμένο με την Ευρωπαϊκή Ταξινομία. Παράλληλα, περίπου το 7% των χορηγήσεων αφορά σε επενδύσεις που εκτίθενται σε οξύ φυσικό κίνδυνο.
Η περιορισμένη διαθεσιμότητα δεδομένων, η έλλειψη προσαρμοσμένων εργαλείων αξιολόγησης και η υποεκτίμηση του φυσικού κινδύνου σε τραπεζικούς και ασφαλιστικούς δείκτες, περιορίζουν την αποτελεσματική ενσωμάτωση του κλιματικού κινδύνου στις αποφάσεις χρηματοδότησης.
Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο σημαντικό ασφαλιστικό κενό έναντι φυσικών καταστροφών.
Παρά την αύξηση της προσφοράς προϊόντων, η ασφαλιστική κάλυψη παραμένει εξαιρετικά χαμηλή, ειδικά στον αγροτικό τομέα και σε περιοχές υψηλού κινδύνου με μόλις το 3% των συνολικών ζημιών να καλύπτεται μέσω ιδιωτικής ασφάλισης – ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΕΟΧ (21%).
Οριζόντιες πολιτικές για προσαρμογή και ανθεκτικότητα
Η έκθεση καταλήγει σε ένα συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο δράσης με τομεακές προτάσεις για πολιτικές προσαρμογής, επενδυτικές κατευθύνσεις, χρηματοδοτικά εργαλεία και θεσμικές παρεμβάσεις.
Έμφαση δίδεται στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της οικοκαινοτομίας, στην ενσωμάτωση του κλιματικού κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην αποτελεσματικότερη/καλύτερη διακυβέρνηση της προσαρμογής σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΙΟΒΕ προτείνει δέσμη προτάσεων πολιτικής, οι οποίες συνοψίζονται:
– Προστασία των νοικοκυριών – απαραίτητες επενδύσεις στην ενεργειακή αποδοτικότητα, στην προσαρμογή του συστήματος υγείας και στη βελτίωση του δικτύου μέσων μαζικής μεταφοράς με έμφαση στην ηλεκτροκίνηση.
– Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και η ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού περιορίζουν τις απώλειες από την πτώση της θερινής ζήτησης, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
– Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του πρωτογενούς τομέα και η υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών που βελτιώνουν την απορρόφηση άνθρακα περιορίζουν τις απώλειες από την κλιματική αλλαγή, προστατεύουν τη διατροφική επάρκεια και στηρίζουν το αγροτικό εισόδημα, με αξιοποίηση της τεχνολογίας και καλύτερη διαχείριση των φυσικών πόρων.
– Η ενίσχυση της βιομηχανίας μέσα από στοχευμένες παρεμβάσεις σε υποδομές, τεχνολογία και δεξιότητες επιταχύνει την πράσινη μετάβαση, ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και στηρίζει τη στρατηγική αυτονομία της ελληνικής οικονομίας.
– Η ενίσχυση της οικοκαινοτομίας μπορεί να παρέχει λύσεις απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Η σύνδεση με την επιχειρηματικότητα ενισχύει τη βιώσιμη ανάπτυξη δημιουργώντας ευκαιρίες απασχόλησης και επενδύσεων.
– Η αποτελεσματική ενσωμάτωση του κλιματικού κινδύνου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι αναγκαία για τη σταθερότητα, τη βιωσιμότητα και τη διοχέτευση πόρων προς την πράσινη μετάβαση. Απαιτείται συνδυασμός ρυθμιστικής σαφήνειας, ενίσχυσης της τεχνογνωσίας και ενεργοποίησης ιδιωτικών κεφαλαίων.