H επιστημονική τους ονομασία είναι Φοροραχίδες αλλά είναι περισσότερο γνωστά ως «πτηνά του τρόμου». Ζούσαν πριν από αρκετά εκατ. έτη στην αμερικανική ήπειρο και ήταν πτηνά με ύψος μεγαλύτερο από αυτό του ανθρώπου αποτελώντας ίσως τον κορυφαίο θηρευτή στις περιοχές που ζούσε. Ομάδα ερευνητών εντόπισε ευρήματα της επίθεσης που δέχτηκε ένα πτηνό του τρόμου από έναν αρχαίο κροκόδειλο.
Τα πτηνά του τρόμου έφταναν σε ύψος τα 2,5 μέτρα και εκτός από το τεράστιο ύψος τους διέθεταν ισχυρά πόδια και γαμψά, κοφτερά ράμφη για να ξεσκίζουν τη σάρκα των θηραμάτων τους. Με δημοσίευση της στην επιθεώρηση «Biology Letters» η ερευνητική ομάδα αναφέρει ότι βρήκε στο οστό του ποδιού ενός πτηνού του τρόμου σημάδια από δαγκωματιές που εκτιμάται ότι ανήκουν σε κάποιο κροκοδειλόμορφο πλάσμα πιθανώς ένα αρχαίο είδος κάιμαν, ενός υδρόβιου είδους αλιγάτορα.
Οι τρισδιάστατες ψηφιακές σαρώσεις των δαγκωμάτων επέτρεψαν στους επιστήμονες να ανασυνθέσουν αυτό που πιστεύουν πως ήταν μια “μάχη μέχρι θανάτου”, από την οποία το τρομοπούλι δεν επέζησε. Η ανακάλυψη σύμφωνα με τους ερευνητές αποτελούν σπάνιες ενδείξεις μιας αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε δύο εξαφανισμένους κορυφαίους θηρευτές εκείνης της εποχής.
Το οστό του ποδιού που μελέτησαν οι επιστήμονες είχε ανασκαφεί για πρώτη φορά πριν από περισσότερα από 15 χρόνια στην Έρημο Τατακόα της Κολομβίας. Όταν το πτηνό ζούσε στους βάλτους της περιοχής πριν από 13 εκατομμύρια χρόνια, είχε ύψος περίπου 2,5 μέτρα και χρησιμοποιούσε τα πόδια και το ράμφος του για να συγκρατεί και να εξοντώνει τα θηράματά του.
Αυτό που οι επιστήμονες δεν μπορούν να αποδείξουν με βεβαιότητα είναι αν αυτό το συγκεκριμένο, άτυχο τρομοπούλι σκοτώθηκε από την επίθεση ή αν ο καϊμάν απλώς κατασπάραξε τα υπολείμματά του.
«Δεν υπάρχουν σημάδια επούλωσης στα δαγκώματα του οστού. Άρα, αν δεν ήταν ήδη νεκρό, πέθανε από την επίθεση. Αυτή ήταν η τελευταία μέρα που το πουλί αυτό υπήρξε στον πλανήτη και ένα κομμάτι από το οστό του βρέθηκε 13 εκατομμύρια χρόνια αργότερα», εξήγησε ο Άντρες Λινκ από το Universidad de Los Andes στη Μπογκοτά της Κολομβίας, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Naftemporiki.gr