Φωτιά στη Χίο: «Σε παρακαλώ, δεν θέλω να σε αφήσω εδώ»


«Βοηθήσαμε και μεταφέραμε συνολικά 300-400 ανθρώπους, δεν πίστευα ότι η φωτιά θα φτάσει στην παραλία». Ορισμένοι κάτοικοι της Χίου, αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να επιχειρήσουν μέσα στον πύρινο όλεθρο. Άλλοι προσπαθούσαν να καθυστερήσουν την πυρκαγιά, κάποιοι προετοίμαζαν τις επόμενες κινήσεις, ενώ άλλοι βοηθούσαν στην ασφαλή εκκένωση. Ο κ. Μιχάλης Μπελέγρης, μαζί με την ομάδα του, έδωσαν τον δικό τους αγώνα με τα 4 ιδιωτικά σκάφη που διαθέτουν, γεμάτοι αυταπάρνηση και συντονισμένες προσπάθειες, για τη διάσωση όσων είχαν κατευθυνθεί προς την θάλασσα, ώστε να γλιτώσουν από την λαίλαπα που κατέκαιγε την Βολισσό.

Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνα Χαϊνά 

Ήταν περίπου 14:00-14:30 το μεσημέρι της Τρίτης (12/08) όταν εκδηλώθηκε το πύρινο μέτωπο στην Ποταμιά, βόρεια της Βολισσού, στη βορειοδυτική Χίο, με τις πυροσβεστικές δυνάμεις να επιχειρούν άμεσα για την κατάσβεσή της. Έπειτα από περίπου μία ώρα, η φωτιά πλησίαζε και απειλούσε άμεσα το χωριό.

Ο κ. Μπελέγρης, ο οποίος δραστηριοποιείται με τα ενοικιαζόμενα σκάφη του στην περιοχή της Βολισσού, προσφέροντας μία θαλάσσια εμπειρία στα καταγάλανα νερά του νησιού, είχε επιστρατεύσει την ομάδα του, αυτή τη φορά, για να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους. Όπως ο ίδιος λέει στο enikos.gr, όταν ξεκίνησε η φωτιά υπήρξε άμεση επαφή με το Λιμεναρχείο, από όπου τον ενημέρωσαν ότι δεν γνωρίζουν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση, οπότε τέθηκαν σε ετοιμότητα. «Τους είπα, αν χρειαστεί, να ξέρουν ότι έχουν εμάς. Μέχρι τις 17:00 είχα μαζέψει όλη την ομάδα, και ήταν έτοιμα τα σκάφη. Παρακολουθούσαμε το μέτωπο, αλλά δεν πίστευα ότι θα φτάσει στην παραλία».

Περίπου στις 17:30 η πυρκαγιά άρχισε να κατευθύνεται πολύ επιθετικά, με την βοήθεια των ισχυρών ανέμων που έπνεαν στην περιοχή. «Οι παραθαλάσσιες περιοχές ήταν πλημμυρισμένες από κόσμο. Μέσα σε 15 λεπτά, η φωτιά ήταν στο χωριό, έκαψε περιμετρικά δέντρα και χόρτα, χωρίς να σημειωθούν πολλές ζημιές σε σπίτια, όμως, “ενεργοποίησε” ακόμα περισσότερες δυνάμεις της Πυροσβεστικής για να σβήσουν τα μέτωπα εντός του οικισμού». Σύμφωνα με τον κ. Μπελέγρη, εκείνη την στιγμή, υπήρχε ένα μέτωπο που κατευθυνόταν προς τις παραλίες Λήμνος, Λευκάθια και Αγία Μαρκέλλα, ενώ το δεύτερο, κινούνταν προς την μεγάλη παραλία Μάναγρος, όπου υπάρχουν πολλές κατοικίες.

«Εκείνη την στιγμή, όπως το αντιλαμβανόμουν εγώ, είχε μείνει λίγο πίσω το κομμάτι της φωτιάς που κατευθυνόταν προς τον Μάναγρο. Οι πολίτες δεν ήταν διατεθειμένοι να εκκενώσουν, αλλά όταν η πυρκαγιά έφτασε στο απροχώρητο, κατέβηκαν ακόμη και με τα αυτοκίνητά τους, στις παραλίες ή προς τα Λιμνιά θεωρώντας πως εκεί ήταν ασφαλείς, γιατί ήταν δίπλα στην θάλασσα. Εκείνη την στιγμή, επικοινώνησα ξανά με το Λιμενικό, και ζήτησα άδεια για να πάρουμε κόσμο από το σημείο». Όπως λέει ο κ. Μπελέγρης δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες καταστάσεις, οπότε ο κόσμος δεν γνώριζε πού μπορεί να αφήσει τα οχήματα και κάποιος έπρεπε να αναλάβει αυτόν τον ρόλο.

«Οπότε, εκείνη την στιγμή κάναμε τους παρκαδόρους. Κάποιοι δεν ήθελαν να φύγουν, ήθελαν να βλέπουν τι γίνεται στα σπίτια τους, ή δεν μπορούσαν να αφήσουν πίσω ηλικιωμένους. Τότε, οι φλόγες άρχισαν να μπαίνουν στο λιμάνι, το οποίο από πάνω έχει λόφους με σπίτια στα 200 μέτρα. Ήταν ένα βουκολικό τοπίο. Βγάζουμε 80-90 άτομα με τα φουσκωτά για αρχή, και τα τρία από αυτά φεύγουν προς το λιμάνι Λιθί. Εκεί, άφησαν τους πρώτους ανθρώπους και σε όλη αυτή την κατάσταση, ήρθαν και τα πρώτα σκάφη του Λιμενικού. Εμείς, μεταφέραμε τον κόσμο απο τα Λιμνιά και τις παραλίες Αγία Μαρκέλλα, Λάμψα, Λήμνος και Μάναγρος προς το Λιθί καθώς και προς τα σκάφη του Λιμενικού».

«Πάλι το ίδιο θα έκανα»

Περιγράφοντας τις αγωνιώδεις στιγμές, τις οποίες -τουλάχιστον- εκείνη την στιγμή δεν αντιλαμβανόταν, ανέφερε πως ο κόσμος μόλις τους αντίκριζε με τα σκάφη ηρεμούσε, όμως στην συνέχεια οι περισσότεροι ήταν σε πανικό. «Ευτυχώς, δεν ξέρω πώς, επικράτησε μία ηρεμία και ανέβαιναν στα σκάφη. Έπρεπε να κολυμπήσουν για 2-3 μέτρα στη θάλασσα, γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε πιο κοντά». Όταν ολοκλήρωσαν το πρώτο μέρος της επιχείρησής τους, περίπου στις 19:30 το απόγευμα, ειδοποιήθηκε ότι η φωτιά πλέον κατευθυνόταν προς τον Μάναγρο, όπου είναι και το σπίτι του κ. Μπελέγρη. Τραγικό παιχνίδι της μοίρας, όσο εκείνος με την ομάδα του, βοηθούσε συνανθρώπους του να απεγκλωβιστούν και να μεταφερθούν σε ασφαλή σημεία, η οικεία του, απειλούνταν άμεσα από τις φλόγες.

«Βγήκαμε στον Μάναγρο, ήρθαν άλλα δύο σκάφη του Λιμενικού, παίρναμε κόσμο και τους δίναμε σε αυτό. Βγάζαμε αρκετά άτομα, κάθε φορά. Τότε, αποσυμφορήθηκε η κατάσταση από τις παραλίες, και λίγο εξασθένησαν τα πύρινα μέτωπα. Στη θάλασσα υπήρχε στάχτη και έπεφταν καύτρες, οπότε έπρεπε να μετακινηθούμε πιο βαθιά για να προστατεύσουμε τα φουσκωτά, μέχρι που η φωτιά έφτασε μέσα στο λιμάνι Λιμνιών. Μέχρι τις 00:00 ήμασταν σε επιφυλακή στην παραλία, προσπαθώντας να μάθουμε αν υπάρχει κάποιος που χρειάζεται να φύγει. Έπειτα, ήμασταν στο λιμάνι, μέχρι τις 05:00 σήμερα το πρωί».

Τότε, τις πρώτες πρωινές ώρες, ήταν που ο κ. Μπελέγρης, όπως λέει, συνειδητοποίησε πως «αν δεν ήμασταν εμείς, μπορεί πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους να μην ήταν τώρα μαζί μας. Σκεπτόμενος αυτό, σας το λέω ειλικρινά, πάλι το ίδιο θα έκανα. Ό,τι κάναμε, θα το επαναλάμβανα. Δεν είναι εύκολο να συνειδητοποιήσεις τα όσα συνέβησαν, ή τι θα μπορούσε να πάει στραβά. Με τα σκάφη μας μεταφέρθηκαν και 4 σκυλάκια, όπως και γάτες. Ο χρόνος όλων μας, σταμάτησε χθες το μεσημέρι, και συνέχισε σήμερα το πρωί».

«Θα στο χρωστάω για πάντα»

Παράλληλα, έπειτα από περίπου 12-14 ώρες, επανέρχονταν στο μυαλό του ορισμένες καταστάσεις που διαχειρίστηκε, που την στιγμή της διάσωσης των συνανθρώπων του, ήταν αυτές που του έδιναν δύναμη, ενέργεια και κουράγιο να συνεχίσει. «Ήταν ο κ. Δημήτρης, 82 ετών, που τον πήρα από το λιμάνι με μεγάλη προσπάθεια γιατί δεν ήθελε να φύγει. Του είπα “σε παρακαλώ, δεν θέλω να σε αφήσω εδώ. Άμα θες να μείνουμε, να καούμε μαζί”. Εν τέλει, μπήκαμε στην βάρκα και όταν φτάσαμε στο σκάφος του Λιμενικού, γύρισε και μου είπε “Μιχάλη, βλέπω τα μάτια σου βουρκωμένα. Παιδί μου, αυτός ο τόπος έχει φτιαχτεί και έχει καταστραφεί πάρα πολλές φορές. Πιθανώς και σήμερα να καταστραφεί άλλη μία. Δεν καταστρέφεται ο τόπος, οι άνθρωποί του είναι ο τόπος. Και όταν βλέπεις να προσπαθούν όπως εσύ, αυτός ο τόπος μόνο ελπίδα μπορεί να έχει”».

Ένα δεύτερο περιστατικό που θυμάται, ανάμεσα στις χαοτικές στιγμές, ήταν η στιγμή που πήγαιναν να παραλάβουν από την παραλία της Λήμνου, όπου καίγονταν σπίτια, κάποιους ανθρώπους, και η μικρότερη αδελφή του, Λυδία, κατά την διάρκεια της τελευταίας τους επιχείρησης, αντίκρισε την φωτιά να μπαίνει στο σπίτι της. «Δεν μου είπε τίποτα, φύγαμε και συνεχίσαμε να βοηθάμε. Αργότερα, ήρθε δίπλα μου και μου είπε να πάμε πάλι πίσω και μου εξήγησε τον λόγο. Πήγα εκεί, και άρχισα να πετάω νερό με έναν κουβά. Τότε, ήρθαν άλλα 2 άτομα, και ανεβάζαμε κουβάδες με νερό από τη θάλασσα. Κάποια στιγμή, τους λέω “τι κάνετε, πηγαίντε να σώσετε τα σπίτια σας”, και μου απάντησαν “εσείς βοηθήσατε τόσους, και εμείς δεν θα ρίξουμε έναν κουβά με λίγο νερό;”».

Η τρίτη, και πιο έντονη περίπτωση για τον ίδιο, ήταν η στιγμή που έδεσαν τα σκάφη και είχαν αφήσει όλο τον κόσμο σε ασφαλή σημεία. «Χαιρέτησα το Λιμενικό, και ο κυβερνήτης με έπιασε από τον σβέρκο και μου είπε “θα στο χρωστάω για πάντα αυτό”. Πρόκειται για πολύ δυνατές στιγμές. Το πρώτο μπουκαλάκι νερού το βάλαμε στο στόμα μας έπειτα από 12-14 ώρες. Σε όλη αυτή την κατάσταση, δεν καταλαβαίναμε τίποτα, το μόνο που θέλαμε, ήταν να βοηθήσουμε».





Πηγή: www.enikos.gr