«Είμαστε ακόμα στην αρχή», λένε με νόημα παράγοντες της αγοράς, «σκανάροντας» τις ανακοινώσεις για τους αμερικανικούς δασμούς, και το μόνο σίγουρο είναι ότι για μια ακόμα φορά ο Διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι επί του παρόντος μιλάμε για μια πολιτική συμφωνία, που μέχρι να αποτυπωθεί σε τεχνικά κείμενα εφαρμογής, θα χρειαστεί να περάσει από… σαράντα κύματα. Αυτό ακριβώς επισημαίνει σε εκτενή της ανάλυση η Alpha Bank, αναδεικνύοντας τις γκρίζες ζώνες των όσων έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, πρόκειται για μια σημαντική πολιτική συμφωνία στο πιο υψηλό επίπεδο, αλλά, προκειμένου να καταστεί μια ολοκληρωμένη εμπορική συμφωνία, θα πρέπει να διευθετηθούν με σαφήνεια όλες οι λεπτομέρειες που διέπουν τις οικονομικές συναλλαγές ανά κλάδο. Και τούτο επειδή ελλοχεύει ο κίνδυνος διαφορετικών ερμηνειών από τις δύο πλευρές κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της, όπως φάνηκε αμέσως μετά τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και Ιαπωνίας.
Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις που οι ερμηνείες τους δεν διαφέρουν, η εφαρμογή των δασμών στους επιμέρους κλάδους και η διευθέτηση τεχνικών ζητημάτων μπορεί να απαιτήσει εύλογο χρόνο, όπως αποδεικνύεται στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι αβεβαιότητες
Επίσης, ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη και αυξάνει την αβεβαιότητα για την Ευρώπη είναι ότι η σημερινή συμφωνία περιλαμβάνει μεγάλες υποσχέσεις της ΕΕ, πέραν των δασμών. Η ΕΕ φαίνεται να έχει δεσμευτεί να αγοράσει προϊόντα ενέργειας από τις ΗΠΑ αξίας 750 δισ. δολαρίων, ενώ θα επενδύσει 600 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ. Δεν έχει διευκρινιστεί αν θα πρόκειται για ευρωπαϊκά κονδύλια ή θα εμπλακεί και ο ιδιωτικός τομέας της κάθε χώρας-μέλους.
Επιπλέον, οι υποσχέσεις της ΕΕ για μεγάλης κλίμακας αγορές αμερικανικών όπλων ενέχουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας, αφού οι στρατιωτικές αποφάσεις για τις δαπάνες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών-μελών και όχι της ΕΕ, ενώ το νέο Ταμείο της ΕΕ για κοινές στρατιωτικές προμήθειες περιλαμβάνει αυστηρές διατάξεις για αγορά ευρωπαϊκών αμυντικών όπλων.
Σε κάθε περίπτωση, η αποτροπή ενός εμπορικού πολέμου είναι ένα πολύ θετικό αποτέλεσμα. Επίσης, ο ενιαίος δασμός ύψους 15% εκτιμάται ότι είναι διαχειρίσιμος από την πλευρά της Ευρώπης. Σε αυτό το πλαίσιο, ποιες θα μπορούσαν να είναι οι αναμενόμενες επιπτώσεις των αμερικανικών δασμών στην ευρωπαϊκή οικονομία;
Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες (ECB, Kiel Institute, Bruegel Institute, Conference Board), η επίπτωση πιθανόν να μην είναι ιδιαίτερα μεγάλη για τις χώρες της ΕΕ (από 0% έως 0,5% του ΑΕΠ).
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ανεξάρτητα από το μέγεθός της, η επίπτωση αυτή θα διαφέρει τόσο μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών όσο και μεταξύ των κλάδων:
- Σε επίπεδο χωρών, η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ολλανδία συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που είναι πιο εκτεθειμένες στους δασμούς επειδή οι εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ το 2024, σε όρους αξίας, ήταν πολύ υψηλές (Γερμανία: 161,2 δισ. ευρώ, Ιρλανδία: 72,1 δισ. ευρώ, Ιταλία: 64,8 δισ. ευρώ, Γαλλία: 47,1 δισ. ευρώ, Ολλανδία 43,4 δισ. ευρώ).
- Σε επίπεδο κλάδων, οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι άνισες, κυρίως λόγω των διαρθρωτικών διαφορών των αγορών τους, όπως ο βαθμός εξάρτησης από τις αμερικανικές αγορές. Τα φαρμακευτικά προϊόντα, η αυτοκινητοβιομηχανία, τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός αποτελούν τους κλάδους με την υψηλότερη εξαγωγική δραστηριότητα προς τις ΗΠΑ. Τούτο σημαίνει ότι οι χώρες που εξάγουν αυτά τα αγαθά στις ΗΠΑ, όπως η Ιρλανδία, το Βέλγιο και η Γερμανία, αντιμετωπίζουν δυσανάλογους κινδύνους.
Oι δασμολογικές επιπτώσεις φαίνεται να είναι διαχειρίσιμες για την οικονομία της ΕΕ, η οποία διατηρεί ορισμένα εργαλεία για την καλύτερη αντιμετώπισή τους. Ένα τέτοιο εργαλείο είναι ο Μηχανισμός Αποτροπής Μέτρων Εξαναγκασμού (Anti Coercion Instrument – ACI) που επιτρέπει στην EE να επιβάλει κυρώσεις σε χώρες που θεωρείται ότι υιοθετούν εχθρικές οικονομικές πολιτικές.
Για την αμερικανική κυβέρνηση το βασικό ερώτημα είναι εάν το δημοσιονομικό κέρδος από τους δασμούς θα υπερκεράσει την αρνητική επίδραση στον μέσο καταναλωτή από τον εισαγόμενο πληθωρισμό. Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ φαίνεται ότι περιόρισε στη μικρότερη δυνατή την επίδραση της δασμολογικής πολιτικής του Τραμπ επί των συνολικών εξαγωγών της προς τις ΗΠΑ, με διακριτές όμως διαφορές μεταξύ χωρών. Ωστόσο, αυξάνεται πιθανότατα η διατλαντική ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης.