Όλο και πιο νέες τεχνολογίες βοηθούν στην «αναγέννηση» και επανάψυξη των πάγων της Αρκτικής που λιώνουν λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Στο αμυδρό λυκόφως μιας χειμωνιάτικης ημέρας στην Αρκτική, μια ομάδα ερευνητών ανοίγει μια τρύπα μέσα στον πάγο και τοποθετεί μια αντλία που λειτουργεί με υδρογόνο. Σύντομα, η αντλία αυτή ρουφά θαλασσινό νερό από κάτω από τον πάγο και το εκτοξεύει στην επιφάνεια, πλημμυρίζοντας την περιοχή με ένα λεπτό στρώμα νερού. Κατά τη διάρκεια της νύχτας αυτό το νερό θα παγώσει, πυκνώνοντας αυτό που ήδη υπάρχει. Η ελπίδα των επιστημόνων είναι ότι όσο πιο ανθεκτικός είναι ο πάγος αυτός που μόλις δημιουργήθηκε, τόσο λιγότερο πιθανό θα είναι να λιώσει κατά τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες.
Από το 1979, όταν ξεκίνησαν οι δορυφορικές καταγραφές, οι θερμοκρασίες της Αρκτικής έχουν αυξηθεί σχεδόν τέσσερις φορές ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Η έκταση των θαλάσσιων πάγων έχει μειωθεί κατά περίπου 40%, και οι παλαιότεροι και παχύτεροι πάγοι έχουν μειωθεί κατά ένα ανησυχητικό 95%. Επιπλέον, οι επιστήμονες εκτίμησαν πρόσφατα ότι, καθώς οι θερμοκρασίες συνεχίζουν να ανεβαίνουν, η πρώτη ημέρα χωρίς καθόλου πάγο στην Αρκτική θα μπορούσε να συμβεί πριν από το 2030 -σε μόλις πέντε χρόνια!
Οι ερευνητές που προχώρησαν στην ανωτέρω διαδικασία προέρχονται από την Real Ice, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο που έχει ως αποστολή τη διατήρηση αυτού του τοπίου που φθίνει. Η αρχική τους εργασία έδειξε ότι η άντληση μόλις 10 ίντσες [24 εκατοστά] ωκεάνιου νερού πάνω στον πάγο ενισχύει επίσης την ανάπτυξη από τον πυθμένα, παχύνοντάς τον κατά άλλες 20 ίντσες [50 εκατοστά].
Όταν τελειώσει η διαδικασία, το κομμάτι πάγου μετρήθηκε μέχρι και 80 ίντσες πάχος [ενάμιση μέτρο] – ίσο με το κατώτερο εύρος των παλαιότερων, πολυετών πάγων στην Αρκτική. «Αν αυτό αποδειχθεί ότι ισχύει σε μεγαλύτερη κλίμακα, θα δείξουμε ότι με σχετικά λίγη ενέργεια μπορούμε πραγματικά να έχουμε ένα μεγάλο κέρδος», δήλωσε ο Andrea Ceccolini, συν-διευθύνων σύμβουλος της Real Ice.
Ο Ceccolini και ο Cian Sherwin, ο συνεργάτης του στην θέση του CEO, ελπίζουν τελικά να αναπτύξουν ένα υποβρύχιο drone που θα μπορούσε να κολυμπάει μεταξύ των τοποθεσιών, ανιχνεύοντας το πάχος του πάγου, αντλώντας νερό εφόσον χρειάζεται, στη συνέχεια να ανεφοδιάζεται και να προχωράει στο επόμενο σημείο.
Πόσο καλές είναι αυτές οι παρεμβάσεις;
Το έργο τους βρίσκεται στο επίκεντρο μιας συζήτησης σχετικά με το πώς θα μετριάσουμε τις ζημιές που προκαλεί η υπερθέρμανση του πλανήτη και κατά πόσον παρεμβάσεις για το κλίμα, όπως αυτή, θα προκαλέσουν περισσότερο κακό παρά καλό.
Η απώλεια των θαλάσσιων πάγων έχει συνέπειες πολύ πέρα από την Αρκτική. Σήμερα, η τεράστια λευκή έκταση αυτού του πάγου αντανακλά το 80% της ενέργειας του ήλιου πίσω στο διάστημα. Χωρίς αυτόν, ο σκοτεινός ανοιχτός ωκεανός θα απορροφήσει αυτή τη θερμότητα, θερμαίνοντας περαιτέρω τον πλανήτη.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας Scripps του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο, αν ο θαλάσσιος πάγος εξαφανιστεί εντελώς, θα προσθέσει την ισοδύναμη θέρμανση 25 ετών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Υπάρχουν επίσης τεράστιες επιπτώσεις στα καιρικά μας πρότυπα: Η μείωση των θαλάσσιων πάγων αλλάζει ήδη τα ωκεάνια ρεύματα, αυξάνοντας τις καταιγίδες, και στέλνοντας θερμότερο, ξηρότερο αέρα στην Καλιφόρνια, προκαλώντας αυξημένες πυρκαγιές. Στην Αρκτική, η απώλεια των πάγων σημαίνει απώλεια επισιτιστικής ασφάλειας για τα ζώα, τους μικροοργανισμούς και τις κοινότητες των αυτοχθόνων που εξαρτώνται από αυτούς.
«Προσωπικά, είμαι τρομοκρατημένη», δήλωσε η Talia Maksagak, εκτελεστική διευθύντρια του Εμπορικού Επιμελητηρίου Kitikmeot, σχετικά με την απώλεια των θαλάσσιων πάγων. «Άνθρωποι εξαφανίζονται, άνθρωποι περπατάνε και ξαφνικά πέφτουν μέσα στον πάγο», συνεχίζει.
Η Maksagak έχει συμβάλει καθοριστικά στο να συμβουλευτεί η Real Ice την τοπική κοινότητα σχετικά με την έρευνά της. «Αν η Real Ice καταλήξει σε αυτό το ιδιοφυές σχέδιο για να συνεχίσει να ξαναπαγώνει ο πάγος για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, νομίζω ότι αυτό θα είναι πολύ ωφέλιμο για τις μελλοντικές γενιές».
Τα ερωτήματα που τίθενται
Υπάρχουν ακόμη πολλά ερωτήματα γύρω από τη σκοπιμότητα και την βιωσιμότητα του σχεδίου της Real Ice, τόσο για τους επικριτές όσο και για τους ίδιους τους ερευνητές της Real Ice. Πρώτον, πρέπει να διαπιστώσουν αν η μέθοδος λειτουργεί επιστημονικά – δηλαδή το ότι ο πάγος που πύκνωσαν διαρκεί όντως περισσότερο, αντισταθμίζοντας την ταχύτητα των επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην περιοχή. Στη χειρότερη περίπτωση, η προσθήκη αλμυρού θαλασσινού νερού θα μπορούσε ενδεχομένως να προκαλέσει το ταχύτερο λιώσιμο του πάγου το καλοκαίρι. Αλλά τα αποτελέσματα της περσινής έρευνας υποδηλώνουν το αντίθετο: Κατά τη δοκιμή του πιλοτικού πάγου τρεις μήνες αργότερα, η Real Ice διαπίστωσε ότι η αλατότητά του ήταν εντός των φυσιολογικών ορίων.
Εάν όλα πάνε καλά με τις φετινές δοκιμές, το επόμενο βήμα θα είναι μια ανεξάρτητη αξιολόγηση περιβαλλοντικού κινδύνου. Ο θόρυβος της αντλίας είναι μια ανησυχία. Σύμφωνα με το WWF, ο βιομηχανικός υποβρύχιος θόρυβος μεταβάλλει σημαντικά τη συμπεριφορά των θαλάσσιων θηλαστικών, ιδίως των φαλαινών. Πώς θα επηρεαστούν από τις αντλίες νερού της Real Ice; «Όλα αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να θέσουμε», δήλωσε ο Shaun Fitzgerald, διευθυντής του Κέντρου για την Επισκευή του Κλίματος στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, το οποίο συνεργάζεται με τη Real Ice, «και όλα αυτά πρέπει να απαντηθούν πριν αρχίσουμε την όλη διαδικασία».
Ο Fitzgerald προβλέπει ότι απαιτούνται άλλα τέσσερα χρόνια έρευνας προτού ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός μπορέσει να χρησιμοποιήσει σωστά την τεχνολογία. Προς το παρόν, το Συμβούλιο Ελέγχου Επιπτώσεων του Nunavut έκρινε ότι οι ερευνητικοί χώροι και μέθοδοι της Real Ice δεν προκαλούν σημαντικές επιπτώσεις στο οικοσύστημα.

Αλλά οι επικριτές της ιδέας υποστηρίζουν ότι η διαδικασία δεν μπορεί να επεκταθεί. «Οι αριθμοί απλώς δεν στέκουν», δήλωσε ο Martin Siegert, Βρετανός παγετωνολόγος και πρώην συμπρόεδρος του Ινστιτούτου Grantham για την κλιματική αλλαγή. Επισήμανε το μέγεθος της Αρκτικής – 3,9 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια θαλάσσιου πάγου κατά μέσο όρο – και πόσες αντλίες θα χρειάζονταν πιθανώς για να παγώσει ακόμη και το 10% αυτού. Και το πιο σημαντικό: ποιος θα πληρώσει γι’ αυτό;
Ο Ceccolini δεν πτοείται από το πρώτο ερώτημα. Η τεχνολογία τους δεν είναι περίπλοκη – «Είναι τεχνολογία 50 ετών, απλώς πρέπει να τη συναρμολογήσουμε με νέο τρόπο» – και θα κοστίσει περίπου 5.000 ευρώ ανά αυτόνομη αντλία. Τα μοντέλα τους προβλέπουν ότι 500.000 αντλίες θα μπορούσαν να ανασυγκροτήσουν περίπου 386.000 τετραγωνικά μίλια θαλάσσιου πάγου κάθε χρόνο, δηλαδή μια περιοχή με το μισό μέγεθος της Αλάσκας.
Υποθέτοντας ότι ο παχύτερος πάγος διαρκεί αρκετά χρόνια, και στοχεύοντας σε διαφορετικές περιοχές ετησίως, ο Ceccolini εκτιμά ότι η τεχνολογία θα μπορούσε να διατηρήσει τα σημερινά θερινά επίπεδα θαλάσσιου πάγου της τάξης των 1,63 εκατομμυρίων τετραγωνικών μιλίων. «Έχουμε κάνει πολύ μεγαλύτερα πράγματα στην ανθρωπότητα, πολύ πιο πολύπλοκα από αυτό», δήλωσε.
Ποιος πληρώνει… τον βαρκάρη;
Όσο για το ποιος πληρώνει, αυτό είναι λιγότερο σαφές. Μια ιδέα είναι ένα παγκόσμιο ταμείο παρόμοιο με αυτό που έχει προταθεί για τα τροπικά δάση, όπου αν ένας γεωγραφικός πόρος είναι παγκοσμίως επωφελής, όπως ο Αμαζόνιος ή η Αρκτική, τότε μια διεθνής κοινότητα συνεισφέρει στην προστασία του.
Μια άλλη ιδέα είναι οι «πιστώσεις ψύξης», όπου οι οργανισμοί μπορούν να πληρώσουν για την κατάψυξη μιας συγκεκριμένης ποσότητας πάγου ως αντιστάθμισμα κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Πρόκειται για μια αμφιλεγόμενη ιδέα που ξεκίνησε από την νεοφυή εταιρεία γεωμηχανικής Make Sunsets, με έδρα την Καλιφόρνια, η οποία πιστεύει ότι οι εγχύσεις στρατοσφαιρικού αερολύματος – η απελευθέρωση ανακλαστικών σωματιδίων ψηλά στη γήινη ατμόσφαιρα – είναι ένας άλλος τρόπος για την ψύξη του πλανήτη.
Ωστόσο, η έρευνά της συνοδεύεται από πολλούς κινδύνους και άγνωστα στοιχεία που έχουν ανησυχήσει την επιστημονική κοινότητα, ενώ έχει απαγορευτεί ακόμη και στο Μεξικό.

Ο Panganga Pungowiyi, οργανωτής της κλιματικής γεωμηχανικής για το Indigenous Environmental Network, ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα για θέματα περιβαλλοντικής και οικονομικής δικαιοσύνης, είναι σθεναρά κατά της ψύξης και των πιστώσεων άνθρακα κατ’ αρχήν, εξηγώντας ότι είναι «εντελώς αντίθετα με το σύστημα αξιών μας [των ιθαγενών]».
Εξήγησε ότι, «ουσιαστικά βοηθούν τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων να αποφύγει τη λογοδοσία και να προκαλέσει βλάβη σε άλλες κοινότητες ιθαγενών – περισσότερο πόνο, περισσότερες πνευμονοπάθειες, περισσότερο καρκίνο».
Η γνώμη των Ινουίτ είναι διχασμένη
Ενώ η Maksagak υποστηρίζει το Real Ice, ο Pungowiyi λέει ότι η τεχνολογία δεν ευθυγραμμίζεται με τις αξίες των ιθαγενών και ανησυχεί για τις πιθανές βλάβες από την κλιμάκωσή της. Εκτός από τις περιβαλλοντικές ανησυχίες, ο Pungowiyi σημειώνει ότι οι νέες υποδομές στην Αρκτική έχουν ιστορικά φέρει επίσης ξένους, συχνά άνδρες, και αύξηση των σωματικών και σεξουαλικών επιθέσεων σε ιθαγενείς γυναίκες, πολλές από τις οποίες καταλήγουν να αγνοούνται ή να δολοφονούνται.
Οι Ceccolini και Sherwin γνωρίζουν αυτούς τους κινδύνους και είναι σαφείς ότι οποιαδήποτε εφαρμογή της τεχνολογίας τους θα γίνει σε συνεργασία με την τοπική κοινότητα. Ελπίζουν δε ότι το έργο θα διοικείται τελικά από αυτόχθονες.
«Δεν θέλουμε να επαναλάβουμε το είδος των λαθών που έχουν γίνει από δυτικούς ερευνητές και οργανισμούς στο παρελθόν», δήλωσε ο Sherwin.
Η Real Ice δεν είναι η μόνη εταιρεία που θέλει να προστατεύσει την Αρκτική. Η Arctic Reflections, μια ολλανδική εταιρεία, διεξάγει παρόμοια έρευνα για την πύκνωση του πάγου στο Σβάλμπαρντ.

Το περιβαλλοντικό κόστος της κλιματικής αδράνειας
Όσοι υποστηρίζουν τις στρατηγικές παρέμβασης για το κλίμα τονίζουν ότι, αν και η απαλλαγή από τον άνθρακα είναι ζωτικής σημασίας, κινείται πολύ αργά και υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης.
Τεχνολογίες όπως αυτές που αναπτύσσει η Real Ice θα μπορούσαν να κερδίσουν περισσότερο χρόνο. Ο Paul Beckwith, αναλυτής κλιματικών συστημάτων από το Πανεπιστήμιο της Οτάβα, υποστηρίζει μια προσέγγιση με τρεις άξονες: εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων, απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και προστασία της Αρκτικής.
«Θα πρέπει να συζητάμε λιγότερο για το ένα έναντι του άλλου και περισσότερο για το πώς θα λειτουργήσουμε και τους τρεις πυλώνες ταυτόχρονα», δήλωσε ο Sherwin. «Δυστυχώς, βρισκόμαστε τώρα σε μια θέση όπου αν δεν προστατεύσουμε και δεν αποκαταστήσουμε τα οικοσυστήματα, θα αντιμετωπίσουμε την κατάρρευση του πλανήτη μας».