Το καλοκαίρι του 1956, ο 36χρονος Θεσσαλονικιός ιστιοπλόος Σάββας Γεωργίου αποφάσισε να διαπλεύσει τον Ατλαντικό με το μικρότερο σκάφος που είχε επιχειρήσει ποτέ ένα τέτοιο ταξίδι.
Το καλοκαίρι του 1956, ο 36χρονος Θεσσαλονικιός ιστιοπλόος Σάββας Γεωργίου έγραψε μια από τις πιο ηρωικές σελίδες της ελληνικής ναυτικής ιστορίας. Ο ίδιος, μεγαλωμένος με αγάπη για τη θάλασσα και ιδρυτικό μέλος του Ιστιοπλοϊκού Ομίλου Θεσσαλονίκης, αποφάσισε να ρισκάρει τα πάντα για να πραγματώσει ένα φαινομενικά αδύνατο όνειρο: να διαπλεύσει τον Ατλαντικό με το μικρότερο σκάφος που είχε επιχειρήσει ποτέ τέτοιο ταξίδι.
Μεταναστεύοντας στις αρχές της δεκαετίας του ’50 στην Αμερική για να εργαστεί ως ζωγράφος, ήρθε σε επαφή με κορυφαίους ιστιοπλόους και σύντομα κατέκτησε διεθνή αναγνώριση, κερδίζοντας πρωτιές σε τοπικούς αγώνες. Δεν έμεινε όμως εκεί. Η δίψα του για να κατακτήσει θάλασσες απείρως μεγαλύτερες τον οδήγησε στη λήψη μιας τολμηρής απόφασης: να διασχίσει τον Ατλαντικό και να φτάσει στην Ελλάδα με ένα μικρό ιστιοπλοϊκό σκάφος.
Η «Χαρά», ένα μόλις 8,5 μέτρων σκάφος
Το έργο ξεκίνησε αμέσως: υπό την επίβλεψή του, Αμερικανοί τεχνίτες σχεδίασαν το σκαρί, και τα σχέδια στάλθηκαν στα ναυπηγεία Λάρσεν στη Νορβηγία. Εκεί ναυπηγήθηκε η «Χαρά», ένα μόλις 8,5 μέτρων σκάφος, ετοιμοπαράδοτο το χειμώνα του 1955.
Με τον πιο επίσημο και συμβολικά φορτισμένο τρόπο, ο νιόπαντρος Σάββας και η 22χρονη σύζυγός του, Σου, απέπλευσαν από τη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου του 1956. Η επιλογή της Σου, νεαρή και άπειρη στην ιστιοπλοΐα, αποτέλεσε τόσο αισθηματική όσο και συμβολική απόφαση: ένα ταξίδι αγάπης και αφοσίωσης από δύο ανθρώπους μόλις ενωμένους.
Το καλοκαίρι εκείνο αποδείχθηκε εξαιρετικά σκληρό: σύμφωνα με την Υδρογραφική Υπηρεσία των ΗΠΑ, ήταν το δυσκολότερο της δεκαετίας, με ναυάγια ακόμα και μεγάλων επιβατικών πλοίων. Καθώς διασχίζουν τη ζώνη του Γκολφ Στριμ, η «Χαρά» δέχεται τρομερή τρικυμία. Για έξι ολόκληρες ημέρες οι δύο θαλασσοπόροι πάλευαν με τα κύματα χωρίς να κάνουν χρήση μηχανής ﹘ ένα επίτευγμα καθαρά ιστιοπλοϊκό, σχεδόν μυθικό.
Η «ανάσα» ήρθε στις 28 Ιουλίου, όταν απέπλευσαν από το Γιβραλτάρ, σηματοδοτώντας ότι πλέον ο τερματισμός δεν ήταν απλώς εφικτός αλλά όλο και πιο κοντινός. Ακολούθησαν τα ελληνικά νερά – Ιθάκη, Σαλαμίνα – και η τελική κατάκτηση: η Μαρίνα Ζέας του Πειραιά, όπου και τερματίστηκε ο έπος, την 9η Σεπτεμβρίου 1956.

Η υποδοχή στο Πασαλιμάνι θύμιζε σκηνή κινηματογραφική: περισσότερα από 100 σκάφη – ιστιοφόρα, βενζινάκατοι, αλιευτικά – βγήκαν στα ανοικτά για να προϋπαντήσουν το ζευγάρι, ενώ εκατοντάδες κόσμος πλημμύρισε το λιμάνι ζητωκραυγάζοντας. Ο διεθνής Τύπος έγραψε διθυράμβους για το κατόρθωμα, ενώ η υποδοχή ήταν τόσο θερμή που ο ίδιος ο Γεωργίου, με συγκίνηση, ομολόγησε ότι ούτε ο ίδιος ούτε η γυναίκα του μπορούσαν να το καταλάβουν: «Ήταν όνειρο. Στο ξενοδοχείο δεν μπορούσαμε να κλείσουμε μάτι…».
Το ταξίδι του Σάββα και της Σου έμεινε στην ιστορία όχι μόνο ως τεχνικό επίτευγμα, αλλά και ως θρίαμβος ανθρώπινης θέλησης, τόλμης και πάθους. Η «Χαρά» θεωρήθηκε το μικρότερο σκάφος που διέσχισε τόσο μακρινή απόσταση, καλύπτοντας πάνω από 6.000 ναυτικά μίλια χωρίς μηχανή – σχεδόν το ένα τρίτο της γης.
Ο Σάββας Γεωργίου έγραψε τα βιώματά του σε ένα βιβλίο, “Το ταξίδι της Χαράς – Ατλαντικός, Μεσόγειος”, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας. Εκεί περιγράφει τη βαθύτερη πηγή της τόλμης του: «Δεν υποτιμούσα τον κίνδυνο. Και ίσως οι αμφιβολίες […] να ήταν που φτέρωναν την τόλμη μου». Παράλληλα, μακριά από τον θόρυβο της δημοσιότητας, λέει στον αναγνώστη και προσκαλεί: «Πήγαινε στη θάλασσα… θα λυτρωθείς. Ανάμεσα ουρανού και θάλασσας… θα νιώσεις ελεύθερος».

Η πολιτεία δεν αγνόησε την παρακαταθήκη του. Απονεμήθηκε ειδικό βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών για τον πρώτο διάπλου Ατλαντικού και Μεσογείου από Έλληνα, και η Βουλή των Ελλήνων ενέκρινε ομόφωνα πρόταση της Πανελλήνιας Ένωσης Πλοιάρχων για τη χορήγηση διπλώματος πλοιάρχου. Επιπλέον, ο ίδιος και η σύζυγός του έγιναν μέλη του Διεθνούς Ομίλου Ωκεανοπορίας και της Joshua Slocum Society, ενώ η «Χαρά» απέκτησε διεθνή αναγνώριση ως το μικρότερο σκάφος που διέσχισε τον Ατλαντικό.
Οι θρύλοι όμως δεν πεθαίνουν. Όταν ο Σάββας πέθανε ξαφνικά τον Ιούνιο του 1988, αφήνοντας πίσω του αγαπημένη οικογένεια και φίλους, οι ιστιοπλοϊκοί και ναυτικοί όμιλοι τίμησαν τη μνήμη του θεσμοθετώντας αγώνες ιστιοπλοΐας με το όνομά του.