Συνέντευξη στoν Γιώργο Σύρο για λογαριασμό του TheNewspaper, με αφορμή την επίσκεψη της Ομότιμης Καθηγήτριας Μαρίας Ευθυμίου στον Βόλο την Κυριακή 6 Απριλίου υπό την αιγίδα του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς. Η ιστορικός παρέδωσε στο κινηματοθέατρο «Αχίλλειον» ομιλία 5 ωρών σχετικώς με τα σημαντικά σημεία της πορείας του Ελληνισμού.
Γιώργος Σύρος: Ας αρχίσουμε από ένα επίκαιρο κάπως ζήτημα, με αφορμή την εθνική επέτειο. Προσφάτως είχατε δηλώσει πως κάποιοι ήρωες της Εθνεγερσίας σάς έχουν απογοητεύσει, φράση η οποία απομονώθηκε.
Μαρία Ευθυμίου.: Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αν μελετήσουμε την δράση των πρωταγωνιστών της Επαναστάσεως, αλλά και γενικώς την συμπεριφορά των ανθρώπων, θα διαπιστώσουμε πως είναι δυνατόν να εκδηλωθούν και αντιφατικές συμπεριφορές. Στην περίπτωση των ηρώων του ‘21, οι άνθρωποι αυτοί είχαν βρεθεί σε μια έκτακτη συγκυρία, μέσα στην δίνη σημαντικών και περίπλοκων αλλαγών. Κάποιοι βρέθηκαν να προβαίνουν σε κινήσεις για τις οποίες σήμερα θα διερωτώμασταν άναυδοι «μα είναι δυνατόν να το έκανε αυτός αυτό;» Ναι είναι! Είμαστε περίπλοκα όντα οι άνθρωποι. Εξ άλλου, οι πράξεις κάποιων εξ αυτών, είτε στην εμφύλια είτε αργότερα στην καποδιστριακή περίοδο, δεν μειώνει την σπουδαιότητά τους. Άνθρωποι ήταν κι αυτοί.
Γιώργος Σύρος: Έχετε τοποθετηθεί για το ζήτημα της υπάρξεως του Κρυφού Σχολειού. Ωστόσο πως σχολιάζετε πηγές όπως ο Φωτάκος (Απομνημονεύματα 1858), ο Πρέσβης των ΗΠΑ Tuckerman και ο Τρ. Ευαγγελίδης, που αναφέρουν δίωξη της παιδείας και διδασκαλίας, έστω στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας;
Μαρία Ευθυμίου: Οι αναφορές σε «Κρυφό Σχολειό» ξεκινούν από το 1823 και μετά, σε κείμενα που γράφθηκαν μετά το 1823. Πιο πριν δεν υπάρχουν μνείες -τουλάχιστον από τα στοιχεία που μάς είναι γνωστά μέχρι σήμερα. Ούτε καν οι Πατριάρχες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα γνώριζαν κάτι περί «Κρυφού Σχολειού» και, όταν το άκουσαν, ζήτησαν να διερευνηθεί το πράγμα χωρίς, τελικά, να εντοπίσουν τίποτε σχετικό στα αρχεία τους. Κατά την βυζαντινή περίοδο δεν υπήρχαν σχολεία, ούτως ή άλλως, παρά κάποιες Σχολές. Η υποχρεωτική φοίτηση όλων των παιδιών είναι, εξάλλου, πρόσφατο φαινόμενο που ξεκίνησε από την Δυτική Ευρώπη τού 19ου αιώνα. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Έλληνες έλαμψαν με τη δημιουργία σημαντικών και πολλών ελληνικών σχολών και σχολείων, από το Ιάσιο, το Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη, την Σμύρνη, το Αϊβαλί, τα Γιάννενα, τον Άθω, μέχρι τις Μηλιές, την Ζαγορά, τα Αμπελάκια, την Χίο, την Πάτμο, την Σίφνο, την Δημητσάνα, την Αθήνα, την Μοσχόπολη και πολλά άλλα μέρη. Σχολές με θαυμάσια, πολλές φορές κτήρια, στο κέντρο πόλεων και κωμοπόλεων, που ιδρύονταν, χρηματοδοτούνταν και συντηρούνταν, επί αιώνες, από τις ελληνικές τοπικές κοινότητες, τις ελληνικές τοπικές συντεχνίες, τους Έλληνες εμπόρους, την Εκκλησία. Οι Οθωμανοί δεν ασχολούνταν με την παιδεία των «απίστων» της Αυτοκρατορίας τους, Εβραίων, Αρμενίων και Ελλήνων. Σε περιόδους βέβαια τυχόν βίαιων γεγονότων, οι ίδιοι οι φορείς των σχολείων θα έκλειναν αυτονοήτως τα σχολεία για λόγους ασφαλείας των ίδιων των παιδιών.
Γιώργος Σύρος: Εδώ στην Μαγνησία η Σημαία του Αγώνα υψώθηκε από τον Άνθιμο Γαζή στις 7 Μαϊου. Ο Γρηγόριος Κωνσταντάς ήταν επιφυλακτικός για το πόσο έτοιμο ήταν το Πήλιο για εξέγερση, αν και εν τέλει συνετάχθη με τον Γαζή. Αυτές οι επιφυλάξεις του δικαιώθηκαν, αν ληφθεί υπόψη η άμεση αντίδραση του Dramali;
Μαρία Ευθυμίου: Απεδείχθη εκ των πραγμάτων. Ούτε στην Μακεδονία ούτε στην Θεσσαλία ήταν δυνατόν να κρατηθεί η Επανάσταση γιατί εδώ υπήρχαν οθωμανικά στρατόπεδα σε απόσταση αναπνοής. Γιατί κράτησε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο; Διότι ήταν απομακρυσμένη από τα μεγάλα στρατόπεδα των Οθωμανών και γιατί, την ώρα της έκρηξης της Επανάστασης, ο μεγαλύτερος όγκος των οθωμανικών ενόπλων δυνάμεων της Πελοποννήσου ήταν απών καθώς είχε κληθεί να ενισχύσει τα οθωμανικά στρατεύματα στην πολιορκία τού Αλή Πασά, στα Γιάννενα. Γι΄ αυτό και ο αγώνας στην Πελοπόννησο είχε άμεση επιτυχία, ειδάλλως θα είχαμε άλλες εξελίξεις. Και ήταν λογικό, εφόσον μια μικρή σχετικά ομάδα ανθρώπων συγκρουόταν με μια αυτοκρατορία – θηρίο.
Γιώργος Σύρος: Είμαστε στο έτος 371 π.Χ. Ο Ιάσων Φεραίος είναι έτοιμος να ενώσει τους Έλληνες και να εκστρατεύσει κατά των Περσών κάτω από τις υποδείξεις του Ισοκράτους, 35 περίπου χρόνια πριν την ίδρυση του «Κοινού των Ελλήνων» για τον σκοπό αυτό. Συνέβαλαν καθοριστικώς οι Πανελληνιστές ρήτορες στην σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης;
Μαρία Ευθυμίου: Δεν νομίζω ότι ήταν καθοριστική η συμβολή τους, καθώς στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα. Οι Έλληνες γνώριζαν από νωρίς ότι είναι Έλληνες, δεν το συζητούσαν αυτό. Διέθεταν τις Αμφικτυονίες – πολιτικού τύπου ενώσεις, οι οποίες τους ένωναν ανά περιφέρειες. Και είχαν και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Βέβαια, αν και ήταν αυτονόητη η αίσθηση του συνανήκειν, δεν ήταν καθόλου έτοιμοι όταν ήρθε η ώρα της πολιτικής τους ενοποίησης. Οι Μακεδόνες ήταν αυτοί που την επέβαλαν, δια πυρός και σιδήρου.
Γιώργος Σύρος: Εδώ δίπλα κείται η ένδοξη Δημητριάς (ιδρυθείσα το 293 π.Χ.), μια εκ των τριών πέδων των Μακεδόνων. Ενώ στα ελληνιστικά χρόνια αναδύονται προσωπικότητες τεραστίου βεληνεκούς (ο ιδρυτής της Δημήτριος Πολιορκητής ήταν, θα λέγαμε, το brand name της εποχής), γιατί η εποχή αυτή δεν συγκεντρώνει τόσο ενδιαφέρον όσο η κλασσική;
Μαρία Ευθυμίου: Στα ελληνιστικά χρόνια το βάρος του Ελληνισμού μετατοπίσθηκε προς τα ανατολικά, με κύρια κέντρα την πόλη της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, την Αντιόχεια κτλ. Aυτές οι πόλεις απεδείχθησαν, την περίοδο αυτή, πιο καίριες για τον Ελληνισμό από τις υπόλοιπες του ελλαδικού χώρου. Λογικό είναι, καθώς μέσα στον χρονικό ρου σημειώνονται μετατοπίσεις και μεταβολές. Η Ελληνιστική περίοδος συνιστά μια περίοδο υπέρτατης ωριμότητας του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος έγινε για πρώτη φορά ενιαίος, θα έλεγε κανείς, πολιτιστικά με μια πολιτιστική πρωτεύουσα, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Δεν είχε ξανασυμβεί να διαθέτει ο Ελληνισμός μια πόλη, στην οποία μετέβαιναν από παντού, ζούσαν, εργάζονταν οι σπουδαιότεροι λόγιοι Έλληνες. Για αιώνες.
Γιώργος Σύρος: Στα ελληνιστικά χρόνια κάποιοι χρεώνουν μια παρακμή, μια «κούραση του Ελληνισμού». Συμφωνείτε;
Μαρία Ευθυμίου: Συνέβη το αντίστροφο: ο Ελληνισμός σημείωσε την μέγιστη ακμή του. Καθώς ο Ελληνισμός είχε εξαπλωθεί σε εντυπωσιακό βαθμό, η ακμή αυτή δεν αφορούσε πλέον μόνον τον ελλαδικό χώρο της προηγούμενης περιόδου, με αποτέλεσμα, ανάμεσα στην ανατολική Ευρώπη και στην δυτική Ασία, να έχει ανθίσει ένας μεγάλος ελληνικός και ελληνίζων κόσμος.