Μαγνησία: Ζωονόσοι και κόστος παραγωγής «σκοτώνουν» την αιγοπροβατοτροφία – Τι δείχνουν οι αριθμοί

Σταδιακά και αθόρυβα, μια από τις πιο ιστορικές και παραδοσιακές μορφές ελληνικής κτηνοτροφίας, η αιγοπροβατοτροφία, φαίνεται να οδεύει προς φθίνουσα τροχιά. Οι αριθμοί δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας: λιγότεροι παραγωγοί, λιγότερο γάλα, και πίσω από τα στατιστικά, ολόκληρες κοινότητες που μαραζώνουν.

Η Ελλάδα, με τον πλούτο της σε ΠΟΠ προϊόντα όπως η φέτα, φαίνεται να μην μπορεί να στηρίξει επαρκώς εκείνους που παράγουν την πρώτη ύλη της. Η χρήση εισαγόμενου γάλακτος στη μεταποίηση, η αύξηση του κόστους παραγωγής, και η έλλειψη διαδοχής στην ύπαιθρο, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα.

Οι αριθμοί που αφηγούνται την εγκατάλειψη

Σύμφωνα με τον ΕΛΓΟ «Δήμητρα», το 2024:

  • Το πρόβειο γάλα έφτασε στους 728.343 τόνους, έναντι 732.382 το 2023. Ο αριθμός των παραγωγών έπεσε στους 38.668 – το χαμηλότερο της τελευταίας δεκαετίας.
  • Το γίδινο γάλα μειώθηκε σε 155.674 τόνους (από 160.171), ενώ οι παραγωγοί περιορίστηκαν σε 12.625, έναντι 12.954 πέρυσι. Το 2015 ήταν 15.174 – μείωση σχεδόν 17% μέσα σε μία δεκαετία.
  • Αντίθετα, το αγελαδινό γάλα παρέμεινε σχεδόν σταθερό, στους 638.865 τόνους, δείχνοντας ότι η πιο βιομηχανοποιημένη κτηνοτροφία επιβιώνει πιο εύκολα. Ωστόσο, ακόμη κι εδώ οι παραγωγοί μειώνονται: 1.878 το 2024 από 1.994 το 2023 και 3.253 το 2015.

Πίσω από τα ποσοστά και τις μονάδες μέτρησης, υπάρχουν πρόσωπα – κυρίως ηλικιωμένοι κτηνοτρόφοι, που συνεχίζουν από καθήκον, όχι από βιωσιμότητα. Οι νεότεροι, λιγοστοί και απρόθυμοι, δεν αντικαθιστούν όσους αποχωρούν. Η ελληνική επαρχία χάνει σταθερά τον παλμό της.

Όταν η φέτα δεν είναι ελληνική υπόθεση

Το μεγαλύτερο πλήγμα αφορά ίσως τη σύνδεση της ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας με την παραγωγή φέτας, ενός προϊόντος-σύμβολο. Η είσοδος εισαγόμενου γάλακτος στη γραμμή παραγωγής ΠΟΠ προϊόντων δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού για τον Έλληνα παραγωγό, μειώνοντας τα έσοδά του και υποσκάπτοντας την αυθεντικότητα του προϊόντος.

Αγώνας επιβίωσης ή χαμένη υπόθεση;

Οι μικρές μονάδες δεν μπορούν να αντέξουν. Οι μεγαλύτερες ενσωματώνουν οικονομίες κλίμακας και αυξάνουν την παραγωγή, ωστόσο δεν αναπληρώνουν το κοινωνικό και οικονομικό κενό που αφήνει η αποχώρηση των μικρών εκμεταλλεύσεων. Η συγκέντρωση της παραγωγής σε λιγότερους, πιο ισχυρούς παίκτες ενισχύει την τάση αποβιομηχάνισης της υπαίθρου.

Το ερώτημα είναι πλέον πολιτικό και στρατηγικό: Πόση Ελλάδα θέλουμε να μείνει ζωντανή στην ύπαιθρο; Και πώς μπορεί να ενισχυθεί η αιγοπροβατοτροφία, όχι απλώς ως οικονομική δραστηριότητα, αλλά ως βασικός πυλώνας πολιτιστικής και αγροτικής ταυτότητας;

Πηγή www.thenewspaper.gr