Ο Επιτάφιος της Παναγίας – παλαιός, ξυλόγλυπτος, ντυμένος με ευωδιαστά άνθη και λεπτοδουλεμένες «κοφτές» κορδέλες – βγήκε στον δρόμο. Τον συνόδευε ποτάμι ανθρώπων: ηλικιωμένοι που στηρίζονταν στο μπαστούνι, νέοι με μάτια λαμπερά, οικογένειες που κρατούσαν σφιχτά τα παιδιά τους από το χέρι…
Στη Σκόπελο, το βράδυ της παραμονής του Δεκαπενταύγουστου, τα ασβεστωμένα σοκάκια έλαμπαν κάτω από το φως των κεριών που σκόρπιζαν απαλές σκιές στους τοίχους. Από τον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έφταναν οι ήχοι των εγκωμίων∙ ψαλμοί γλυκείς, υψωμένοι στον ουρανό σαν προσευχή που ταξιδεύει.
Ο Επιτάφιος της Παναγίας – παλαιός, ξυλόγλυπτος, ντυμένος με ευωδιαστά άνθη και λεπτοδουλεμένες «κοφτές» κορδέλες – βγήκε στον δρόμο. Τον συνόδευε ποτάμι ανθρώπων: ηλικιωμένοι που στηρίζονταν στο μπαστούνι, νέοι με μάτια λαμπερά, οικογένειες που κρατούσαν σφιχτά τα παιδιά τους από το χέρι. Κάθε βήμα ήταν αργό, σχεδόν τελετουργικό, καθώς η πομπή διέσχιζε τον παλιό οικισμό και κατηφόριζε προς την παραλία, όπου το κύμα έσμιγε με τον ήχο της προσευχής.
Η προσέλευση ήταν καθολική. Οι δρόμοι είχαν γεμίσει από ανθρώπους που ανηφόριζαν προς τον ναό. Κάποιοι ερχόντουσαν από μακριά, άλλοι έμεναν εκεί, όλοι όμως είχαν την ίδια προσμονή: να προσκυνήσουν την εικόνα της Κοιμήσεως, να ανάψουν ένα κερί στη Μεγαλόχαρη, να αφήσουν την ψυχή τους να ενωθεί με τον παλμό της γιορτής.
Στην παραλία, θαμώνες άφηναν για λίγο τα τραπέζια τους, εγκαταλείποντας ποτήρια και πιάτα, για να πλησιάσουν την πομπή. Κι ύστερα, σαν να μην ήθελαν να αφήσουν τη στιγμή να χαθεί, σήκωναν τα κινητά και απαθανάτιζαν το πέρασμα∙ εικόνες που λίγο αργότερα ταξίδευαν στα κοινωνικά δίκτυα, παίρνοντας μαζί τους την ευωδιά του βασιλικού και την αύρα της Σκοπέλου.
Ήταν η γιορτή της Παναγίας, το «Πάσχα του καλοκαιριού», και το νησί έμοιαζε να ανασαίνει στον ρυθμό της.