Σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, η αιφνιδιαστική απόφαση του Υπερταμείου να ακυρώσει τον διαγωνισμό πώλησης του 67% του Οργανισμού Λιμένος Βόλου, παρότι είχε ήδη ανακηρυχθεί από το φθινόπωρο του 2023 προτιμητέος επενδυτής ο Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ), προκαλεί κύμα αντιδράσεων και έντονο προβληματισμό για τη διαφάνεια, τη συνέπεια και τη στρατηγική αξιοποίηση των λιμενικών υποδομών της χώρας.
Η προσφορά του ΟΛΘ, ύψους 51 εκατομμυρίων ευρώ, είχε χαρακτηριστεί εξαιρετικά υψηλή, αποτελώντας διπλάσιο ποσό από τον δεύτερο πλειοδότη. Παρά το θετικό οικονομικό αποτύπωμα για το Δημόσιο, αλλά και τη σημασία της επένδυσης για την ευρύτερη ανάπτυξη της Μαγνησίας, η διαδικασία «πάγωσε» με μια μονομερή και μη τεχνικά τεκμηριωμένη ανακοίνωση περί… αναθεώρησης λόγω των ζημιών που υπέστη το λιμάνι από την κακοκαιρία Daniel.
Μια «τεχνική» δικαιολογία με πολιτικό άρωμα
Η επίσημη εξήγηση που δόθηκε από πλευράς Υπερταμείου αφορά την ανάγκη αποτίμησης νέων δεδομένων που προέκυψαν από τις ζημιές στο λιμάνι. Ωστόσο, στελέχη της αγοράς χαρακτηρίζουν το επιχείρημα «πρόχειρο» και δυσανάλογο:
«Οι φθορές που υπέστη το λιμάνι από την κακοκαιρία δεν δικαιολογούν την ακύρωση μιας ολοκληρωμένης διαγωνιστικής διαδικασίας, ειδικά όταν η αποκατάσταση εκτιμάται σε λιγότερο από 10 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η προσφορά ξεπερνά τα 50 εκατομμύρια», σχολιάζουν χαρακτηριστικά παράγοντες της ναυτιλιακής αγοράς.
Την ίδια στιγμή, νομικές κινήσεις φαίνεται πως εξετάζει η διοίκηση του ΟΛΘ, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει λάβει καμία επίσημη τεχνική ή οικονομική αιτιολόγηση για την ακύρωση της συμφωνίας. «Εξετάζονται σοβαρές νομικές ενέργειες για την προάσπιση των συμφερόντων μας», αναφέρουν κύκλοι του Οργανισμού.
Αντιδράσεις από τοπικούς φορείς – Ανασφάλεια στην αγορά
Την ακύρωση της επένδυσης καταδίκασαν και οι τοπικοί φορείς του Βόλου, που είχαν ταχθεί υπέρ της ιδιωτικοποίησης ως μοχλό ανάπτυξης για την τοπική οικονομία και αναβάθμισης του εμπορικού ρόλου του λιμένα.
«Το λιμάνι του Βόλου παραμένει στάσιμο, σε μία περίοδο που η αξιοποίησή του θα μπορούσε να φέρει επενδύσεις, θέσεις εργασίας και νέα πνοή στην περιοχή», δήλωσε εκπρόσωπος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Αναλυτές της αγοράς επισημαίνουν ότι τέτοιες αποφάσεις πλήττουν την αξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό:
«Όταν το Κράτος ακυρώνει έναν διαγωνισμό που έχει ολοκληρωθεί και εγκριθεί από όλα τα νομικά όργανα, χωρίς πλήρη αιτιολόγηση, ποιος σοβαρός επενδυτής θα έρθει να επενδύσει;»
Η στρατηγική αξία των λιμανιών και τα “ήξεις αφήξεις”
Η απόφαση του Υπερταμείου λαμβάνεται σε μια περίοδο που η σημασία των θαλάσσιων υποδομών είναι στρατηγική, λόγω της αυξημένης έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο και της αστάθειας γύρω από τα Στενά του Ορμούζ.
«Η Ελλάδα, ως ναυτιλιακή δύναμη, θα έπρεπε να έχει συνεπή στρατηγική για τα λιμάνια της. Αντ’ αυτού, βλέπουμε ‘ήξεις αφήξεις’ ακόμη και σε διαγωνισμούς με ώριμη και κερδοφόρα κατάληξη», επισημαίνουν πηγές κοντά στη διαδικασία.
Το ερώτημα παραμένει: Ποιο ήταν τελικά το κριτήριο ακύρωσης; Και ακόμη περισσότερο: Τι μήνυμα στέλνει η Ελλάδα στους επενδυτές όταν ανατρέπει συμφωνίες με τεράστια οικονομική και αναπτυξιακή αξία;
Επόμενα βήματα και πολιτικό κόστος
Η υπόθεση δεν φαίνεται να κλείνει εδώ. Ο ΟΛΘ εξετάζει νομικές ενέργειες, ενώ αντιπολιτευόμενοι βουλευτές και εκπρόσωποι θεσμών της Μαγνησίας ζητούν εξηγήσεις από την κυβέρνηση και το Υπερταμείο. Η εξέλιξη αυτή, αν δεν ανατραπεί, αναμένεται να επηρεάσει και άλλους διαγωνισμούς ιδιωτικοποιήσεων, αλλά κυρίως να υπονομεύσει την αξιοπιστία των μηχανισμών του ελληνικού κράτους στα μάτια της διεθνούς αγοράς.