Έρευνα με επικεφαλής το Κέντρο Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου του Τέξας ανακάλυψε νέες συσχετίσεις μεταξύ των διαφόρων επιπέδων λιπιδίων στο αίμα και του κινδύνου εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ, της πιο συχνής αιτίας άνοιας παγκοσμίως.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η χρήση του λιπιδαιμικού προφίλ θα μπορούσε να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση, πρόβλεψη και ενδεχομένως ακόμη και πρόληψη της νόσου στο μέλλον.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα υψηλότερα επίπεδα μικρών πυκνών σωματιδίων χοληστερόλης -τα οποία είναι γνωστό ότι αυξάνουν τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης και στεφανιαίας νόσου- σχετίζονταν με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι τα άτομα που είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα «καλής χοληστερόλης», η οποία θεωρείται ότι προστατεύει από τις καρδιαγγειακές παθήσεις, είχαν χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ.
Τα ευρήματα αναδεικνύουν τις πολύπλοκες σχέσεις των λιπιδίων του αίματος τόσο με την υγεία της καρδιάς όσο και του εγκεφάλου, υποδηλώνοντας την πιθανότητα ορισμένα λιπίδια του αίματος να διαδραματίζουν διαφορετικό ρόλο στις καρδιαγγειακές παθήσεις και στις βιολογικές διεργασίες που σχετίζονται με την άνοια.
Η νέα μελέτη σημειώνει ότι η άνοια αποτελεί κύρια πηγή νοσηρότητας και θνησιμότητας στον γηράσκοντα πληθυσμό. Ωστόσο, υπάρχει μια γενική τάση μείωσης της επίπτωσης της νόσου Αλτσχάιμερ στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες με υψηλότερο εισόδημα, η οποία αποδίδεται τουλάχιστον εν μέρει στην καλύτερη διαχείριση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου.
Η Framingham Heart Study είναι μια συνεχιζόμενη κλινική μελέτη που ξεκίνησε το 1948 στο Framingham της Μασαχουσέτης. Οι κάτοικοι επιλέχθηκαν τυχαία από στοιχεία απογραφής, ενώ εξαιρέθηκαν όσοι είχαν σαφή σημάδια καρδιαγγειακής νόσου κατά την έναρξη της μελέτης. Οι συμμετέχοντες στην αρχική μελέτη έχουν υποβληθεί σε έως και 32 εξετάσεις που πραγματοποιούνται κάθε δύο χρόνια, οι οποίες περιελάμβαναν λεπτομερή λήψη ιστορικού από ιατρό, φυσική εξέταση και εργαστηριακές εξετάσεις.
Η τελευταία ανάλυση συμπεριέλαβε τους συμμετέχοντες της αρχικής μελέτης που ήταν 60 ετών και άνω και δεν είχαν άνοια κατά την περίοδο εξέτασης 1985-1988 και είχαν διαθέσιμα δεδομένα γνωστικής παρακολούθησης και λιποπρωτεϊνικών δεικτών. Οι λιποπρωτεΐνες λειτουργούν ως σύστημα μεταφοράς των λιπιδίων στην κυκλοφορία του αίματος.
Από το σύνολο των 822 συμμετεχόντων, 128 εμφάνισαν Αλτσχάιμερ.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι μια αύξηση κατά 1 μονάδα τυπικής απόκλισης της συγκέντρωσης μικρής πυκνής LDL (sdLDL-C), σχετιζόταν με 21% αύξηση του κινδύνου Αλτσχάιμερ.
Η μικρή πυκνή LDL-C είναι ένας τύπος της λεγόμενης κακής χοληστερόλης με μικρότερα και πυκνότερα σωματίδια από άλλες λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας, που θεωρείται πιο πιθανό να σχηματίσει πλάκα στις αρτηρίες, γεγονός που συνδέεται στενά με αυξημένο κίνδυνο αθηρωματικής καρδιαγγειακής νόσου.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Neurology.