Νέος Αρονόφσκι στους κινηματογράφους -Επτά νέες ταινίες και αριστουργηματικές επανεκδόσεις


Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες ο Ντάρεν Αρονόφσκι μάς συστήνει έναν «Κλέφτη από σπόντα» και ο Μάικ Φλάναγκαν αποκαλύπτει την αλήθεια για τον Τσακ.

Το franchise του «Conjuring» κλείνει με ένα τελευταίο κεφάλαιο, «Τρεις φίλες» από τη Γαλλία μπλέκονται σε ένα ερωτικό γαϊτανάκι και ενώ ο Δανός Γκούσταβ Χέλερ υπογράφει ένα ακόμα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της Πέμπτης.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Οι κινηματογραφικές πρεμιέρες της Πέμπτης 4 Σεπτεμβρίου

Κλέφτης από Σπόντα (Caught Stealing)
Σκηνοθεσία: Ντάρεν Αρονόφσκι
Παίζουν: Όστιν Μπάτλερ, Ζόι Κράβιτς, Ματ Σμιθ, Ρετζίνα Κινγκ, Λιβ Σράιμπερ, Βίνσεντ Ντ’Ονόφριο, Γκρίφιν Νταν, Μπαντ Μπάνι, Κάρολ Κέιν, Γουίλ Μπριλ, Τζορτζ Αμπούντ, Ντ’Φάροου Ουν-Α-Τάι, Γιούρι Κοκολόλνικοφ, Νικίτα Κουκούσκιν, Γκρεγκ Μπέλο

Περίληψη: Ένας μπάρμαν με τραυματικό παρελθόν και προβληματική σχέση με το αλκοόλ, μπλέκει σε μια απίθανη παρεξήγηση με εγκληματίες του υποκόσμου, όταν ο γείτονάς του τον παρακαλά να φυλάει τον γάτο του όσο λείπει.

Ο Ντάρεν Αρονόφσκι ανεβάζει ρυθμούς στους δρόμους της Νέας Υόρκης, με την πιο διασκεδαστική ταινία της καριέρας του.
Δεκαετία του 1990. Ο Χανκ Τόμπσον ήταν φαινόμενο του μπέιζμπολ στο λύκειο. Παρότι πλέον δεν μπορεί να παίξει, η ζωή του κυλά ομαλά: έχει ένα υπέροχο κορίτσι, εργάζεται ως σερβιτόρος σε ένα παλιομοδίτικο μπαρ της Νέας Υόρκης, και η αγαπημένη του ομάδα παλεύει ως αουτσάιντερ για το πρωτάθλημα. Όταν ο punk-rock γείτονάς του, Ρας, του ζητά να φροντίσει τον γάτο του για λίγες μέρες, ο Χανκ βρίσκεται ξαφνικά στο στόχαστρο μιας ετερόκλητης συμμορίας απειλητικών γκάνγκστερ. Όλοι τον κυνηγούν, χωρίς εκείνος να ξέρει γιατί. Για να ξεφύγει, θα χρειαστεί όλο του το θάρρος, ώστε να μείνει ζωντανός και να ανακαλύψει την αλήθεια.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Με νοσταλγική διάθεση, ο Αρονόφσκι επιστρέφει στην πόλη όπου μεγάλωσε και ξεκίνησε ως σκηνοθέτης — τη Νέα Υόρκη των ’90s, συγκεκριμένα το East Village — δοκιμάζοντας ένα εντελώς διαφορετικό στυλ από αυτό που μας έχει συνηθίσει. Τόσο πολύ, που αν δεν ήξερες το όνομά του, θα μπορούσες εύκολα να πιστέψεις πως βλέπεις ταινία του Γκάι Ρίτσι.

Διασκευάζοντας ένα αγαπημένο του βιβλίο, του Τσάρλι Χιούστον, το οποίο περιλαμβάνει αρκετά προσωπικά βιώματα του συγγραφέα, ο Αρονόφσκι αφήνει πίσω του τα σκοτεινά δράματα και επιλέγει την crime comedy. Με σπιντάτο ρυθμό και σαφείς αναφορές στα ’90s, αυτό το heist movie τα έχει όλα: κυνηγητά σε βρώμικους δρόμους, εκκεντρικούς μαφιόζους και βίαιες σκηνές που καταλήγουν σε χαβαλετζίδικες σεκάνς, αποδεικνύοντας πως ο Αρονόφσκι έχει και χιούμορ.

Μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο — όπου ο δημιουργός δεν προσπαθεί να ανανεώσει το είδος, αλλά να αποτυπώσει την παράνοια μέσα από την πορεία ενός αθώου ανθρώπου που μπλέκεται χωρίς να φταίει — ξεπηδούν πού και πού στιγμές που θυμίζουν τα περίπλοκα ψυχολογικά του δράματα. Παράδοξα, αυτές οι στιγμές εντάσσονται αρμονικά στο πολύχρωμο αυτό σύμπαν.
Το πρόβλημα είναι πώς αν και ο Αρονόσφκι αισθητικά και στιλιστικά πετυχαίνει τον στόχο του, το όλο εγχείρημα δεν έχει κάτι ουσιαστικό να πει, πέρα από το να προσφέρει καθαρή ψυχαγωγία — και το κάνει απενοχοποιημένα, με τρέλα. Στα θετικά, η εξαιρετική ερμηνεία του Όστιν Μπάτλερ, που αναδεικνύεται στο επόμενο μεγάλο αστέρι του Χόλιγουντ. Συνδυάζει κωμική ελαφράδα με μια σκοτεινή γοητεία — όπως απέδειξε και στο «Elvis» — προσφέροντας μια φρεσκάδα που σε μαγνητίζει από την πρώτη στιγμή.

Το Κάλεσμα 4: Τελευταία Τελετουργία (The Conjuring: Last Rites)
Σκηνοθεσία: Μάικλ Τσάβες
Παίζουν: Πάτρικ Γουίλσον, Βέρα Φαρμίγκα, Μία Τόμλινσον, Μπεν Χάρντι, Ρεμπέκα Κάλντερ, Έλιοτ Κόουαν, Σάνον Κουκ, Στιβ Κόουλτερ, Κίλα Λορντ Κάσιντι, Μπο Γκάντσντον, Τίλι Γουόκερ, Μόλι Κάρτραϊτ

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Περίληψη: Η τελευταία τρομακτική υπόθεση, που αναλαμβάνουν οι διάσημοι ερευνητές του παραφυσικού.
Το τέταρτο και τελευταίο, όπως λένε οι υπεύθυνοι της σειράς, μέρος του δημοφιλούς franchise τρόμου.
Το 1986, ο Εντ και η Λορέιν Γουόρεν — το διάσημο ζευγάρι παραφυσικών φαινομένων με αμέτρητους οπαδούς αλλά και πολλούς επικριτές — ανέλαβαν την τελευταία τους υπόθεση. Αυτή τη φορά, είχαν αντιμετωπίσουν σατανικές δυνάμεις, που βασάνιζαν την πολυμελή οικογένεια Σμερλ από την Πενσυλβάνια. Όλα ξεκίνησαν από έναν καθρέφτη, δώρο της γιαγιάς σε μία από τις εγγονές της. Από εκείνη τη στιγμή, περίεργα φαινόμενα άρχισαν να ταράζουν την οικογένεια και το σπίτι, που έγιναν διάσημοι στα κανάλια, τραβώντας την προσοχή των Γουόρεν.

Η υπόθεση αυτή έχει καταγραφεί στο βιβλίο «The Haunted: The True Story of One Family’s Nightmare» του Robert Curran (1988) και το 1991 μεταφέρθηκε στην τηλεόραση από την 20th Century Fox. Στην κινηματογραφική της εκδοχή, ο Μάικλ Τσάβες — εμφανώς βελτιωμένος από τις δύο προηγούμενες ταινίες της σειράς Conjuring — αντιμετωπίζει την πρόκληση της επανεισαγωγής των Γουόρεν στην ενεργό δράση.

Έτσι, μεγάλο μέρος της ταινίας αφιερώνεται σε μια οικογενειακή ιστορία, με ρομαντικά στοιχεία ,διδαχές χριστιανικής ηθικής και το μήνυμα ότι οι δεσμοί αίματος και η αληθινή αγάπη είναι το υπέρτατο αγαθό. Χρειάζεται όμως σχεδόν μισή ταινία για να φτάσουμε στο προκείμενο: δηλαδή, το Κακό, που με έναν τρόπο συνδέεται με το παρελθόν των Γουόρεν.
Ομολογουμένως, ο Τσάβες χειρίζεται πιο συμπαθητικά αυτή τη φορά τα horror στοιχεία, παρά την αδυναμία του να τελειοποιήσει τα jumpscares. Δυστυχώς όμως, το μελόδραμα και οι σεναριακές φλυαρίες πλεονάζουν, αφαιρώντας από την ταινία την αναγκαία ένταση. Ακόμα και αν αποδεχτεί κανείς την υπερβολή της συνθήκης του «Conjuring» και παραβλέψει το κατά πόσο όλα αυτά συνέβησαν πραγματικά, αυτό το τελευταίο κεφάλαιο μοιάζει περισσότερο με συντηρητική δραμεντί. Ωστόσο, θυμίζει πόσο εξαιρετική ηθοποιός είναι η Βέρα Φαρμίγκα.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η Ζωή του Τσακ (The Life of Chuck)
Σκηνοθεσία: Μάικ Φλάναγκαν
Παίζουν: Τομ Χίντλστον, Τζέικομπ Τρεμπλέι, Μπέντζαμιν Πάτζακ, Κόντι Φλάναγκαν, Τσιουετέλ Ετζιοφορ, Κάρεν Γκίλαν, Μαρκ Χάμιλ, Νικ Όφερμαν, Μία Σάρα, Αναλίζ Μπάσο, Καρλ Λάμπλι, Κέιτ Σίγκελ, Σαμάνθα Σλόιαν, Τρίνιτι Τζο-Λι Μπλις

Περίληψη: Η ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου, του Τσαρλς «Τσακ» Κραντζ, παρουσιάζεται μέσα από τρία κεφάλαια, που τονίζουν το θαύμα της αγάπης, τον πόνο της απώλειας και το ατομικό σύμπαν που πλάθει ο καθένας μας κατά την παρουσία του στη Γη.
Ο Μάικ Φλάναγκαν διασκευάζει για τη μεγάλη οθόνη ένα από τα πιο ανθρώπινα μυθιστορήματα του Στίβεν Κινγκ.

Ο κόσμος καταρρέει. Το διαδίκτυο έχει πέσει σχεδόν παντού, η παγκόσμια επικοινωνία διαλύεται, την ώρα που ένας ευσυνείδητος καθηγητής, ο Μάρτι Άντερσον, προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του. Παράλληλα, αναζητά την πρώην σύζυγό του, ενώ η πόλη του έχει γεμίσει με αφίσες και διαφημίσεις που γράφουν: «Τσαρλς Κραντζ, 39 υπέροχα χρόνια – ευχαριστούμε, Τσακ». Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο μυστηριώδης Τσακ. Και όμως, όπως αποκαλύπτει ο τίτλος, είναι ο βασικός ήρωας της ομώνυμης ιστορίας του Στίβεν Κινγκ, η οποία περιλαμβάνεται στη συλλογή «If It Bleeds» (2020).

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Τσαρλς «Τσακ» Κραντζ είναι ένας απόλυτα καθημερινός άνθρωπος – ένας λογιστής – που μεγαλώνει μέσα σε έναν κόσμο που καταρρέει σιωπηλά. Ο Κινγκ, αυτή τη φορά, δεν ασχολείται με τέρατα ή φαντάσματα, αλλά με το πιο ρεαλιστικό και σκληρότερο τέρας όλων: τη φθορά, τον θάνατο και τη μνήμη. Η ιστορία δεν βασίζεται στο μυστήριο, αλλά στην αποδοχή της ανθρώπινης θνητότητας και στις στιγμές που μάς καθορίζουν. Το όποιο σασπένς λοιπόν αναδύεται μέσα από την αντίστροφη χρονολογική αφήγηση.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά με τα έργα του Κινγκ, η μετάβαση από τη λογοτεχνία στον κινηματογράφο αποδεικνύεται δύσκολη. Η ζωή του Τσακ, με την ελάχιστη πλοκή και τις διακριτικές της κορυφώσεις, δεν αποτελεί εξαίρεση.

Ο Μάικ Φλάναγκαν («Δόκτωρ Ύπνος», «Gerald’s Game»), αν και γνώριμος με το σύμπαν του Κινγκ και έμπειρος στον χειρισμό ιστοριών τρόμου, μοιάζει αμήχανος απέναντι σε ένα υλικό τόσο εσωστρεφές και αφαιρετικό. Η αφήγηση, που λογοτεχνικά μπορεί να λειτουργεί συγκινητικά, καταλήγει να μοιάζει με ένα αργόσυρτο πορτρέτο της βαρετής καθημερινότητας, διανθισμένο με στιγμές χαράς που, όμως, δεν έχουν την αναμενόμενη συναισθηματική δυναμική.

Ακόμη και κάποιες εκρήξεις αχράς και αισιοδοξίας, όπως ο χορός του Τσακ στη μέση του δρόμου, μοιάζουν άδειες, χωρίς ιδιαίτερη ένταση. Έτσι, οι λεπτομέρειες που υποτίθεται πως θα άγγιζαν τη μνήμη και θα προκαλούσαν κάποια συναισθήματα, μένουν τελικά ανεκμετάλλευτες. Οπότε, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια απλή, συμβατική δραμεντί, με παλιομοδίτικη μελαγχολία και αφθονία φιλοσοφικών τσιτάτων για το ευ ζην και το νόημα της ζωής. Το πρώτο μέρος της ταινίας – σαφώς πιο παράδοξο και υπαρξιακό – διαφέρει αισθητά: κουβαλάει ένα αλλόκοτο, γκροτέσκο χιούμορ και μια αδιόρατη αίσθηση απειλής που, δυστυχώς, δεν συνεχίζεται στα επόμενα κεφάλαια.

Δεσμώτες (Vogter /Sons)
Σκηνοθεσία: Γκούσταβ Μέλερ
Παίζουν: Σίντσε Μπάμπετ Κνούντσεν, Σεμπάστιαν Μπουλ, Νταρ Σαλίμ, Μαρίνα Μπουράς, Όλαφ Γιοχάνεσεν, Γιάκομπ Λόμαν

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Περίληψη: Μια υποδειγματική σωφρονιστική υπάλληλος βάζει την επαγγελματική και προσωπική της ηθική σε κίνδυνο, μετά από την άφιξη ενός σκληροτράχηλου νεαρού κρατούμενου, ο οποίος συνδέεται τραυματικά με το παρελθόν της.
Η νέα ταινία του Γκούσταβ Μέλερ («Ο Ένοχος»).
Η Εύα είναι μια υποδειγματική σωφρονιστική υπάλληλος: κάνει γιόγκα με τους φυλακισμένους, τους παραδίδει μαθήματα και γενικώς πιστεύει στην αναμόρφωση και την επανένταξη, έναν εφικτό στόχο για το σκανδιναβικό σύστημα. Όλα όμως ανατρέπονται, όταν μαθαίνει πως ένας νεαρός άνδρας, που σχετίζεται με το παρελθόν της, φτάνει στην πτέρυγα με τους πιο επικίνδυνους κρατούμενους. Λέγοντας ουσιαστικά ψέματα, η Εύα ζητάει να μετατεθεί εκεί, πράγμα που γίνεται δεκτό. Η εμμονή της με τον νεαρό θα υπονομεύσει κάθε αίσθηση επαγγελματικού καθήκοντος – θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια της τη ζωή. Η παρουσία αυτού του νεαρού άνδρα με την επιθετική, απρόβλεπτη συμπεριφορά τη μεταμορφώνει από μια τρυφερή υπάλληλο σε εκδικήτρια τιμωρό και την οδηγεί σε βίαια και επικίνδυνα μονοπάτια.

Όπως έχει δηλώσει ο Μέλερ, η φυλακή είναι ένας ισχυρός καμβάς για να πεις μια καλή ιστορία, και με τους «Δεσμώτες», που γυρίστηκαν σε μια πραγματική φυλακή που πλέον δεν χρησιμοποιείται, φτιάχνει για ακόμα μια φορά ένα σφιχτοδεμένο ψυχολογικό θρίλερ με κεντρικό άξονα την αυτοδικία, αποκαλύπτοντας πώς ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί σε θηρίο, αλλά και την αδυναμία του ίδιου του συστήματος τελικά να διαχειριστεί τις ακρότητες και την υπέρβαση των ορίων, νομιμοποιώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο βίας.

Η Εύα, ένας πολύπλοκος γυναικείος χαρακτήρας, που παλεύει με το πένθος, τις ενοχές, την απώλεια, τη μοναξιά, αλλά και που πάντα αναζητάει τη λύτρωση, γίνεται το όχημά του Μέλερ για μια σειρά από ηθικά διλήμματα, που δεν βρίσκουν εύκολα απάντηση. Το μυστήριο σχετικά με την ταυτότητα του άνδρα και τη σχέση του με την Εύα αποκαλύπτεται πολύ νωρίς, οπότε το σασπένς εστιάζει κατά βάση στη σχέση αυτών των δύο πλασμάτων, με τον Δανό δημιουργό να αφήνει τη φυλακή να λειτουργεί σχεδόν αλληγορικά.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η μοναδική Σίντσε Μπάμπετ Κνουντσεν, για την οποία ο Μέλερ έγραψε το σενάριο, αλλά και η ζωώδης δυναμική του Σεμπάστιαν Μπουλ, συνθέτουν ένα εξαιρετικό πρωταγωνιστικό δίδυμο, που μεταφέρει το δίπολο της ανθρώπινης φύσης, καλύπτοντας, όταν χρειάζεται, τις όποιες σεναριακές αδυναμίες.

Τρεις Φίλες (Trois Amies (/Three Friends)
Σκηνοθεσία: Εμμάνουελ Μουρέ
Παίζουν: Καμίγ Κοτέν, Σαρά Φορεστιέ, Ιντιά Χερ

Περίληψη: Ο έρωτας της Ζόαν ξεθωριάζει για τον Βίκτορ, ενώ η Άλις την καθησυχάζει για τη δική της ανεκπλήρωτη σχέση με τον Έρικ. Εν αγνοία της Άλις, ο Έρικ εμπλέκεται με τη Ρεμπέκα. Οι ζωές τους περιπλέκονται, όταν η Ζόαν αφήνει τον Βίκτορ, ο οποίος χάνεται.
Ένα τρυφερό πορτρέτο σύγχρονων γυναικών, που ισορροπούν ανάμεσα στον ρομαντισμό, την ελευθερία και την ανάγκη για αλήθεια.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η Ζοάν δεν είναι πλέον ερωτευμένη με τον Βίκτωρ και έχει ενοχές που τον απάτησε. Η Αλίς, η καλύτερή της φίλη, τη διαβεβαιώνει ότι και η ίδια δεν νιώθει πάθος για τον Ερίκ, παρόλο που η σχέση τους πηγαίνει περίφημα! Δεν γνωρίζει όμως ότι εκείνος τα έχει με τη Ρεμπέκα, την κοινή τους φίλη. Όταν η Ζοάν αποφασίζει τελικά να εγκαταλείψει τον Βικτόρ και εκείνος εξαφανίζεται, οι ζωές και οι ιστορίες των τριών φίλων ανατρέπονται, μαζί και η φιλία τους.

Ο Εμμανουέλ Μουρέ («Αυτά που Λέμε κι Αυτά που Κάνουμε»), επηρεασμένος σαφώς από τον Γούντι Άλεν, σε μια πιο φλύαρη γαλλική εκδοχή στήνει ένα γαϊτανάκι γεμάτο εξομολογήσεις, επιθυμίες, απιστίες, μπερδέματα και μικρά δράματα που γίνονται τόσο σημαντικά για τις ηρωίδες του, εξερευνώντας το αγαπημένο θέμα των κομεντί: τον έρωτα.

Κοιτάζοντας με τρυφερότητα τις τρεις ηρωίδες του, καταφέρνει, μέσα από την αβάσταχτη μελαγχολία της καθημερινότητας, να αποτυπώσει τη θέση της σύγχρονης γυναίκας, αλλά και να αντιμετωπίσει με υπαρξιακό χιούμορ αυτόν τον κόσμο που έχει εξορίσει πια την απελπισία του έρωτα ως μίασμα. Γι’ αυτόν τον λόγο, και επειδή ο Γούντι Άλεν φέτος δεν έκανε καμία ταινία, γεγονός που έχει δημιουργήσει μια έλλειψη στους φανατικούς του θαυμαστές, «Οι τρεις φίλες» είναι ό,τι πρέπει για το κλείσιμο της θερινής σεζόν.

Riviera
Σκηνοθεσία: Ορφέας Περετζής
Παίζουν: Εύα Σαμιώτη, Μιχάλης Συριόπουλος, Μαρία Αποστολακέα, Κώστας Κορωναίος, Μυρτώ Μεϊτάνη-Καστρινάκη

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Περίληψη: Ένας άρρωστος φοίνικας, ένα καταδικασμένο καλοκαιρινό ειδύλλιο και μια μητέρα που θέλει να τα αφήσει όλα πίσω της. Αυτό θα είναι το τελευταίο καλοκαίρι της Άλκηστης στην αθηναϊκή Ριβιέρα.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Ορφέα Περετζή.
Στον τοίχο της οικογενειακής πανσιόν στην Αθηναϊκή Ριβιέρα ένας μυστηριώδης λεκές εμφανίζεται. Οι παλιοί ένοικοι ένας ένας την εγκαταλείπουν και οι εργολάβοι καιροφυλακτούν, με την ανάπλαση να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Καθώς τα πάντα γύρω τους «εξευγενίζονται» δυο γυναίκες, η Άλκηστη και η Άννα, μητέρα και κόρη, θα προσπαθήσουν να ξαναχτίσουν τη σχέση τους και να βρουν τη θέση τους σε έναν κόσμο που αλλάζει με αμείλικτη ταχύτητα.
Τρυφερή κι αστεία, μελαγχολική και γλυκόπικρη, η «Riviera» είναι μια ταινία απότομης ενηλικίωσης όχι μόνο μιας νεαρής γυναίκας, αλλά μιας πόλης κι ενός ολόκληρου τρόπου ζωής, που αλλάζει μπροστά στα μάτια μας και δεν είναι ποτέ ξανά ίδιος.

Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάο Πάολο στη Βραζιλία και έφυγε από την ελληνική πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με 4 βραβεία, της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου FIPRESCI, της ΕΡΤ, του Best Location, καθώς και της Πρωτοεμφανιζόμενης Ηθοποιού, που απονεμήθηκε εξ ημισείας στις Εύα Σαμιώτη και Μυρτώ Μεϊτάνη Καστρινάκη.

Τα Κακά Παιδιά 2 (The Bad Guys 2)
Σκηνοθεσία: Πιερ Πέριφελ και Τζέι Πι Σαν
Με τις φωνές των ( στα ελληνικά): Ντένη Μακρή, Χάρη Γρηγορόπουλου, Κατερίνας Τσάβαλου, Άγγελου Λιάγκου, Θάνου Λέκκα, Άννας Κουτσαφτίκη, κ.α

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Περίληψη: Τα Κακά Παιδιά προσπαθούν να γίνουν καλά, αλλά καταλήγουν να εμπλέκονται σε μια επικίνδυνη ληστεία.
Το σίκουελ της ομώνυμης ταινίας του 2022.
Στο νέο γεμάτο δράση κεφάλαιο της πολυβραβευμένης κωμωδίας της DreamWorks Animation για μια αχτύπητη συμμορία ζώων, τα μεταμελημένα πια Κακά Παιδιά προσπαθούν (πολύ, πολύ σκληρά) να γίνουν καλά, αλλά καταλήγουν να εμπλέκονται σε μια επικίνδυνη ληστεία με παγκόσμια εμβέλεια, σχεδιασμένη από μια νέα ομάδα εγκληματιών, που δεν είχαν προβλέψει: Τα Κακά Κορίτσια.

Βασισμένη στη σειρά βιβλίων μπεστ σέλερ των New York Times του Άαρον Μπλέιμπι, η οποία εκτοξεύθηκε από τα 8 στα πάνω από 30 εκατομμύρια αντίτυπα από την κυκλοφορία της πρώτης ταινίας το 2022, η ταινία «Τα Κακά Παιδιά 2» επαναφέρει τους αγαπημένους μας εγκληματίες, αυτή τη φορά με μια καινούργια παρέα.

Επαναπροβολές:

Ταξίδι στην Ιταλία (Viaggio in Italia)
Σκηνοθεσία: Ρομπέρτο Ροσελίνι
Παίζουν: Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Τζορτζ Σάντερς

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Περίληψη: Ένα ευκατάστατο ζευγάρι Βρετανών ταξιδεύουν ως τη Νάπολη για να πουλήσουν μια βίλα που κληρονόμησαν. Η αλλαγή περιβάλλοντος θα επιδράσει δραματικά πάνω στη σχέση τους, η οποία περνάει κρίση.
Το αριστούργημα του Ρομπέρτο Ροσελίνι με την μοναδική Ίνγκριντ Μπέργκμαν.

Ο πλούσιος Βρετανός δικηγόρος Αλεξάντερ και η σύζυγός του Κάθριν επισκέπτονται τη Νάπολη, προκειμένου να διευθετήσουν τα της περιουσίας ενός θείου που απεβίωσε. Το ταξίδι αυτό θα είναι η τελευταία ελπίδα αναβίωσης του γάμου τους, που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα.
Πρόκειται για την τρίτη κατά σειρά ταινία της συνεργασίας Μπέργκμαν–Ροσελίνι, που από πολλούς θεωρείται ως η κορυφαία ταινία του σκηνοθέτη και τριάντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, εξακολουθεί να φιγουράρει τακτικά στις 10 πρώτες θέσεις της λίστας του περιοδικού Cahiers du cinéma.

Ο Ροσελίνι σχεδίαζε να βασίσει το σενάριο της ταινίας αυτής στο μυθιστόρημα της Κολέτ Duo, ωστόσο δεν πρόλαβε να κατοχυρώσει τα δικαιώματα κι έτσι προχώρησε με τα γυρίσματα της ταινίας, επιμελούμενος ο ίδιος το σενάριο. Ο πρωταγωνιστής, Τζορτζ Σάντερς, λέγεται πως δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του για την έλλειψη επαγγελματισμού που επικρατούσε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Η αναστάτωσή του, λοιπόν, ήταν παρόμοια με αυτή του ρόλου του. Αυτό, βέβαια, ήταν καλό για την ταινία, όχι όμως και για τον ίδιο τον Σάντερς, που, σύμφωνα με πληροφορίες, τηλεφωνούσε τακτικότατα στον ψυχολόγο του στο Λος Άντζελες.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Ροσελίνι επικρίθηκε έντονα για τον λεγόμενο temps mort — σκηνές δηλαδή με μικρή φαινομενικά σημασία και συμβολή στην εξέλιξη της πλοκής, οι οποίες όμως καταλαμβάνουν σημαντικό χρονικό μέρος της ταινίας — που όμως τον βοήθησαν να συλλάβει μοναδικά στιγμιότυπα από την αλληλεπίδραση του ζευγαριού, καθιστώντας την ταινία μία από τις κορυφαίες ερωτικές ιστορίες στην ιστορία του κινηματογράφου.

Ραν (Ran)
Σκηνοθεσία: Ακίρα Κουροσάβα
Παίζουν: Τατσούγια Νακατάι, Ακίρα Τεράο, Τζινπάτσι Νεζού, Νταϊσούκε Ριού, Μίεκο Χαράντα, Γιοσίκo Μιγιαζάκι, Μανσάι Νομούρα, Χισάσι Ιγκάουα, Τακέσι Κάτο
Περίληψη: Στη φεουδαρχική Ιαπωνία, ένας γηραιός άρχοντας μοιράζει την επικράτειά του στους τρεις γιους του, προκαλώντας τελικά την κατάρρευση της οικογένειάς του.

Το magnum opus του Ακίρα Κουροσάβα κυκλοφορεί σε επανέκδοση.
Στη μεσαιωνική Ιαπωνία, ένας ηλικιωμένος βασιλιάς αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειό του στους τρεις γιους του, οι οποίοι θα ζουν σε τρία διαφορετικά παλάτια. Οι δύο μεγαλύτεροι είναι ιδιαίτερα ευτυχισμένοι με την απόφαση του πατέρα τους, όμως ο μικρότερος έχει ενδοιασμούς και πιστεύει ότι ο πατέρας του τα έχει χάσει. Προβλέπει πως το μέλλον θα είναι ζοφερό για τους δύο μεγαλύτερους, καθώς δεν θα αργήσουν να εμπλακούν σε καβγάδες και να πολεμούν ο ένας τον άλλον.

Εμπνευσμένο από τον σαιξπηρικό «Βασιλιά Ληρ» και από έναν ιαπωνικό μύθο του 16ου αιώνα, το «Ραν» είναι το τελευταίο μεγάλο κινηματογραφικό έπος του Κουροσάβα, για το οποίο απέσπασε και τη μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Η ταινία αξιοποιεί τα μνημειώδη σκηνικά, τις καταιγιστικές μάχες και την εκπληκτική φωτογραφία για να αναμετρηθεί με διαχρονικά ερωτήματα σχετικά με τα όρια της εξουσίας, την ύβρη, τη μανία κυριαρχίας, την εκδίκηση ως κινητήρια δύναμη και τις καταστροφικές συνέπειες της βίας.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η αφηγηματική ένταση και η εικαστική τελειότητα της ταινίας συνδυάζουν αριστοτεχνικά την τραγωδία με μια σχεδόν λυρική ομορφιά, ακόμα και σε σκηνές καταστροφής, ενώ η μουσική – εμπνευσμένη από τον Γκούσταβ Μάλερ και από παραδοσιακά ιαπωνικά μοτίβα – ενισχύει το δραματικό βάθος, δημιουργώντας έτσι μια δυνατή κινηματογραφική μελέτη πάνω στον άνθρωπο και τις εμμονές του, όπου η μεγαλοπρέπεια της εικόνας γίνεται όχημα έκφρασης υπαρξιακών αγωνιών.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 



Πηγή: www.iefimerida.gr