Στην Καστοριά βρέθηκα πρώτη φορά ούσα φοιτήτρια, κατά τη διάρκεια μιας μαραθώνιας κυριακάτικης εξόρμησης που πρότεινε «παγουράς», καλοφαγάς και πολυαγαπημένος φίλος: φαγητό στον Πεντάλοφο, καφές στην Καστοριά, γλυκό στο Μέτσοβο και επιστροφή στα Γιάννενα –έτοιμη για βουτιά στο κρεβάτι και δώδεκα ώρες ύπνο.
Αν και λατρεύω τα Γιάννενα για όλα τους –πόσο μάλλον για την Παμβώτιδα–, οφείλω να παραδεχτώ ότι η Καστοριά μού γυάλισε αρκετά ώστε να επανέλθω με την πρώτη ευκαιρία, η οποία άργησε όχι μια μέρα αλλά κάμποσα, πολλά χρόνια. «Κάλλιο αργά παρά ποτέ», λέει ο σοφός λαός και έχει δίκιο. Η Καστοριά είναι πανέμορφη.
Πρώτη ημέρα
Τη γνωριμία μου με την Καστοριά την ξεκίνησα από τη λίμνη, καθώς ως Κουλουριώτισσα αλλά και Γιαννιώτισσα αγαπώ να χαλαρώνω δίπλα στο νερό – αλλά όχι μέσα, οφείλω να ομολογήσω. Μια βόλτα στον παραλίμνιο δρόμο, τη «γυρολιμνιά» των ντόπιων, ενδεχομένως και μια βαρκάδα με το καράβι «ΟΛΥΜΠΙΑ», είναι μια καλή εισαγωγή σε όσα όμορφα θα χορτάσουν τα μάτια σας.
Αμέσως μετά ξεκινήστε για το Ντολτσό, την παλιά συνοικία της πόλης που αντανακλά όλο τον πλούτο που της χάρισε η ενασχόληση με το εμπόριο και ιδιαίτερα με τη γουνοποιΐα. Περπατώντας στα καλντερίμια του παλιού εμπορικού κέντρου της Καστοριάς αλλά και όλου του νομού, θαυμάστε τα μεγαλοπρεπή αρχοντικά, πολλά από τα οποία είναι επισκέψιμα και στεγάζουν μουσεία, όπως το Ενδυματολογικό Μουσείο του Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου «Αρμονία», το Λαογραφικό Μουσείο Καστοριάς και το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.
Αν αναρωτιέστε τι αξίζει να φάει κανείς στην Καστοριά, υπενθυμίζω ότι φημίζεται για τα φασόλια, τα μήλα, τα τυροκομικά αλλά και τα πάσης φύσεως γλυκά κουταλιού και τις μαρμελάδες – εγώ πάντως φόρτωσα το κατιτίς μου και για το σπίτι. Επιπλέον, η κουζίνα της έχει ενδιαφέρον, έχει πολλά λάχανα, έχει και ψάρια από τη λίμνη.
Στην καρδιά του Ντολτσού βρίσκεται η μεγάλη και ζωντανή ιστορική πλατεία του, η παλαιότερη της πόλης, η οποία μετά το 1956 μετονομάστηκε σε «Πλατεία Αδελφών Εμμανουήλ». Οι Καστοριανοί Ιωάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ υπήρξαν σύντροφοι και συνεργάτες του Ρήγα Φεραίου, συνελήφθησαν μαζί του στη Βιέννη και τον ακολούθησαν στον θάνατο, στο Βελιγράδι, στις 24 Ιουνίου 1798. Στο κέντρο της πλατείας που φέρει τιμητικά το όνομά τους βρίσκεται η σχετική αναθηματική στήλη, έργο του γλύπτη Π. Ευγενίδη.



Ένα ακόμα ιστορικό πρόσωπο συνυφασμένο με την Καστοριά και την ευρύτερη περιοχή, αν και δεν υπήρξε τέκνο της, είναι ο Παύλος Μελάς. Ο επιφανής μακεδονομάχος έπεσε νεκρός το 1904 στη γειτονική Στάτιστα, που σήμερα φέρει το όνομά του, ενώ στο σπίτι όπου άφησε την τελευταία του πνοή φιλοξενείται σήμερα το Μουσείο Παύλου Μελά. Μετά από πολλές περιπέτειες, τα οστά του βρίσκονται πλέον θαμμένα, μαζί με εκείνα της συζύγου του, Ναταλίας Μελά, στον βυζαντινό Ναό των Ταξιαρχών (10ος αιώνας).
Ο σημαντικότερος ωστόσο ναός και σύμβολο της πόλης –η οποία διαθέτει πάνω από εβδομήντα βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, αδιάψευστους μάρτυρες της μεγάλης της ακμής κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας– είναι η Παναγία η Κουμπελίδικη, που υψώνεται μέσα στη βυζαντινή ακρόπολη.
Ο τρίκογχος ναός χτίστηκε στα μέσα του 11ου αιώνα και οι περισσότερες αγιογραφίες του τοποθετούνται στον 13ο αιώνα – ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απεικόνιση της Αγίας Τριάδας. Όσο για την επωνυμία «Κουμπελίδικη», που προσφέρεται για αστεία λογοπαίγνια, αυτή οφείλεται στον πολύ ψηλό τρούλο της εκκλησίας, τον «κουμπέ» τουρκιστί. Πίσω από την Παναγία βρίσκεται το Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς, από τα σημαντικότερα του είδους στην Ελλάδα, οπότε μια επίσκεψη επιβάλλεται.
Εκτός από τις βυζαντινές εκκλησίες, είναι και τα αρχοντικά της Καστοριάς που μοιάζουν ανεξάντλητα. Άλλη μια γραφική παραδοσιακή συνοικία θα συναντήσετε στη βόρεια πλευρά: το Απόζαρι. Αναζητήστε το αρχοντικό Τσιατσιαπά (1754) με τις υπέροχες τοιχογραφίες, που λειτουργεί ως μουσείο: πρόκειται για το μεγαλύτερο παραδοσιακό οίκημα που σώζεται στην πόλη.



Αν, πάλι, αναρωτιέστε τι αξίζει να φάει κανείς στην Καστοριά, υπενθυμίζω ότι φημίζεται για τα φασόλια, τα μήλα, τα τυροκομικά αλλά και τα πάσης φύσεως γλυκά κουταλιού και τις μαρμελάδες – εγώ πάντως φόρτωσα το κατιτίς μου και για το σπίτι. Επιπλέον, η κουζίνα της έχει ενδιαφέρον, έχει πολλά λάχανα, έχει και ψάρια από τη λίμνη.
Η Καστοριά βέβαια φημίζεται και για τις γούνες της, παρότι τα τελευταία χρόνια οι πωλήσεις τους μειώνονται, τόσο για λόγους ευαισθησίας απέναντι στα ζώα όσο και για λόγους… γεωπολιτικούς. Προσωπικά, αληθινές γούνες δεν φοράω, δεν κατάφερα ωστόσο να αντισταθώ σε ένα καταπληκτικό βουργουνδί –όπως λένε και οι fashion influencers– ζευγάρι δερμάτινα γάντια.
Δεύτερη ημέρα

Ελάχιστα λεπτά οδήγησης είναι αρκετά για να πραγματοποιήσετε ένα ταξίδι στον χρόνο, για την ακρίβεια ένα ταξίδι 7.000 χρόνια πίσω, στον νεολιθικό λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού. Η ανακάλυψή του έγινε τυχαία το 1932, όταν έπεσε η στάθμη της λίμνης, αποκαλύπτοντας ό,τι είχε απομείνει από τις καλύβες του πρώτου –και μοναδικού– τέτοιου οικισμού που ανασκάφηκε στην Ελλάδα.
Ο αρχαιολόγος Αντώνιος Κεραμόπουλος ήταν εκείνος που τότε αναγνώρισε πως πρόκειται για υπολείμματα πασάλων, πάνω στους οποίους στηρίζονταν οι προϊστορικές κατοικίες. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1992, οι ανασκαφές του καθηγητή προϊστορικής αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Γιώργου Χουρμουζιάδη, έφεραν στο φως τον παλαιότερο νεολιθικό οικισμό της Ευρώπης, που χρονολογείται γύρω στο 5.000 π.Χ. και φιλοξενούσε περίπου 300 ανθρώπους.
Πάνω στα σπάνια ευρήματα στηρίχθηκε η δημιουργία ενός παραλίμνιου αρχαιολογικού πάρκου που περιλαμβάνει οκτώ καλύβες πανομοιότυπες με εκείνες των προ-προ-προγόνων μας, κατασκευασμένες με κορμούς και κλαδιά δέντρων, άχυρα, σκοινί και λάσπη από τη λίμνη.
Μπαίνοντας μέσα θα βρείτε ακριβή αντίγραφα των εργαλείων, των αγγείων και όσων σκευών χρησιμοποιούσαν οι προϊστορικοί άνθρωποι, ανάμεσά τους και ένα από τα παλαιότερα μουσικά όργανα που έχουν βρεθεί στην Ευρώπη: έναν οστέινο αυλό, καθότι ήταν και φιλόμουσοι. Τα αγκίστρια που βρέθηκαν επιβεβαιώνουν ότι οι κάτοικοι του οικισμού ψάρευαν –στον χώρο θα μπορέσετε να δείτε μια βάρκα σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν.

Αφού ζήσετε τον μύθο σας στο Ανοιχτό Μουσείο Δισπηλιού, μπορείτε να επισκεφθείτε τη μικρή έκθεση στο Δισπηλιό, που φιλοξενεί τα αυθεντικά ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου. Από εκεί απουσιάζει ωστόσο ένα αμφιλεγόμενο εύρημα: η Πινακίδα του Δισπηλιού. Πρόκειται για μια ξύλινη πινακίδα που βρέθηκε μέσα στη λίμνη και σύμφωνα με τη χρονολόγηση με άνθρακα δημιουργήθηκε το 5260 π.Χ.
Το γεγονός ότι πάνω της υπάρχουν χαραγμένα διάφορα «σήματα» –που όμως δεν γνωρίζουμε πότε χαράχτηκαν– πυροδότησε θεωρίες πως πρόκειται για την αρχαιότερη γραφή στον κόσμο, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από τους ειδικούς. «Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι εδώ έχουμε μια προσπάθεια επικοινωνίας του νεολιθικού ανθρώπου, που ελπίζουμε κάποτε να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε», είχε αναφέρει σιβυλλικά ο Γ. Χουρμουζιάδης – ας κρατήσουμε λοιπόν την ψυχραιμία μας.
Η λάσπη και το άχυρο ως δομικά υλικά δεν χρησιμοποιήθηκαν μόνο στη νεολιθική εποχή. Στον δρόμο προς τις Πρέσπες, μισή ωρίτσα από την Καστοριά, βρίσκονται τα Κορέστεια, μια χούφτα ορεινά πλινθόκτιστα χωριά που καταρρέουν σιωπηλά, παραδομένα στη λήθη.

Τα Κορέστεια –Άνω και Κάτω Κρανιώνα, Χαλάρα, Μελάς, Μακροχώρι, Μαυρόκαµπος, Άγιος Αντώνιος, Γάβρος– εγκαταλείφθηκαν μετά τον Εμφύλιο και έχουν πλέον ελάχιστους ή καθόλου κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια των φημισμένων φασολιών της ευρύτερης περιοχής. Ο Νέος Οικισμός είναι αυτός που κυρίως κατοικείται· τα υπόλοιπα χωριά μοιάζουν στοιχειωμένα.
Χτισμένα στις αρχές του εικοστού αιώνα με άψητα τούβλα από λάσπη και άχυρα, με το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα και τις στέγες σκεπασμένες με καλάμια, ξύλα και κεραμίδια, τα πλίνθινα σπίτια είχαν όλα τον ίδιο προσανατολισμό: «κοιτούσαν» τον νοτιά, χωρίς να έχουν ανοίγματα στη βορινή όχθη – με σημερινούς όρους θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς και βιοκλιματικά.
Η ομορφιά των χωριών που χάνονται μέρα με τη μέρα φέρνει δάκρυα στα μάτια του επισκέπτη, ο οποίος αντικρίζει μια Ελλάδα που δεν ήξερε ότι εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτή την άγνωστη Ελλάδα έχουν προλάβει –μεταξύ άλλων– να αποτυπώσουν στο σελιλόιντ δύο από τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες: ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» και ο Παντελής Βούλγαρης στην «Ψυχή βαθιά». Αν μη τι άλλο, τα Κορέστεια έχουν κερδίσει την αθανασία.