Η συντροφιά ενός σκύλου ή μιας γάτας θα μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση βασικών εγκεφαλικών λειτουργιών όσο μεγαλώνουμε, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη, με ιδιαίτερη σημασία για τις κοινωνίες που γερνούν.
Καθώς ο πληθυσμός στην Ευρώπη γερνάει και τα περιστατικά άνοιας αυξάνονται, οι επιστήμονες ενδέχεται να έχουν εντοπίσει έναν απρόσμενο σύμμαχο στη μάχη κατά της γνωστικής παρακμής: τα κατοικίδια ζώα. Πιο συγκεκριμένα, η καθημερινή επαφή με έναν σκύλο ή μια γάτα φαίνεται πως σχετίζεται με βραδύτερη μείωση νοητικών ικανοτήτων, προσφέροντας πιθανώς μια απλή, φυσική μορφή πρόληψης.
Η μελέτη κατέγραψε αξιοσημείωτες διαφορές ανάλογα με το είδος του κατοικίδιου. Οι ιδιοκτήτες σκύλων παρουσίασαν εντονότερη διατήρηση της μνήμης – τόσο της άμεσης όσο και της καθυστερημένης ανάκλησης πληροφοριών – ενώ οι ιδιοκτήτες γατών εμφάνισαν επιβράδυνση στη μείωση της λεκτικής ευχέρειας.
Αντίθετα, η συμβίωση με ψάρια ή πτηνά δεν φάνηκε να σχετίζεται με ανάλογα οφέλη. Παρότι παραμένουν αγαπημένοι σύντροφοι, τα ζώα αυτά δεν έδειξαν σημαντική συσχέτιση με πιο αργή γνωστική εξασθένηση στους ιδιοκτήτες τους.
«Η κατοχή κατοικίδιου ζώου έχει συνδεθεί με θετική επίδραση στη γνωστική λειτουργία και τη μείωση της παρακμής της στην τρίτη ηλικία», ανέφερε η Δρ. Adriana Rostekova, κύρια συγγραφέας της μελέτης, η οποία δημοσιεύθηκε στο Nature. «Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν είχε διερευνηθεί επαρκώς αν το είδος του κατοικίδιου επηρεάζει το μέγεθος αυτών των οφελών».
Η Δρ. Rostekova, μέλος της ερευνητικής ομάδας Αναπτυξιακής Ψυχολογίας Διάρκειας Ζωής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, χρησιμοποίησε δεδομένα από οκτώ κύματα της ευρωπαϊκής μελέτης SHARE (Survey of Health, Ageing and Retirement in Europe), εξετάζοντας τις αλλαγές στη γνωστική λειτουργία σε διάστημα 18 ετών μεταξύ ενηλίκων άνω των 50 ετών. Η καινοτομία της προσέγγισής της έγκειται στο ότι ανέλυσε ξεχωριστά τα είδη κατοικίδιων: σκύλους, γάτες, πτηνά και ψάρια. Όπως εξηγεί, «τα δεδομένα μας δείχνουν ότι το όφελος δεν προέρχεται γενικά από την κατοχή κατοικίδιου, αλλά συνδέεται κυρίως με τα πιο απαιτητικά είδη συντροφιάς, δηλαδή τους σκύλους και τις γάτες».
Σύμφωνα με την ίδια, η απουσία θετικού συσχετισμού στην περίπτωση των ψαριών και των πτηνών μπορεί να εξηγηθεί από διάφορους παράγοντες: «Η μικρή διάρκεια ζωής των ψαριών ή των πτηνών ενδέχεται να περιορίζει τη συναισθηματική σύνδεση των ιδιοκτητών μαζί τους. Επιπλέον, η φασαρία που προκαλούν ορισμένα είδη πτηνών ενδέχεται να διαταράσσει τον ύπνο – ένας γνωστός παράγοντας επιτάχυνσης της γνωστικής φθοράς».
Περαιτέρω, η πιο απαιτητική αλληλεπίδραση με γάτες και σκύλους ενδέχεται να παρέχει γνωστικά ερεθίσματα που λείπουν από άλλες μορφές συντροφιάς. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η επαφή με σκύλους αυξάνει τη δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου, ενώ ενισχύει την προσοχή και προκαλεί συναισθηματική διέγερση. Αντίστοιχα, η αλληλεπίδραση με γάτες σχετίζεται με αυξημένη δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό και στην κάτω μετωπιαία έλικα, κάτι που ίσως συνδέεται με την απρόβλεπτη και συχνά πιο πολύπλοκη συμπεριφορά των αιλουροειδών. Επιπλέον, η κατοχή σκύλου ή γάτας διευκολύνει συχνά την κοινωνική επαφή: είτε μέσα από συζητήσεις και βόλτες με άλλους ιδιοκτήτες σκύλων, είτε με τη γάτα να λειτουργεί ως «υποκατάστατο κοινωνικού δικτύου», ιδιαίτερα για μοναχικά άτομα.
«Η αυξημένη κοινωνική διέγερση μπορεί να συμβάλει στην επιβράδυνση της γνωστικής παρακμής», σημειώνει η Rostekova.
Ο Andrew Scott, συγγραφέας του βιβλίου The Longevity Imperative και ιδιοκτήτης γάτας, επισημαίνει ότι πρέπει να διευρύνουμε τον τρόπο που κατανοούμε την έννοια της υγείας: «Συνήθως σκεφτόμαστε την υγεία με όρους νοσοκομείων και φαρμάκων. Όμως, όσο ζούμε περισσότερο, είναι σημαντικό να δίνουμε έμφαση και στην πρόληψη, και αυτή δεν περιορίζεται σε γιατρούς και θεραπείες».
Όπως λέει, «πολλά από αυτά που μας προτείνουν για να διατηρήσουμε την υγεία μας είναι δύσκολα ή μοναχικά – ποιος κάνει διαλείπουσα νηστεία μαζί με την οικογένεια; Αντίθετα, η κατοχή κατοικίδιου μπορεί να είναι ευχάριστη, διασκεδαστική και να προσφέρει κοινωνική και συναισθηματική υποστήριξη. Αν επιπλέον ενισχύει και τη γνωστική υγεία, τότε πρόκειται για ένα προφανές κέρδος».
Με πληροφορίες από Guardian