Ίσως να μην υπάρχει περίπτωση Έλληνα καλλιτέχνη που να επιβάλλεται περισσότερο η συμμετοχή του στην έκθεση «Why look at animals?», για τη δηλωμένη μέσα από τη δουλειά του αγάπη για τα ζώα. Μάλλον δεν υπήρξε άλλος που να τα απέδωσε με τόση ακρίβεια και πιστότητα. Έτσι, με αφορμή την έκθεση του ΕΜΣΤ, ανακαλύπτουμε εκ νέου τον υπέροχο γλύπτη Ευριπίδη Βαβούρη, που ξεκίνησε τη δραστηριότητά του λίγο πριν από την έκρηξη του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, διένυσε μια σημαντική πορεία και κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. Φυσικά όλοι οι παλιοί Αθηναίοι γνωρίζουν το «Λαγωνικό σκυλί» της Φωκίωνος Νέγρη, ένα γλυπτό που δημιούργησε το 1940, ύστερα από παραγγελία της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης. Ήταν τομή για την εποχή, καθώς το σύνηθες ήταν να στήνονται ανδριάντες ηρώων, πολιτικών και στρατιωτικών, επιφανών προσώπων, ιερωμένων με υψηλές θέσεις στην ιεραρχία της Εκκλησίας.
Στην έκθεση όχι μόνο μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή με εμβληματικά του έργα, δείγματα δουλειάς του μεταξύ 1935 και 1967, όπως τα «Γελάδια», «Το γαϊδουράκι», «Σκυλάκι», «Ο γάτος μου», «Η Κατσούφα», «Γατούλα», «Γατάκι», «Κοιμισμένο γατί», «Σκυλάκι», «Παπί» σε γύψο, μπρούντζο και τερακότα, αλλά και να μάθει, χάρη σε ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ 35 λεπτών, τη σεμνή και αφοσιωμένη στην τέχνη ζωή του. Δημιούργημα της εικαστικού Μαρίας Τσάγκαρη, το ντοκιμαντέρ έχει τίτλο «Οι ευτυχείς δεν έχουν Ιστορία». Την αφήγηση κάνει η Σοφία Κόκκαλη και η μουσική είναι του Κ. Βήτα.
Σήμερα, εν μέρει και χάρη στη συζήτηση για τα δικαιώματα των ζώων αλλά και σε άλλες περιβαλλοντολογικές ανησυχίες μας, το όνομά του επανέρχεται όλο και πιο δυναμικά στη δημόσια σφαίρα.
Η ιστορία του Ευριπίδη Βαβούρη ξεκινάει στην Αμερική, όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του. Εκείνος είδε το φως στο Άργος το 1911, όταν βρέθηκε εκεί η μητέρα του σε ένα ταξίδι στα πάτρια εδάφη. Στην πόλη Σαβάνα της Τζόρτζια, στη φάρμα του θείου του, ο μικρός Ευριπίδης πρωτοήρθε σε επαφή με άλογα και άλλα ζώα του αγροκτήματος. Το 1920 επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Σε ηλικία πέντε ετών είχε προσβληθεί από μηνιγγίτιδα, που του άφησε σοβαρή κώφωση. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να εξελιχθεί σε βαθιά μελετηρό και εργατικό άνθρωπο, καλλιτέχνη και διανοούμενο.

Ως σπουδαστής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, στα επτά χρόνια που διαρκούσαν τότε οι σπουδές –3 χρόνια προκαταρκτικά και 4 χρόνια εργαστήριο− παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής στο εργαστήριο του Θωμά Θωμόπουλου. Το ενδιαφέρον του για την απεικόνιση ζώων φάνηκε από πολύ νωρίς, όταν το 1937 συμμετείχε στην πρώτη του ομαδική έκθεση με τους «Ελεύθερους Καλλιτέχνες», παρουσιάζοντας δύο μικρά, «ταπεινά» γλυπτά: Το «Γαϊδουράκι» από μπρούντζο, το οποίο αγοράστηκε από το υπουργείο Παιδείας, και το μεγάλης τρυφερότητας «Δύο γελάδια» από μάρμαρο, σύνθεση που αποτελούνταν από ένα μοσχαράκι και ένα μεγαλύτερο θηλαστικό, η οποία αγοράστηκε από τον δήμο Αθηναίων. Αμέσως χαρακτηρίστηκε από τον σημαντικό κριτικό της εποχής Ζαχαρία Παπαντωνίου «ανιμαλιέ» −γαλλικός όρος του 19ου αιώνα, που στα ελληνικά αποδίδεται ως «ζωοπλάστης»−. Ο Παπαντωνίου αναγνώρισε στο έργο του μια ιδιαίτερη ευαισθησία και τον θεώρησε μεγάλο δεξιοτέχνη με επιρροές τόσο από την κλασική γλυπτική όσο και από τα μοντέρνα ρεύματα της εποχής.
Ακριβώς την ίδια περίοδο, ένα από τα παράλληλα ανθρωποκεντρικά του γλυπτά, ο «Φυσιολάτρης» του 1937, αποτελεί έναν «προπομπό» του σύγχρονου οικολόγου. Ίσως σε αυτόν ο Βαβούρης να έβλεπε τον εαυτό του. Όταν ολοκλήρωσε το θαυμάσιο άγαλμα του σκύλου που στέκει μέχρι σήμερα στο παρτέρι της Φωκίωνος Νέγρη (έχει αλλάξει θέση τρεις φορές μέσα στο ίδιο πάρκο, ξεκινώντας από το πρώτο παρτέρι στη Δροσοπούλου και φτάνοντας σήμερα να βρίσκεται στη συμβολή με την οδό Έκτορος, με το βλέμμα του ζώου να αντικρίζει πια την πλατεία Κυψέλης), και μόλις δέκα μέρες πριν ξεσπάσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, δηλαδή στις 18 Οκτωβρίου του 1940, έλαβε τρίμηνη υποτροφία για το παράρτημα της ΑΣΚΤ στους Δελφούς ώστε να μελετήσει την αρχαία γλυπτική. Αποκλεισμένος κατόπιν εκεί, έλαβε μέρος στη διαδικασία εκκένωσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Δελφών, καθώς εργάστηκε στην υποστήριξη των έργων με γύψο, ώστε να είναι ασφαλής η μεταφορά τους στις κρύπτες.



Μέρος της Κατοχής ο Βαβούρης το πέρασε στο Άργος, όπου και δημιούργησε ένα εξαιρετικό κεφάλι αλόγου. Ωστόσο, μετά το 1942 επιστρέφει στην Αθήνα και, όπως γράφει, «εστερήθην του εργαστηρίου μου, έκτοτε εργάζομαι σε ένα δωμάτιο της κατοικίας όχι κατάλληλο για μελέτες ζώων». Έμπνευση εκείνη τη σκοτεινή περίοδο αποτέλεσαν και οι γάτες μιας εσωτερικής αυλής της οδού Τσιμισκή στη Νεάπολη Εξαρχείων, όπου έμενε και διατηρούσε το μικρό του ισόγειο εργαστήριο. Αγάπησε και απαθανάτισε τα γατιά που πιθανόν να κινδύνευαν από τους λιμοκτονούντες Αθηναίους, δίνοντάς τους και ονόματα: «Γατάκι», «Κοιμισμένο γατί», «Γατούλα», «Κατσούφα». Μαζί με τον «Γάτο μου», έργο του 1938, παρουσιάζονται όλα στην έκθεση του ΕΜΣΤ.
Με το τέλος του Εμφυλίου, το 1949, ο Βαβούρης κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στο Ζάππειο με 17 έργα. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν τα «Γελάδια», «Ο γάτος μου», «Το πιτσουνάκι», «Κόκορας», «Γατάκι», «Κατσούφα» και άλλα, ένας μικρόκοσμος αγαπημένων του ζώων που, αν σήμερα φαντάζουν αλλόκοτες επιλογές, είναι βέβαιο ότι εκείνη την εποχή αποτελούσαν έκφραση μιας συνομοταξίας ευαίσθητων ανθρώπων − φιλότεχνων διαφορετικών αντιλήψεων από όσους ταύτιζαν τη γλυπτική με το κάλλος και τον ηρωισμό. Ο Μίνως Αργυράκης έγραψε στο περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία»: «Εκείνο που συγκινεί περισσότερο τον συμπαθή αυτό γλύπτη είναι τα ζώα. Τα νιώθει, φαίνεται, πολύ κοντά του. Αισθάνεται τη σιωπηλή νωχέλεια των γατιών, τα δυο γελάδια του, το ένα ξαπλωμένο, και το άλλο κοντά του, σε μια μυστική συνεννόηση μεταξύ τους, και δίνει σε όλα αυτά κάτι από τον εαυτό του. Ζωντανεύει τη βουβή τους παρουσία, και μας κάνει να νιώθουμε πως μας μιλούν».

Έναν χρόνο μετά, ο Ιταλός πρέσβης τού αναθέτει τις προτομές των δύο του παιδιών. Κατά τις συχνές του επισκέψεις στο αρχοντικό της οδού Σέκερη γνωρίζει την Ιταλίδα Ζοζέτ που δίδασκε γαλλικά στα παιδιά. Για να μπορέσει να επικοινωνήσει μαζί της, μαθαίνει ιταλικά μέσω βαθιάς μελέτης. Απόδειξη της εργατικότητάς του ήταν ότι έφτασε να διαβάσει την «Κόλαση» του Δάντη στο πρωτότυπο. Το 1955 παντρεύονται και ταξιδεύουν στην Ιταλία, όπου μελετάει τα μνημεία και τα σπουδαία έργα τέχνης των μουσείων της Ρώμης. Πίσω στην Αθήνα, αποκτάει ένα οικόπεδο στο Μαρούσι, όπου χτίζει ένα πρότυπο εργαστήριο, με το φυσικό φως να λούζει τον χώρο εργασίας του. Λιτό, ψηλοτάβανο, φωτεινό, γεμάτο βιβλία και γεμάτο από τη σοφία του. Ένας χώρος που η κόρη του, Μαριλένα Βαβούρη, έχει διατηρήσει σε τέλεια κατάσταση, όπως ακριβώς τον άφησε ο πατέρας της όταν έφυγε από τη ζωή.
Σταδιακά συμπληρώθηκε και από το σπίτι, έναν μαγευτικό κήπο με κληματαριές, ελιές, οπωροφόρα δέντρα και λουλούδια, και τα ζώα, κουνέλια, κότες, κόκορες, πάπιες, γάτες, σκυλιά. Κατασκευάζει τα σπίτια τους με ξύλο και σίτα, προστατεύοντάς τα από το κρύο. Η φροντίδα τους γίνεται η καθημερινή του δέσμευση. Είναι σαν να γνωρίζει όλες τις ανάγκες και επιθυμίες τους, μια σχέση μοναδική μεταξύ ανθρώπου και ζωντανών. Και κάθε φορά που καλείται να τα αποδώσει γλυπτικά, ξέρει με απόλυτη ακρίβεια κάθε σημείο του σώματός τους, κάθε συμπεριφορά τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατάφερνε να κάνει τα σκυλιά και τις γάτες να ποζάρουν γι’ αυτόν, όπως έγινε και με το «Λαγωνικό» του 1940.



Το 1966 συμμετείχε στην 1η Μπιενάλε Γλυπτικής στην Παιδική Χαρά του Πικιώνη στη Φιλοθέη, όπου παρουσιάστηκαν 90 έργα. Ανάμεσα στους 42 καλλιτέχνες ο Βαβούρης ξεχώρισε, εκθέτοντας έναν σκύλο και μια νέα γυναίκα καθισμένη. Δεν πρόκειται για ηρωίδα κάποιου εθνικού αφηγήματος, ούτε για κάποια σημαντική προσωπικότητα των γραμμάτων και των τεχνών, παρά για ένα ανώνυμο κορίτσι. Είναι μια χειρονομία μοντέρνας αντίληψης από την πλευρά του. Στα χρόνια της δικτατορίας συμμετέχει όλο και πιο συχνά σε διεθνείς εκθέσεις εκτός Ελλάδος, ενώ όλο και πιο αραιά εντός. Άλλωστε η εικαστική κίνηση στη χώρα έμεινε για μεγάλο διάστημα στο περιθώριο.
Το 1981 ο Στέλιος Λυδάκης στο βιβλίο του «Οι Έλληνες γλύπτες» σημειώνει για τον Βαβούρη ότι «επιμένει στην εξειδίκευσή του σ’ ένα θέμα όπως τα ζώα, που μόνο σπάνια είχαν απασχολήσει σαν αυτοδύναμες πλαστικές οντότητες τη νεοελληνική γλυπτική», ενώ το 1982 στο βιβλίο-αναδρομή του Χρύσανθου Χρήστου «Νεοελληνική Γλυπτική 1800-1940» τυγχάνει ιδιαίτερης αναφοράς σχετικά με την «ιδιαίτερη φροντίδα για την απόδοση του ουσιαστικού, τη ρεαλιστική περιγραφή και τον τονισμό ειδικών λεπτομερειών, τη σαφήνεια των μορφών και τον τονισμό των πλαστικών αξιών, τη στέρεα οργάνωση και την ισορροπία των όγκων».
Πεθαίνει στις 23 Ιανουαρίου 1987, αφήνοντας πίσω του τον διασημότερο σκύλο της Αθήνας, ένα τοπόσημο για όσους μεγάλωσαν γύρω από τη Φωκίωνος Νέγρη, ένα σημείο συνάντησης για παρέες και ραντεβουδάκια, αγαπημένη αναφορά για όλους τους Κυψελιώτες. Σήμερα, εν μέρει και χάρη στη συζήτηση για τα δικαιώματα των ζώων αλλά και σε άλλες περιβαλλοντολογικές ανησυχίες μας, το όνομά του επανέρχεται όλο και πιο δυναμικά στη δημόσια σφαίρα. Η στάση ζωής του, οι επιλογές του, το έργο ενός σημαντικού ανθρώπου και καλλιτέχνη σαν τον Ευριπίδη Βαβούρη προβάλλουν ως όλο και πιο ουσιαστικά και αξίζει να τον ανακαλύψουμε και να τον γνωρίσουμε. Αν μη τι άλλο, το χρωστάμε τόσο στη βαθιά του σχέση με την τέχνη του όσο και στην αφοσίωσή του στα κατοικίδιά μας.
Έργα του βρίσκονται σε δημόσιους χώρους στην Αθήνα, το Άργος, την Ύδρα, στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, στον δήμο Πειραιώς, στο υπουργείο Παιδείας, καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.




Το ηχητικό ντοκιμαντέρ «Οι ευτυχείς δεν έχουν Ιστορία» της Μαρίας Τσάγκαρη μπορεί να το ακούσει κανείς μέσω QR code που είναι τοποθετημένα στο εσωτερικό του ΕΜΣΤ και κοντά στο παρτέρι με το «Λαγωνικό σκυλί» στην οδό Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη.
Ευχαριστούμε την κ. Μαριλένα Βαβούρη για την πολύτιμη βοήθειά της.