Η Kodak σε οικονομικό αδιέξοδο: Κίνδυνος χρεοκοπίας για τον θρύλο της φωτογραφίας


Η Eastman Kodak, η ιστορική εταιρεία φωτογραφίας που ιδρύθηκε το 1892, προειδοποιεί τους επενδυτές ότι ίσως δεν καταφέρει να συνεχίσει τη λειτουργία της. Σύμφωνα με την τελευταία οικονομική της έκθεση, η εταιρεία δεν διαθέτει «δεσμευμένη χρηματοδότηση ή επαρκή ρευστότητα» για να καλύψει τις επερχόμενες υποχρεώσεις της, που φτάνουν τα 500 εκατομμύρια δολάρια.

Η Kodak σχεδιάζει να εξοικονομήσει ρευστό σταματώντας τις πληρωμές στο συνταξιοδοτικό της πρόγραμμα, ενώ επισημαίνει ότι οι δασμοί δεν θα έχουν σημαντική επίπτωση στις δραστηριότητές της, καθώς η παραγωγή των περισσότερων προϊόντων της – όπως κάμερες, μελάνια και φιλμ – γίνεται στις ΗΠΑ.

Ο διευθύνων σύμβουλος, Jim Continenza, τόνισε πως η εταιρεία «συνεχίζει να προχωρά στο μακροπρόθεσμο σχέδιό της, παρά τις προκλήσεις του αβέβαιου επιχειρηματικού περιβάλλοντος». Παρά την αισιοδοξία για αναδιάρθρωση δανείων και κεφαλαίων, η μετοχή της Kodak κατέγραψε πτώση άνω του 25% σε μία ημέρα.

Kodak: Από την κορυφή στην παρακμή

Η ιστορία της Kodak ξεκινά το 1879, όταν ο George Eastman έλαβε την πρώτη του πατέντα για μηχανή επίστρωσης πλακών. Το 1888 παρουσίασε την πρώτη φωτογραφική μηχανή Kodak, με σύνθημα «Εσείς πατάτε το κουμπί, εμείς κάνουμε τα υπόλοιπα», φέρνοντας τη φωτογραφία πιο κοντά στο ευρύ κοινό.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Kodak κυριάρχησε στην αγορά, φτάνοντας τη δεκαετία του ’70 να κατέχει το 90% των πωλήσεων φιλμ και το 85% των πωλήσεων φωτογραφικών μηχανών στις ΗΠΑ. Ωστόσο, η ίδια η εταιρεία ανέπτυξε το 1975 την πρώτη ψηφιακή κάμερα, αλλά απέτυχε να εκμεταλλευτεί την τεχνολογία αυτή, οδηγούμενη το 2012 σε πτώχευση.

Το 2020, η Kodak γνώρισε μια σύντομη αναβίωση όταν η αμερικανική κυβέρνηση της ανέθεσε την παραγωγή φαρμακευτικών πρώτων υλών, κάτι που εκτόξευσε προσωρινά τη μετοχή της. Σήμερα, συνεχίζει να παράγει φιλμ και χημικά για επαγγελματική χρήση – κυρίως στη βιομηχανία του κινηματογράφου – και να εκμεταλλεύεται το brand της σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης.

Με πληροφορίες από CNN



Πηγή: www.lifo.gr