Οι καύσωνες έχουν γίνει πιο συχνοί και έντονοι, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη εύρεσης δροσιάς.
Με την ενεργειακή φτώχεια να αφήνει τους ανθρώπους πιο απροστάτευτους μέσα στα σπίτια τους, τα «κλιματικά καταφύγια» μπορούν να αποτελέσουν μια επιλογή για να γίνουν οι πόλεις πιο ανθεκτικές στις ακραίες θερμοκρασίες.
Κατά τη διάρκεια ενός έντονου κύματος καύσωνα, υπάρχουν ορισμένοι χώροι που προσφέρουν ανακούφιση και δροσιά στο κοινό.
Αυτοί μπορεί να περιλαμβάνουν δημόσια πάρκα και κήπους, βιβλιοθήκες, δημοτικά κέντρα, μουσεία ή σχολεία, τα οποία παραμένουν ανοιχτά κατά τη διάρκεια της ημέρας για να φιλοξενήσουν τους ανθρώπους που είναι πιο ευάλωτοι στις ακραίες θερμοκρασίες.
«Το φαινόμενο της θερμικής νησίδας εντείνεται κατά τη διάρκεια αυτών των καυσώνων και συνήθως συμβαίνει στις πόλεις», αναφέρει ο επιστήμονας δεδομένων Μανουέλ Μπάνζα.
«Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πόλεις είναι πυκνοκατοικημένες και διαθέτουν μεγάλες επιφάνειες από άσφαλτο που απορροφούν τον ήλιο, με αποτέλεσμα στο τέλος της ημέρας, γύρω στις έξι ή επτά το απόγευμα, να παραμένει η ζέστη, ακόμα και αν δεν υπάρχει πλέον ήλιος, επειδή το έδαφος έχει αποθηκεύσει τη θερμότητα», εξήγησε ο Μπάνζα στο Euronews. «Επιπλέον, υπάρχουν πολλά κτίρια και συχνά στενοί δρόμοι, που δυσκολεύουν την κυκλοφορία του αέρα», πρόσθεσε.
Ο Μπάνζα δημοσίευσε μια μελέτη που εντοπίζει πιθανούς χώρους κλιματικών καταφυγίων στη Λισαβόνα, την πρωτεύουσα της Πορτογαλίας.
Σε έναν διαδραστικό χάρτη της πόλης, συνέθεσε την απεικόνιση της έντασης του φαινομένου θερμικής νησίδας με την προσθήκη κήπων, συντριβανιών, βρυσών, δημόσιων πισινών και βιβλιοθηκών. Στη Λισαβόνα, όπου η θερμική δυσφορία στα σπίτια είναι μια πραγματικότητα, το δημοτικό συμβούλιο δεν έχει ακόμη προωθήσει ένα τέτοιο δίκτυο, αλλά ο χάρτης του Μπάνζα μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμος.
«Υπάρχει μεγάλη διακύμανση θερμοκρασίας στα σπίτια, και η Λισαβόνα είναι μία από τις χειρότερες πόλεις στην Ευρώπη όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση, που σημαίνει ότι τόσο το καλοκαίρι όσο και το χειμώνα οι άνθρωποι δυσκολεύονται να δροσιστούν ή να ζεσταθούν. Για αυτό υπάρχει δημοτική και δημόσια ευθύνη να μετατρέψουμε τον δημόσιο χώρο σε επέκταση των σπιτιών μας», υποστηρίζει.
Πάνω από τους μισούς κατοίκους της Λισαβόνας που συμμετείχαν σε έρευνα της Υπηρεσίας Ενέργειας και Περιβάλλοντος σχετικά με την ενεργειακή φτώχεια δήλωσαν ότι αισθάνονται θερμική δυσφορία στα σπίτια τους, τόσο το καλοκαίρι (56,5%) όσο και το χειμώνα (63,2%).
Εκτός από τη δυσφορία, η ζέστη συνδέεται και με αύξηση της θνησιμότητας. Μεταξύ 28 Ιουνίου και 3 Ιουλίου φέτος, η Πορτογαλία κατέγραψε 284 θανάτους, πολύ περισσότερους απ’ αυτούς που αναμένονταν.
Η Βαρκελώνη δίνει το παράδειγμα στην Ευρώπη
Παράλληλα, υπάρχει κάτι που μπορούμε να μάθουμε από τη Βαρκελώνη, την ισπανική πόλη που πρωτοστάτησε στη δημιουργία δικτύου κλιματικών καταφυγίων, με πάνω από 400 χώρους, αποτελώντας πρότυπο για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις.
Οι αναλυτές τονίζουν ότι αυτό που κάνει τη Βαρκελώνη πραγματικά παράδειγμα προς μίμηση είναι τα σαφή κριτήρια για τον ορισμό του καταφυγίου. Σύμφωνα με την Άνα Τέρα Αμορίμ-Μάια, ερευνήτρια ειδικευμένη στην αστική προσαρμογή στο κλίμα στο Βασκικό Κέντρο για την Κλιματική Αλλαγή (BC3), «Δεν είναι κάθε χώρος αυτόματα κλιματικό καταφύγιο.»
«Για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πιο ευάλωτων πληθυσμών στις ακραίες θερμοκρασίες, πρέπει να πληρούν τουλάχιστον τα βασικά κριτήρια: να διαθέτουν καλυμμένο χώρο όπου οι άνθρωποι μπορούν να καθίσουν, να πιουν νερό και να χρησιμοποιήσουν τουαλέτα», εξηγεί.
Με πληροφορίες από Euronews.com