ΣΤΙΣ 26 ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ Μαρτίου έγινε γνωστός στα μίντια ο θάνατος του στιχουργού Νίκου Ελληναίου – ήταν 85 ετών. Η πορεία του Ελληναίου στο ποπ τραγούδι μας δεν ήταν μεγάλη σε διάρκεια, καθώς σε μια δεκαετία μόλις, από το μέσο των σίξτις έως το μέσο των σέβεντις, ο άνθρωπος αυτός θα κατόρθωνε να ξεχωρίσει με πολλούς και καλούς στίχους, οι οποίοι θα γίνονταν από τους συνεργάτες του, συνθέτες και ερμηνευτές, μεγάλες επιτυχίες.
Έπεσε βεβαίως και σε μια δημιουργική συγκυρία ο Ελληναίος –για πολλούς στην πιο μεστή περίοδο της ελληνικής ποπ–, όμως, σε κάθε περίπτωση, ήταν και το ταλέντο του εκείνο που θα τον οδηγούσε στην κορυφή.
Ο Ελληναίος θα έγραφε στίχους-επιτυχίες και για άλλα συγκροτήματα της ποπ, όπως για τους Βόρειους π.χ., η οποίοι το 1968 θα τραγουδούσαν τη «Σαλούνα», όμως παράλληλα θα μετέφερε, στη γλώσσα μας, ξένα άσματα, που με τα δικά του ελληνικά λόγια θα ακούγονταν παντού.
Νέος ακόμη στο χώρο, πρωτόβγαλτος όπως λέμε, ο Ελληναίος, που είχε ξεκινήσει ως ραδιοφωνικός παραγωγός και κονφερασιέ, πιάνει κορυφή ως στιχουργός, μ’ ένα τραγούδι που, σχεδόν 60 χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να σημαίνει. Ήταν οι Olympians, με τον Πασχάλη, που θα απέδιδαν το «Συγγνώμην» του (σε μουσική του πιανίστα-οργανίστα τους Άλκη Κακαλιάγκου), δημιουργώντας έτσι ένα διαχρονικό χιτ.
OLYMPIANS- ΣΥΓΝΩΜΗ
Εκείνη την εποχή ο Ελληναίος θα έγραφε στίχους-επιτυχίες και για άλλα συγκροτήματα της ποπ, όπως για τους Βόρειους π.χ., η οποίοι το 1968 θα τραγουδούσαν τη «Σαλούνα», όμως παράλληλα θα μετέφερε, στη γλώσσα μας, ξένα άσματα, που με τα δικά του ελληνικά λόγια θα ακούγονταν παντού. Ανάμεσά τους το «Τζίνι» (1967) του Enrico Pianori, που θα το έλεγαν και πάλι οι Βόρειοι, το «Γιατί» (1968) με την Ιταλίδα Silva Grissi (“Vorrei” στα ιταλικά), το «Απ’ την αγάπη μας πιο δυνατό» (1969) με τον τραγουδιστή των Juniors Γιώργο Τσίκνη (το “Was ich dir sagen will” του Udo Jürgens), το «Για να σ’ αγαπάνε» (1971) με τους Blue Birds (το “True love, that’s a wonder” των Sandy Coast), το «Γεια χαρά» (1971) με τους Ιταλούς Ricchi E Poveri (“Che sarà” στα ιταλικά), το «Μη θυμώνεις μη» (1972) με την Ελπίδα (το “Song for everybody” των New Inspiration), το «Φλερτ» (1973) με την Χριστίνα (το “Pour un flirt” του Michel Delpech) κ.λπ.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΚΝΗΣ – ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟ
Είχε ξεκινήσει θέλω να πω μια φάμπρικα στην ελληνική ποπ δισκογραφία, με τους υπεύθυνους των εταιρειών να ζητάνε μετά μανίας τις μεταφορές των ξένων επιτυχιών στη γλώσσα μας, με τους Νίκο Ελληναίο, Αθανάσιο Τσόγκα, Νότη Κύτταρη, Λευτέρη Κογκαλίδη και ορισμένους ακόμη να αναλαμβάνουν αυτό το έργο, το οποίο, όπως και να το κάνουμε –όσο επιτυχημένες και να ήταν αυτές οι μετατροπές-διασκευές θέλω να πω– δεν έπαυε να περιορίζει και να βάζει εμπόδια στη δημιουργικότητα των δικών μας συνθετών και των συγκροτημάτων.

Κατά μίαν έννοια, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να τοποθετηθεί και η συνεργασία του Ελληναίου με την παγκόσμια, τότε, ποπ σταρ Βίκυ Λέανδρος, η οποία θα τραγουδούσε στη γλώσσα μας τις διεθνείς επιτυχίες της με τα δικά του λόγια. Τα τραγούδια της Βίκυς, συνθέσεις συνήθως του πατέρα της Λέανδρου Παπαθανασίου, μα και ορισμένων άλλων, θα γίνονταν πολύ αγαπητά στην Ελλάδα, με τα λόγια του Ελληναίου. Ανάμεσά τους τα «Μια φορά κι έναν καιρό», «Το μυστικό σου», «Απ’ την αρχή», «Δεν μ’ αγαπούσες», «Η εκδρομή», «Κακομαθημένο παιδί», «Πες μου την αλήθεια», «Χαμένη αγάπη», «Χωρίς ψυχή» και άλλα διάφορα. Δύσκολο να επιλέξεις ένα ως το πλέον χαρακτηριστικό, γιατί όλα ήταν ωραία.
Βίκυ Λέανδρος – Τό Μυστικό Σου – Vicky Leandros
Ο Ελληναίος όμως, ως στιχουργός της ποπ, θα είχε έντονη παρουσία, για κάποια χρόνια, και στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, που από το 1972 θα μετατρεπόταν σε Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού, από το 1973 σε Ελληνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού κ.λπ. Πρέπει να εμφανίζεται για πρώτη φορά εκεί, το 1969, με το σύνθεση του Ανδρέα Οικονόμου «Πετάς», την οποία είχαν ερμηνεύσει η Πόπη Αστεριάδη και η Tammy, ενώ θα συνέχιζε να στέλνει στίχους του έως και την αρχή της δεκαετίας του ’80.
Επιτυχημένα τραγούδια του Ελληναίου στο Φεστιβάλ θεωρούνται το… εθνικοπατριωτικό «Αγιά Σοφιά» του Γιώργου Λημνιού με την Κλειώ Δενάρδου, που έλαβε δεύτερο βραβείο το 1972 (πρώτο ήταν το «Αν ήμουν πλούσιος» με τον Δώρο Γεωργιάδη) και το «Άσε με να φύγω» του Γιώργου Μανίκα με την Αλέκα Κανελλίδου, που έλαβε τρίτο βραβείο το 1974, στην πρώτη μεταπολιτευτική διοργάνωση (πρώτο ήταν το «Ποιος να ξέρη στο βλέμμα του πίσω τι κρύβει ο Θεός για μας» με τον Τώνη Βαβάτσικο).
Μάλιστα με την «Αγιά Σοφιά», το ’72, είχαν δημιουργηθεί και παρατράγουδα, καθώς για το φεστιβάλ είχαν επιλεγεί οι στίχοι… «Ευχή, ψηλά στους Ουρανούς / για την Αγιά Σοφιά: / Να γίνη κάποτε δικιά μας / με χρόνους, με καιρούς!..», ενώ στο δισκάκι είχε υπάρξει επέμβαση από τη λογοκρισία, μετά από διαμαρτυρία της τουρκικής πρεσβείας όπως είχε τότε διαδοθεί, καθώς ακούμε… «Εκεί ψηλά στους Ουρανούς / όμορφη Αγιά Σοφιά / θα ζεις για πάντα στ’ όνειρό μας / για χρόνους, για καιρούς».
Είχαν λειανθεί, θέλω να πω, οι στίχοι του Ελληναίου ώστε να μην ακούγονταν προκλητικοί, εμφανίζοντας… επεκτατικές και αλυτρωτικές διαθέσεις. Γενικά, η «Αγιά Σοφιά» ήταν πολύ μέτριο κομμάτι και υπήρχαν οπωσδήποτε άλλα τραγούδια, στη διοργάνωση του ’72, που θα μπορούσε άνετα να ήταν στη θέση της – κάτι, που δεν θα συνέβαινε βεβαίως με το «Άσε με να φύγω», ένα πολύ ωραίο τραγούδι, το οποίο θα σηματοδοτούσε την πιο μεγάλη καμπή στην καριέρα της Κανελλίδου (ασχέτως αν η τρίτη θέση, στην διοργάνωση του ’74, το αδικούσε).
Αλέκα Κανελλίδου – Άσε με να φύγω
Ο Νίκος Ελληναίος, η βασική δουλειά του οποίου ήταν κειμενογράφος για διαφημίσεις, ήταν μετρημένος και διαβασμένος άνθρωπος (ασχέτως τώρα της «Αγιασοφιάς», που επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί το εθνικοπατριωτικό κλίμα της περιόδου και σε σχέση με τη συμπλήρωσης της 50ετίας από τη Μικρασιατική Καταστροφή), έχοντας μιλήσει για τον τρόπο που αντιλαμβανόταν τη στιχουργική σε μια συνέντευξή του στο «Φαντάζιο», τον Δεκέμβριο του 1973:
«Θα έλεγα ότι ωθούμαι στο στίχο από ανάγκη πνευματική και επικοινωνίας. Το ελληνικό τραγούδι δίνει την εντύπωση ότι γεννιέται για να ψυχαγωγήσει, αλλά δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναμασά το “αχ και βαχ”, και αναφέρομαι ειδικά στο ελαφρό και το λαϊκό. Το τραγούδι σαν τραγούδι είναι δημιούργημα. Σαν στιχουργική εργασία, με σκοπό την εμπορία, είναι κατασκεύασμα. Επειδή το μεγαλύτερο ποσοστό των τραγουδιών μου είναι μελωδίες, θα έκανα μία αντιστροφή και θα έλεγα ότι εγώ πιστεύω και κατανοώ το ύφος της μουσικής προκειμένου να γράψω ένα στίχο. Προσπαθώ, επίσης, πάντα, να γνωρίζω εκ των προτέρων τον ερμηνευτή του τραγουδιού που θα γράψω. Διότι ξέροντας το ύφος της μελωδίας, την ψυχοσύνθεση του ερμηνευτή καθώς και το στυλ των τραγουδιών που τραγουδά, μπορώ να πλησιάσω περισσότερο τον ακροατή. Ο κριτής και ο ρυθμιστής της τύχης του τραγουδιού είναι η εταιρεία. Επομένως η τροχοπέδη των παραγωγών εμποδίζει την εξέλιξη του τραγουδιού. Από τους στιχουργούς μας ακούω οποιονδήποτε, που μου λέει πολύ απλά και σωστά το θέμα. Μ’ αρέσει η Σώτια Τσώτου και ο Νίκος Γκάτσος, που τον θεωρώ περισσότερο ποιητή».

Δική του γνώμη είχε ο Ελληναίος και για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ασχέτως των πολλαπλών παρουσιών του εκεί:
«Στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης κάθε χρόνο αλλάζει το “υποκοριστικό” του, πιστεύοντας ότι έτσι αλλάζει και το ύφος του. Όταν προκηρύσσεται ο διαγωνισμός συνηθίζεται να αναφέρεται, στην πρώτη παράγραφο της προκηρύξεως, ποιο σκοπό εξυπηρετεί, και όταν τελειώνει το φεστιβάλ δεν υπάρχει κανείς που να λέει “μας συγχωρείτε, που δεν τηρήσαμε ακριβώς τους όρους της πρώτης παραγράφου”».
Το 1974 τραγούδια σε στίχους Νίκου Ελληναίου, και με μουσικές από τον Νίκο Ιγνατιάδη, θα ακούγονταν από τον Γιώργο Μαρίνο στην ταινία του Μάριου Ρετσίλα «Ο-κέυ Φίλε», ένα cult-movie σε συμπαραγωγή Τζαίημς Πάρις-Chelly Wilson, που, σε μεγάλο μέρος του, ήταν γυρισμένο στη Νέα Υόρκη. Πενήντα plus χρόνια μετά αυτό το πολύ ενδιαφέρον σάουντρακ εξακολουθεί να απουσιάζει, πολύ κακώς, από την ελληνική δισκογραφία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ- ΜΗ ΡΩΤΑΣ
Ο Νίκος Ελληναίος δεν φαίνεται να εγκατέλειψε ποτέ τον ποπ-ελαφρύ προσανατολισμό του στη στιχουργική. Έτσι, πριν αφήσει για πάντα αυτή την ασχολία του θα έγραφε, στα σέβεντις, ακόμη κάποιους στίχους, που θα μετατρέπονταν σε πολύ καλά ή και επιτυχημένα τραγούδια. Ανάμεσά τους το «Είναι κρίμα και λυπάμαι» (1973) με την Ελπίδα σε μουσική Σπύρου Καρδάμη, το «Ένα καλοκαίρι μόνο» (1974) με την Μαρίνα σε μουσική Γιώργου Μανίκα, το «Άπλωσα τα χέρια» (1975) με τον Σταύρο Ζώρα (σε μουσική δική του) και ορισμένα ακόμη. Αυτό το τελευταίο είναι καταπληκτικό και δείχνει πώς ένας μελωδός-συνθέτης κι ένας ουσιαστικός και συνάμα απλός, στις διατυπώσεις του, στιχουργός μπορούν να κάνουν θαύματα…
Σταύρος Ζώρας – Άπλωσα τα χέρια