Ο Κώστας Μπέζος ήταν για πολλά χρόνια μια αινιγματική μορφή στην ελληνική μουσική. Ο ρεμπέτης Κωστής που έγραψε το «Ήσουνα ξυπόλυτη» ήταν ταυτόχρονα μουσικός του ελαφρού τραγουδιού −και ιδιαίτερα σε ένα είδος που έγινε τρομερά δημοφιλές αλλά εξαφανίστηκε στην Κατοχή, τις χαβάγιες− και ένας από τους πιο σημαντικούς γελοιογράφους της δεκαετίας του ’30. Το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος με τίτλο «Πάμε στη Χονολουλού, Κώστας Μπέζος (1905-1943)» είναι μια υποδειγματική από κάθε άποψη έκδοση, με τα αποτελέσματα της έρευνας του κοινωνιολόγου Δημήτρη Κούρτη, μια πολύχρονη μελέτη για τη ζωή και το έργο του Μπέζου, που παρουσιάζει για πρώτη φορά λεπτομέρειες της πορείας του στη μουσική και τη δημοσιογραφία, με φωτογραφικό υλικό και κείμενα του Μπέζου, αλλά και πολύτιμα στοιχεία για ένα σχεδόν άγνωστο σήμερα μουσικό είδος.
Στα χαβανέζικα «Χονολουλού» σημαίνει «προστατευμένος κόλπος». O Κώστας Μπέζος επιδίωκε να πραγματοποιήσει μέσα σε ονειρεμένους τεχνητούς παραδείσους όσα αληθινά ταξίδια δεν είχε προφτάσει να κάνει. Τι ήταν, όμως, η Χονολουλού για αυτόν; Ένας όρμος της φαντασίας του ή ένα μέρος όπου δεν κατάφερε να πάει; Μουσικές από τη Χαβάη, εξωτικές κιθάρες, σκίτσα, μεταμεσονύχτια καμπαρέ, περιηγήσεις στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, στην Αίγυπτο και στην Τουρκία μπλέκονται σε ένα ενιαίο αφήγημα, αποτυπώνοντας το πορτρέτο μιας εποχής. Παράλληλα, τα βιωματικά κείμενα του Μπέζου μάς μεταφέρουν την αγωνία ενός ανθρώπου να κατανοήσει την εποχή του και τον εαυτό του μέσα από νυχτερινές περιπλανήσεις και ταξίδια. Η προσπάθειά του να καθιερώσει στον ελληνικό χώρο τις χαβάγιες, ένα υβριδικό είδος μουσικής με επιρροές από τη Χαβάη, είναι κάτι που θα τον φέρει σε υπαρξιακή σύγκρουση με την άλλη του ιδιότητα, αυτήν του καταξιωμένου σκιτσογράφου, πριν τελικά καταρρεύσει μέσα στις δύσκολες συνθήκες της Κατοχής.
Ο Μπέζος ήταν ένα πυροτέχνημα, ένας διάττοντας αστέρας που έσβησε. Ήταν τόσο αεικίνητος που ήταν πυρήνας και μουσικών και καλλιτεχνικών πραγμάτων στην Αθήνα
«Τον Μπέζο τον άκουσα πρώτη φορά όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών, από ένα CD που είχε κυκλοφορήσει με μια εφημερίδα, μια συλλογή με ρεμπέτικα που περιείχε και το “Ήσουνα ξυπόλυτη”, το οποίο το έλεγε κάποιος Κωστής», λέει ο Δημήτρης Κούρτης. «Ήταν ένα ρεμπέτικο μόνο με κιθάρα και θυμάμαι ότι μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Εκείνη την εποχή ο Κωστής ήταν σχεδόν άγνωστος, δεν μπορούσες να βρεις στοιχεία για αυτόν στο ίντερνετ και δεν ξέραμε αν ήταν όντως ο Κώστας Μπέζος, άλλοι τον έλεγαν Στέφανο Μπέζο, άλλοι έλεγαν ότι παίζει στην μπάντα και ο ανιψιός του, Τίτος Καλλίρης, ο οποίος, όμως, όταν πέθανε ο θείος του, ήταν εφτά χρονών.

Οι πληροφορίες για τον Κώστα Μπέζο για αρκετά χρόνια ήταν πολύ ελλιπείς, μέχρι που ο φίλος μου ο Γιάννης Ιασωνίδης, που έχει την Orila Records, μου σύστησε τον Gordon Ashworth, έναν Αμερικανό φίλο του που είχε έρθει στην Αθήνα. Είχε ακούσει τα ρεμπέτικα του Μπέζου με την κιθάρα κι αποφάσισε να τα κυκλοφορήσει στην Olvido Records, τη δισκογραφική που άνοιγε τότε στην Αμερική, στο Πόρτλαντ. Θεώρησε ότι θα είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για το κοινό της Αμερικής. Σε αυτό το πλαίσιο, γνωριστήκαμε και δέχτηκα να τον βοηθήσω να μεταφράσει τους στίχους στα αγγλικά. Επειδή είχα ήδη ασχοληθεί με την έρευνα και τα ντοκιμαντέρ −είναι κάτι που μου αρέσει κι έχω δουλέψει αρκετά με αυτά ως μέλος του Caravan Project−, κι επειδή ο δίσκος έπρεπε να έχει και ένα φυλλάδιο με πληροφορίες για το ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, μου μπήκε το μικρόβιο να ψάξω για τον Μπέζο. Έως το 2014-’15 υπήρχε μόνο μία φωτογραφία του, έτσι, προσπαθώντας να βρω φωτογραφικό υλικό και πληροφορίες, και μιλώντας από δω κι από κει, ήρθα σε επαφή με τον Θάνο Καλλίρη, που η γιαγιά του ήταν αδελφή του Μπέζου. Ούτε εκείνος γνώριζε τίποτα, με παρέπεμψε σε μια ετεροθαλή αδελφή του, η οποία επίσης δεν ήξερε, αλλά έψαξαν, βρήκαν ένα κουτί παπουτσιών σε ένα υπόγειο, και όταν μου το έδωσαν βρήκα μέσα έναν μικρό θησαυρό∙ ήταν όλο το φωτογραφικό υλικό του Μπέζου που είχε σωθεί από την πλημμύρα του υπογείου τη δεκαετία του ’80. Πριν πλημμυρίσει είχε μέσα πίνακες ζωγραφικής, σκίτσα, παρτιτούρες, κιθάρες, αλλά και πολλές οικογενειακές φωτογραφίες. Τα πάντα καταστράφηκαν ολοσχερώς.


Με το υλικό αυτό η κυκλοφορία του δίσκου απέκτησε άλλη αξία. Ήρθαμε σε επαφή με τον Tony Klein για να γράψει τα κείμενα, και έτσι με την έρευνα που έκανα στην Αθήνα και μετά από την ανταλλαγή εκατοντάδων e-mail, βγήκε το 2015 το “The Jail’s a Fine School”, στην Olvido και τη Mississippi Records. Ήταν η πρώτη συλλογή που βγήκε με τα ρεμπέτικά του, με φωτογραφίες που δεν είχαμε ξαναδεί, η οποία με έβαλε σε μια διαδικασία να ψάξω τον άνθρωπο του οποίου το προσωπικό αρχείο είχα αποκτήσει και για τον οποίο υπήρχαν ένα σωρό φήμες, μύθοι, θρύλοι για το ποιος ήταν, αλλά δεν είχε ερευνήσει ποτέ κανείς. Η διαδικασία της έρευνας συνεχίστηκε και προχώρησε στη δεύτερη κυκλοφορία με τις χαβάγιες του (το άλμπουμ “Kostas Bezos and the White Birds”, το 2017). Άρχισα να ψάχνω στα αρχεία εφημερίδων των δεκαετιών του 1920, 1930 και 1940, προσπαθώντας να εντοπίσω κείμενά του, σκίτσα του, πληροφορίες για τη μουσική του και τη ζωή του. Από τα περίπου 200 κείμενά του που βρήκα, επέλεξα να βάλω στο βιβλίο 40, αυτά που έχουν ταξιδιωτικό χαρακτήρα. Ήταν κείμενα από εφημερίδες στις οποίες δούλευε για δώδεκα χρόνια ως δημοσιογράφος αλλά, κυρίως, ως σκιτσογράφος: “Ακρόπολις”, “Καθημερινή”, “Βραδυνή”, “Πρωία”, “Ελληνική”, “Ελληνικό Μέλλον”, “Κραυγή”… Τα υπόλοιπα κείμενα ήταν ευθυμογραφήματα, μάλλον αδιάφορα και παλιακά, χωρίς μεγάλη αξία.

Μεθοδολογικά ακολούθησα έναν τρόπο που μου επέτρεπε να καταλάβω πού κινείται, τι κάνει, ποιος είναι, όχι μόνο για να νιώσω τον ήρωα, αλλά για να καταλάβω και όλες τις προεκτάσεις που είχαν τα ταξίδια του: όταν μια φωτογραφία του Μπέζου είχε από πίσω ημερομηνία, π.χ. “Νοέμβριος 1934, Βόλος”, ήξερα ότι εκείνες τις ημέρες ήταν εκεί, οπότε πήγαινα στα αρχεία των εφημερίδων του Βόλου και έψαχνα αναφορές και άρθρα, και με αυτόν τον τρόπο μπόρεσα να δώσω ονόματα στους μουσικούς των φωτογραφιών. Παράλληλα, ήξερα ότι από τον Βόλο είχε στείλει ένα ταξιδιωτικό κείμενο σε αθηναϊκή εφημερίδα, οπότε έψαχνα στις αθηναϊκές εφημερίδες του ’34 και έβλεπα τη δική του προσωπική ματιά για τον Βόλο. Αυτό το pattern δούλεψε και από την ανάποδη: αν έβρισκα κείμενο σε αθηναϊκή εφημερίδα για την Πάτρα, έψαχνα σε εφημερίδες της Πάτρας για το ταξίδι του εκεί, και έτσι ακολούθησα όλα του τα βήματα από το 1929 μέχρι και το 1941, προσπαθώντας να καταλάβω τον ήρωα και να ταξιδέψω μαζί του μέσα από τη δική του πορεία. Προσπάθησα να αποτυπώσω έτσι μια μικροϊστορία, μια ανείπωτη ιστορία, διαφορετική από αυτή που η επίσημη ιστορία έχει καταγράψει για την εποχή του Μεσοπολέμου.
Το βιβλίο που έχω φτιάξει, παρότι περιέχει και κείμενα του Μπέζου, είναι μια ιστορία που εμπεριέχει πολύ τη δική μου ματιά, στην προσπάθειά μου να βγάλω μια θολή εικόνα της εποχής και της ζωής του. Το έκανα πολύ συστηματικά και σοβαρά, ακολουθώντας μια μεθοδολογία που να επιτρέπει στον αναγνώστη να περιηγηθεί στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 μέσα από τα μάτια ενός περιοδεύοντα μποέμ καλλιτέχνη και μουσικού, και να γνωρίσει την εποχή μέσα από τη δική του πορεία, ενώ παράλληλα γνωρίζει και τον ίδιο τον ήρωα και συνδέεται μαζί του.
Οι χαβάγιες

Ο Κώστας Μπέζος ήταν −κυριολεκτικά− ένας σταρ της χαβάγιας, σούπερ σταρ με τα σημερινά δεδομένα, κι έπαιζε κιθάρα με έναν μοναδικό τρόπο. Η κιθάρα εκείνη την εποχή ήταν ένα πολύ διαδεδομένο μουσικό όργανο, και ο Μπέζος τη μετέτρεψε σε κάτι καινούργιο, χρησιμοποιώντας τη με τον τρόπο που την χρησιμοποιούσαν οι μουσικοί της Χαβάης. Στην Ελλάδα έδωσαν στη νέα κιθάρα το όνομα “χαβάγια” και έτσι βαφτίστηκε και ολόκληρο το είδος. Δεν γνωρίζουμε τις συγκυρίες και τις συμπτώσεις που έκαναν τη χαβάγια μόδα στην Ελλάδα, αλλά ήταν τεράστια μόδα στην Αθήνα − μετά την Αμερική και την Αγγλία, η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα σε παραγωγή χαβανέζικης μουσικής, ένα παράδοξο πράγμα, γιατί δεν έγινε τέτοιος χαμός στην Ιταλία, π.χ., ή στη Γαλλία. Με τον Μπέζο ο κόσμος παραληρούσε, ήταν και ωραίος άντρας∙ το συγκρότημά του, τα Άσπρα Πουλιά, ήταν η πρώτη μπάντα στην Ελλάδα που έπαιζε καινούργια μουσική, φοξ τροτ, τανγκό, slide guitars, αλλά και η πρώτη που έκανε περιοδεία με στοιχεία σύγχρονα, κάπως “ροκ”, γιατί δεν έπαιζε παραδοσιακά. Ο λόγος για τον οποίο στην Ελλάδα έγινε μόδα μια μουσική από τη Χαβάη, μια εξωτική μουσική, θέλει σελίδες για να αναλυθεί, αλλά με δύο λόγια ήταν η αγωνία του κόσμου να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό του Μεσοπολέμου.
Κώστας Μπέζος, Πάμε στη Χονολουλού
Έχουν μεσολαβήσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική Καταστροφή, και είναι τάση ο κόσμος να ξεφεύγει μέσα από τη μουσική, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Χαβάη ξαφνικά θεωρείται ως ένας προορισμός όπου μπορεί ο καθένας να βρει τη γαλήνη και να χαλαρώσει και να μην τον νοιάζει τίποτα, ένα στοιχείο φυγής που έχει όλη η μεσοπολεμική κοινωνία τις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Ο κόσμος θέλει να ξεφύγει απ’ τον τρόμο του πολέμου, γιατί στον πόλεμο κάθε οικογένεια στην Ευρώπη έχασε τουλάχιστον έναν ή δύο ανθρώπους. Ήταν πολύ πρόσφατα, δέκα χρόνια μετά, οπότε έρχονται Χαβανέζοι, που είναι όμορφοι, μελαμψοί, με μουσική πολύ εξωτική, ανέμελη και παράξενη, και όλο αυτό το πράγμα δημιουργεί, καλλιεργεί, κατασκευάζει ιδανικούς παραδείσους, τόπους και μουσικές που όλα είναι όμορφα. Ακόμα λέμε “πάμε στη Χαβάη”. Οι Χαβανέζοι μουσικοί που περιόδευαν από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τη Συρία, την Κωνσταντινούπολη μέχρι το Λονδίνο στις αρχές της δεκαετίας του ’20 έκαναν ζωντανή εμφάνιση και στην Αθήνα, και στον Μεσοπόλεμο οι χαβάγιες έγιναν τρομερά εμπορευματοποιημένο προϊόν, όπως και οι εξωτικές χορεύτριες και όλη αυτή η κουλτούρα.
Θεωρώ πολύ σημαντικό που με το βιβλίο οι χαβάγιες μπαίνουν στον μουσικό χάρτη για τα ελληνικά πράγματα, γιατί είναι ένα υβριδικό ελληνικό είδος που δεν είχε αποτυπωθεί και δεν μπορείς να το βρεις σε κανένα βιβλίο. Ξέραμε ότι υπήρχε, αλλά δεν ξέραμε ακριβώς τι γινόταν, παρότι ήταν εξαιρετικά δημοφιλές και άφησε πίσω του χιλιάδες ηχογραφήσεις. Έσβησε εντελώς μετά την Κατοχή.
Τα Άσπρα Πουλιά

Ο Μπέζος έπαιζε slide guitar με νύχια και μπουκαλάκι ή ποτηράκι, ο Αρίσταρχος Δημητρίου έπαιζε κανονικά, όπως έπαιζαν στη Χαβάη. Το 1928 και 1929 παίζουν και οι δύο χαβάγιες σε ταβέρνες και κάποια στιγμή γνωρίζονται, γιατί δεν έπαιζε άλλος τέτοιο είδος στην Αθήνα. Αποφάσισαν να φτιάξουν μια μπάντα, την οποία ονόμασαν Άσπρα Πουλιά, προφανώς επειδή τα white birds είναι ταξιδιάρικα, και ήθελαν ένα όνομα που να σε ταξιδεύει. Έμειναν μαζί μέχρι το 1932, μετά φαίνεται ότι τσακώθηκαν, αλλά ο Μπέζος το κρατάει το όνομα Άσπρα Πουλιά γιατί ήταν δική του ιδέα, και συνεχίζει να παίζει με αυτό μέχρι το τέλος. Ήταν και πιο τρελός, ο Δημητρίου ήταν πιο συνεσταλμένος, παρότι ήταν τρομερός δεξιοτέχνης. Όταν έπαιζε, ο Μπέζος μπροστά του ήταν ένα τίποτα, το παίξιμό του ήταν καλύτερο και από Αμερικανούς και από Χαβανέζους. Ήταν άρτιος. Τα Άσπρα Πουλιά ήταν ο τρόπος του Μπέζου να ταξιδεύει, παραπέμπει σε ταξίδι, σε φυγή. Επειδή ήταν η μοναδική μπάντα της εποχής, ήταν και η πιο διάσημη και είχε απίστευτη απήχηση στον κόσμο. Στο βιβλίο έχω βάλει αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά της εποχής που δείχνουν την τρέλα που έπαιζε με τα Άσπρα Πουλιά σε όλη την Ελλάδα.

Το ρεμπέτικο
Ο Κώστας Μπέζος ήταν μποέμ τύπος και το ρεμπέτικο ήταν πολύ δημοφιλές είδος στα καφέ αμάν. Στην Αθήνα άκουγαν και ελαφρό τραγούδι και ρεμπέτικο, ο κόσμος ήταν μοιρασμένος στα δύο. Ήθελες να γλεντήσεις μέχρι το πρωί ή να ακούσεις στο σπίτι σου να μερακλώσεις; Άκουγες ρεμπέτικα. Ήθελες να πας στα θέατρα ή στην ταβέρνα; Τραγούδαγες ελαφρό και καντάδες. Το ρεμπέτικο του Μπέζου ήταν πολύ ιδιαίτερο, τουλάχιστον στις μισές από τις ηχογραφήσεις του, και οι στίχοι και ο τρόπος που το ερμηνεύει ήταν ελαφρά, σαν παρωδία. Ωστόσο, μερικά τραγούδια όπως το “Ήσουνα ξυπόλυτη” και η “Υπόγα”, είναι αμιγώς ρεμπέτικα − αδέσποτα τραγούδια του αθηναϊκού ρεμπέτικου. Τραγούδια της φυλακής, δηλαδή. Πριν έρθουν οι Μικρασιάτες, πριν καν εμφανιστεί ακόμα το πειραιώτικο ρεμπέτικο, υπήρχε το αθηναϊκό ρεμπέτικο, που ήταν της φυλακής, πολύ χαρακτηριστικά τραγούδια. Ο Μπέζος ήταν μποέμης πριν ακόμα αρχίσει τις ηχογραφήσεις: το 1927 ήταν στη συντροφιά των καταραμένων ξενύχτηδων στο θρυλικό Μπάγκειον της Ομόνοιας, του διάσημου φιλολογικού στεκιού στο υπόγειο του ξενοδοχείου όπου σύχναζαν ο Λαπαθιώτης, ο Βάρναλης, ο Βέλμος, ο Ορέστης Λάσκος, ο Άγγελος Τερζάκης…
Κώστας Μπέζος – Ήσουνα ξυπόλυτη
Τον βλέπουμε να επισκέπτεται και τεκέδες ως σκιτσογράφος το 1929, έναν χρόνο πριν από τις ηχογραφήσεις, όπου βλέπει πώς παίζουν ρεμπέτικα, οπότε ήταν σε επαφή, κυκλοφορούσε, πήγαινε σε καμπαρέ, ζούσε τη συναρπαστική μεταμεσονύκτια ζωής της Αθήνας, όπου γινόταν ήδη χρήση κοκαΐνης. Έκανε τα πάντα, αλλά ο κύριος λόγος για τον οποίο ηχογράφησε ρεμπέτικα ήταν ο Τέτος Δημητριάδης, ένας επιτυχημένος μουσικός, τραγουδιστής, στιχουργός και συνθέτης της Αμερικής, με εξαιρετικές επιχειρηματικές ικανότητες. Παράλληλα, ήταν και παραγωγός δίσκων και είχε κατάστημα δίσκων στην Αθήνα. Την εποχή εκείνη πραγματικά μοίραζε χρήματα σε καλλιτέχνες, πάρα πολλά χρήματα για τότε, ως εκπρόσωπος της Columbia και της RCA στην Αμερική, για να ηχογραφήσουν ρεμπέτικα τραγούδια για το ελληνόφωνο κοινό της Αμερικής. Ευθύνεται, έτσι, για τη διάσωση εκατοντάδων ρεμπέτικων. Ο Μπέζος είχε ήδη ηχογραφήσει χαβάγιες, ήταν πολύ φίλος του Φωκίωνος Δημητριάδη, που ήταν αδελφός του Τέτου, και κάπως έγινε εκεί το deal. Σκέφτηκε ότι είναι καλό το deal και μπορούσε και να εκφραστεί, το έκανε όμως με ψευδώνυμο, ως Κωστής, προσπαθώντας για λόγους κοινωνικούς να αποκρύψει την πραγματική του ταυτότητα. Παρ’ όλα αυτά άφησε ίχνη, σε κάποιους δίσκους είχε σε παρενθέσεις “Κ. Μπέζος” αντί για “Κωστής” − έχει ταυτοποιηθεί πια και το ξέρουμε. Εξάλλου, τις ίδιες μέρες που ηχογραφεί τα ρεμπέτικα ηχογραφεί εναλλάξ και χαβάγιες, οπότε είναι όλη μέρα στο στούντιο.


Εξίσου σημαντικό έργο με τη μουσική του είναι τα σκίτσα του, γιατί ήταν τοπ σκιτσογράφος τη δεκαετία του ’30, είχε δουλέψει σε όλες τις σημαντικές εφημερίδες. Ήταν ο βασικός σκιτσογράφος της “Καθημερινής” για δυο χρόνια και ο βασικός σκιτσογράφος της “Πρωίας” για πέντε χρόνια, κάνοντας χιλιάδες σκίτσα. Είχε κάνει και εκθέσεις με αυτά».
Σε ένα κείμενο-ανταπόκριση από την Καλαμάτα τον Αύγουστο του 1933, ο Μπέζος γράφει:
«Μ’ έναν σκοπό ξεκίνησα από την Αθήνα εδώ και τρία χρόνια, να μάθω την Ελλάδα απ’ όλες τις πλευρές της. Κι όποιος −γιατί υπάρχουν πολλοί− έχει αντίρρηση πως η Ελλάδα είναι σκάρτη, έχει γελαστεί. Ίσως να είναι βαριά η λέξη που μεταχειρίζομαι εις βάρος εκείνων που έχουν αντίθετες ιδέες, και επειδή είναι πιθανόν να τις υποστηρίζουν, τους πληροφορώ ότι η Ελλάς ένα ταμπλό ζωγράφισε με αδρές και θετικές κραγιονιές στο μυαλό μου: βουνίσιο μεγαλείο και πλέρια πρασινάδα τυλιγμένα στο διάφανο και παστρικό ατλάζι του ελληνικού ουρανού. Αυτό είναι το πρώτο δώρο που δίνει το περιφρονημένο κράτος μας σ’ εκείνον που θα μοιράσει τη ζωή του μαζί του. Είμαι ευχαριστημένος αληθινά γιατί κατορθώνω −χωρίς να είμαι πλούσιος οικονομικώς, εδώ που τα λέμε− να χαρεί η ψυχή μου για τα δώρα της πατρίδας μου, προκειμένου για άνθρωπο που καταπιάνεται με τα κραγιόνια, και οικτίρω εκείνους που δεν εννοούν να σπάσουν με μια γροθιά το παχύ στρώμα που τους σκεπάζει, να ξεπεταχθούν από το ψυχρό κλουβί της αποστεωμένης νοοτροπίας που τους κρατάει πισθάγκωνα δεμένους ο περιορισμένος κύκλος της δράσεώς τους.

Θα μου κάνει κακό εάν φανταστεί κανείς ότι θέλω να παραστήσω τον πρωτοπόρο και τον καινοτόμο. Υπάρχουν πολλοί σαν κι εμένα που τσιτσιρίζονται από τη φλόγα του ταξιδιού χωρίς να το κατορθώνουν, γιατί έχουν υποχρεώσεις ή δουλειές ή υποθέσεις, επί παραδείγματι, που τους κρατάνε δέσμιους στον τόπο χωρίς να αλλάξουν βήμα. Χρειάζεται μεγάλη παλικαριά να κόψει κανείς την καριέρα του για να ριχτεί με τα μούτρα στο ταξίδι που έχει πολλές φορές δυσάρεστες περιπέτειες. Όσο για μένα, τράβηξα το χατζάρι της θέλησης και έκοψα τα σχοινιά των κοινωνικών υποχρεώσεων και προλήψεων αποφασιστικά και πλανιέμαι τρία χρόνια τώρα ροκανίζοντας τις ομορφιές της Ελλάδος, τα παλιά μνημεία −γιατί έχει πολλά και άξια σεβασμού−, και μελετώντας συγχρόνως την ψυχολογία, τα ήθη και τα έθιμα του καθενός τόπου. Και όλοι σας θα διερωτηθείτε: “Μα αυτή η δουλειά δεν χρειάζεται παράδες, και πολλούς μάλιστα;”. Εδώ είναι το μεγάλο εμπόδιο που πρέπει να πηδήξει κανείς −όταν είναι φτωχός, όπως ο υποφαινόμενος− και να ρίξει λίγη στάχτη στα μάτια του, γιατί σίγουρα θα οπισθοχωρήσει στην πρώτη μάχη που θα δώσει με τις κοινωνικές προλήψεις και το παρεξηγημένο περιφρονητικό βλέμμα που θα τύχει πολλές φορές να του πληγώσει την καρδιά. Γιατί θα είναι υποχρεωμένος να αντλήσει τα οικονομικά εφόδια −εργαζόμενος πάντοτε και όχι διακονεύοντας− απ’ το ίδιο μέρος που θα σταθμεύσει, για να συνεχίσει έτσι το πρόγραμμά του.
Πάλι θα με διακόψετε εδώ με την απορία στα χείλη: “Υπάρχει λόγος παρεξηγήσεως απ’ τον κόσμο, εφόσον υπάρχει δουλειά στη μέση κι όχι διακονιά;”. Στην περίπτωση αυτή μιλάω εντελώς για το άτομό μου, ο οποίος δεν έχω άλλο μέσο από την κιθάρα μου. Μ’ αυτήν οπλίζομαι και τραβάω από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, χωρίς να τα καταφέρνω, δυστυχώς, να βγαίνω νικητής σ’ όλη τη γραμμή. Βάλτε χάμω τους εχθρούς να δείτε με τι παλεύω: με την επιτυχία της συναυλίας πρώτα-πρώτα, ύστερα με την αρρώστια −άνθρωποι είμαστε− και τελευταία με τους κορδωμένους −σαν να έχουν καταπιεί στέκα του μπιλιάρδου− σοβαρούς σνομπ ηλιθίους οι οποίοι αφ’ υψηλού με περιεργάζονται σαν φαινόμενο −δίχως να ’χω ο φουκαράς ούτε λοφίο στο κεφάλι ούτε καμιά ουρά−, μόνο και μόνο επειδή είμαι, λέει, “μουζικάντες”, και ξέρετε, “μουζικάντες” και γενικά άνθρωπος που ανεβαίνει στο σανίδι θα πει για πολύ κόσμο, δυστυχώς, τελευταία κατηγορία κοινωνικής τάξεως. Παλιότερα, μάλιστα, όπως έγραφε σε ένα χρονογράφημά της η εκλεκτή καθηγήτρια του Εθνικού Ωδείου, κυρία Ρεβέκκα Βαλτετσιώτου, κάνανε αγιασμό στα σπίτια που πάταγε το πόδι του καλλιτέχνης. Ξεφεύγω ασφαλώς από το θέμα και αρπάζω την ευκαιρία να τα πω ένα χεράκι σ’ όσους δεν μπόρεσα να απαντήσω με το στόμα, γιατί πού να βρω την άκρη. Είναι τόσο πολλοί αυτοί… κι εγώ ένας.

Όταν πέρασα από κάποια επαρχία, έτυχε την ώρα της συναυλίας −στο διάλειμμα− να πάρει τ’ αυτί μου τον εξής διάλογο μεταξύ κοριτσιού κι ενός κυρίου, που καθόντουσαν στην πρώτη σειρά. Είπε το κορίτσι δείχνοντας εμένα που περνούσα εκείνη τη στιγμή να πιω ένα ποτήρι νερό στον μπουφέ:
“Ξέρεις, αυτός ο κύριος περιοδεύει γιατί του αρέσουν τα ταξίδια, κι έχω την πληροφορία πως είναι καλός σκιτσογράφος, έχω δει μάλιστα σκίτσα του και περιγραφές σε πολλές εφημερίδες”.
Ξέρετε ποια ήταν η απάντηση του καβαλιέρου της;
“Πουφ, δεν ντρέπεσαι, αυτός σκιτσογράφος και θα έπαιζε κιθάρα;”».
«Ο Μπέζος ταξίδεψε με τις χαβάγιες σε όλη την Ελλάδα, σε Τουρκία, Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Βαλκάνια, Σόφια, έφτασε μέχρι Ζάγκρεμπ, Ρουμανία, Αίγυπτο, Βηρυτό, Συρία, κι είχε κάνει αρκετές περιοδείες», συνεχίζει ο Δημήτρης Κούρτης. «Δεν κατάφερε να πάει ποτέ, όμως, στην Αμερική ή στη Χαβάη, το έκανε μόνο νοητικά. Δεν ξέρω πόσο διάσημος ήταν στην Αμερική, τα ρεμπέτικα κυκλοφόρησαν μόνο εκεί, εκεί πήγαν κατευθείαν οι ηχογραφήσεις, στην Ελλάδα τις μάθαμε τη δεκαετία του ’70, πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Το βιβλίο συνοδεύεται και από CD με κάποια από τα κομμάτια του.



Έπαιξε και σε δύο ταινίες ο Μπέζος, τη “Μάγια την Τσιγγάνα” και άλλη μία που είχε διπλή ονομασία, “Διπλή Θυσία” και “Σιωπηλή Σύρραξις”. Στην τελευταία τα πλάνα κόπηκαν γιατί έγινε ο πόλεμος και δέκα χρόνια μετά την ξαναγύρισαν, οπότε πετάχτηκαν τα πλάνα του. Η “Μάγια η Τσιγγάνα” θεωρείται μία από τις χαμένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Σκηνοθέτης της ταινίας ήταν ο Γιάννης Χριστοδούλου, όλες οι κόπιες από τις ταινίες και το αρχείο του οποίου πετάχτηκαν στα σκουπίδια…
Ο Μπέζος ήταν ένα πυροτέχνημα, ένας διάττοντας αστέρας που έσβησε. Ήταν τόσο αεικίνητος που ήταν πυρήνας και μουσικών και καλλιτεχνικών πραγμάτων στην Αθήνα».
«Όμορφος, ψηλός, λεπτός, χιουμορίστας, χλωμός, με βήμα ασταθές, ερωτόληπτος, γλεντοκόπος, αδιόρθωτος αισθηματίας, μποέμ, ξενύχτης, γλεντζές», ήταν οι χαρακτηρισμοί που του προσδίδουν άνθρωποι που τον γνώρισαν, αλλά και με «ολέθριο βίτσιο» και αναζήτηση «τεχνητών παραδείσων» (ενδείξεις εθισμού σε κάποια εξαρτησιογόνο ουσία της εποχής). Δεν άντεξε, και η εύθραυστη υγεία του υπέστη καθοριστική βλάβη όταν το 1938 προσεβλήθη από φυματίωση. Η γερμανική Κατοχή, η πείνα που έπληξε τότε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, οι αρρώστιες και το βαρύ κλίμα που δημιουργήθηκε οδήγησαν γρήγορα στον θάνατο τον νεαρό Κώστα Μπέζο. Πέθανε στις 14 Ιανουαρίου του 1943, μόλις 38 ετών.
Το βιβλίο είναι στημένο με τέτοιον τρόπο που η αφήγηση γίνεται και μέσα από φωτογραφίες του προσωπικού αρχείου του Μπέζου, μέσα από πολλά αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, και μέσα από τη δισκογραφία του, αποτελώντας την πιο πλήρη έκδοση που θα μπορούσε να γίνει γι’ αυτόν τον σημαντικό δημιουργό. To στήσιμο και την αισθητική της έκδοσης έχουν επιμεληθεί οι Typical. Organization for standards & order. Μακάρι να έβγαιναν κι άλλες παρόμοιες βιογραφίες για μουσικούς στην Ελλάδα.
Το βιβλίο «Πάμε στη Χονολουλού, Κώστας Μπέζος (1905-1943)» του Δημήτρη Κούρτη θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αίολος στις 18 Ιουνίου.