Γιατί η Ρωσία μένει αμέτοχη στη σύγκρουση του Ισραήλ με το Ιράν, παρά το γεγονός πως διατηρεί πολύ στενούς δεσμούς με την Τεχεράνη;
Αναλυτές αξιολογούν τη στάση που επιλέγει να κρατήσει ο Βλαντιμίρ Πούτιν και στέκονται σε δύο βασικά σημεία: Στο ότι το Κρεμλίνο δίνει προτεραιότητα στον δικό του πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας, καθώς και στις σχέσεις του με τα έθνη του Κόλπου που δεν θέλουν ένα ισχυρότερο Ιράν.
Το Ιράν βοήθησε το Κρεμλίνο με drones που είχε άκρως ανάγκη κατά το πρώτο έτος της εισβολής του στην Ουκρανία, βοήθησε τη Μόσχα να κατασκευάσει ένα κρίσιμο εργοστάσιο για την κατασκευή drones στο εσωτερικό και υπέγραψε μια νέα συνθήκη στρατηγικής συνεργασίας φέτος με τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, προαναγγέλλοντας στενότερους δεσμούς, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της άμυνας.
Ωστόσο, πέντε μήνες μετά την υπογραφή αυτής της συνθήκης, η κυβέρνηση στο Ιράν αντιμετωπίζει μια σοβαρή απειλή για την κυριαρχία της από τις επιθέσεις του Ισραήλ. Και η Ρωσία, πέρα από τα τηλεφωνήματα και τις καταδικαστικές δηλώσεις, δεν βρίσκεται πουθενά.
«Είναι απλώς ένα γεγονός» για τη Ρωσία ο πόλεμος Ισραήλ – Ιράν
«Η Ρωσία, όσον αφορά το Ιράν, πρέπει να ζυγίσει την πιθανότητα σύγκρουσης με το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, επομένως η διάσωση του Ιράν προφανώς δεν αξίζει τον κόπο», δήλωσε ο Νικίτα Σμάγκιν, ειδικός στις ρωσοϊρανικές σχέσεις. «Για τη Ρωσία, αυτό είναι απλώς ένα γεγονός».
Η στάση αυτή, σύμφωνα με αναλυτές, αντικατοπτρίζει έναν ψύχραιμο υπολογισμό της Μόσχας, η οποία εστιάζει στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας και στη διατήρηση καλών σχέσεων με βασικούς εταίρους στη Μέση Ανατολή – σχέσεις που έχουν συμβάλει στην επιβίωσή της απέναντι στις δυτικές κυρώσεις.
Επιπλέον, όπως σημειώνουν οι ίδιοι, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επιθυμεί την αποτροπή της απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν και την παράλληλη ενίσχυση των σχέσεών του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει καλέσει την Τεχεράνη να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό της πρόγραμμα ως όρο για τον τερματισμό των ισραηλινών επιθέσεων. Η Μόσχα επωφελείται επίσης από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου που ακολούθησε την έναρξη της σύγκρουσης.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, ο κ. Πούτιν θεωρείται απίθανο να εμπλακεί στρατιωτικά ή να ενισχύσει την Τεχεράνη με επιθετικά οπλικά συστήματα. Η αποφυγή μιας τέτοιας εμπλοκής συνδέεται και με την ανάγκη διατήρησης των δεσμών με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία – δύο ολοένα και πιο κρίσιμους εταίρους για τη Μόσχα, οι οποίοι δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι μια στρατιωτικά ενισχυμένη ιρανική παρουσία. Επιπλέον, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό δεσμευμένες στην Ουκρανία.
Έτσι, η Ρωσία φαίνεται να τοποθετείται περισσότερο ως δυνητικός μεσολαβητής για τον τερματισμό των εχθροπραξιών, παρά ως στρατιωτικός υποστηρικτής της Τεχεράνης.
Η στάση της Ρωσίας ως σαφή απόκλιση από προηγούμενες επιλογές στην περιοχή
Η στάση αυτή σηματοδοτεί σαφή απόκλιση από προηγούμενες ρωσικές επιλογές στην περιοχή. Όταν το 2015 το καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ βρέθηκε σε αντίστοιχα κρίσιμη καμπή, η Ρωσία επενέβη στρατιωτικά. Παρότι η παρέμβαση εκείνη απέτρεψε την πτώση του Άσαντ για αρκετά χρόνια, ο έλεγχος του καθεστώτος έχει ουσιαστικά διαρραγεί από τον Δεκέμβριο, με αποτέλεσμα η Μόσχα να αντιμετωπίζει πλέον κίνδυνο περαιτέρω διάβρωσης της επιρροής της στη Μέση Ανατολή.
«Το πραγματικό ζήτημα για τη Μόσχα είναι τι μπορούν να αντέξουν οικονομικά να στείλουν στους Ιρανούς σε αυτό το σημείο όσον αφορά τον στρατιωτικό εξοπλισμό, δεδομένων των απαιτήσεων της σύγκρουσης κατά της Ουκρανίας;» διερωτήθηκε ο Τόμας Γκράχαμ, διακεκριμένος συνεργάτης του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων.
Στο μεταξύ, ο Πούτιν έχει επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Τραμπ, προτείνοντας να μεσολαβήσει για επανέναρξη διαπραγματεύσεων με το Ιράν – μια πρωτοβουλία που ερμηνεύεται και ως προσπάθεια να ενισχύσει το επιχείρημα ότι η Ουάσινγκτον έχει οφέλη από τη βελτίωση των σχέσεων με τη Μόσχα, ακόμη και χωρίς ανταλλάγματα στο ουκρανικό ζήτημα.
Σύμφωνα με το Κρεμλίνο, ο Πούτιν είχε επίσης τηλεφωνικές επικοινωνίες με τους ηγέτες του Ιράν και του Ισραήλ αμέσως μετά την έναρξη των επιθέσεων, και ενημέρωσε τον πρόεδρο Τραμπ για το περιεχόμενό τους.
Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν διατεθειμένες να συνεχίσουν τις συνομιλίες με την Τεχεράνη για το πυρηνικό της πρόγραμμα, γεγονός που ερμηνεύεται ως μήνυμα ότι το Ιράν θα έπρεπε να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Ρωσία, μάλιστα, φέρεται να έχει προτείνει να παραλάβει το ουράνιο υψηλού εμπλουτισμού από το ιρανικό έδαφος.
«Υπάρχει η επιθυμία να επαναφέρουμε αυτή τη σχέση και να παρουσιαστούμε στους Αμερικανούς ως συνομιλητής για όλα τα ζητήματα στις παγκόσμιες υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένου του ιρανικού πυρηνικού φακέλου, χωρίς στην πραγματικότητα να μιλάμε για την Ουκρανία με οποιαδήποτε ουσία», δήλωσε η Χάνα Νότε, διευθύντρια του προγράμματος Ευρασίας στο Κέντρο Μελετών Μη Διάδοσης James Martin στο Μοντερέι της Καλιφόρνια.
Ωστόσο, η στάση αυτή ενέχει κινδύνους. «Ο Πούτιν διακινδυνεύει να αποξενώσει τους Ιρανούς, οι οποίοι εδώ και καιρό δεν εμπιστεύονται τη Μόσχα και φοβούνται ότι το Κρεμλίνο θα μπορούσε να κάνει μια συμφωνία με τον Λευκό Οίκο και να “πετάξει την Τεχεράνη κάτω από το λεωφορείο”», προειδοποίησε η Νότε.
Παρότι οι διπλωματικές κινήσεις βρίσκονται σε εξέλιξη, οι αναλυτές τονίζουν ότι η πιθανότητα ουσιαστικών διαπραγματεύσεων παραμένει μακρινή. Η ισραηλινή επιχείρηση συνεχίζεται με ευρύτερους στόχους, που από τη Δευτέρα περιλαμβάνουν και τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα του Ιράν, καθώς και την επίλεκτη Δύναμη Quds των Φρουρών της Επανάστασης. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου, απαντώντας σε σχετική ερώτηση σε συνέντευξη Τύπου τη Δευτέρα, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο κατάρρευσης της ιρανικής κυβέρνησης.
Παρά τη γεωπολιτική ψυχρότητα, η Ρωσία διατηρεί ιστορικά στενούς δεσμούς με το Ιράν. Το 2023 αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη χώρα και έχει προμηθεύσει την Τεχεράνη με όπλα για χρόνια – χωρίς ωστόσο να της παραχωρήσει την πλήρη γκάμα στρατιωτικών δυνατοτήτων που επιθυμεί.
Οι φιλικές σχέσεις του Πούτιν με το Ισραήλ, τις οποίες έχει επιμελώς καλλιεργήσει τα τελευταία χρόνια, αλλά και οι ενισχυμένοι δεσμοί της Ρωσίας με χώρες του Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα -που αντιτίθενται σε ένα στρατιωτικά ισχυρότερο Ιράν- καθιστούν τη ρωσική εξίσωση ακόμη πιο περίπλοκη.
Με πληροφορίες από New York Times