Στην εποχή των πυρηνικών, η οικονομική ισχύς είναι το πιο δυνατό εργαλείο των ΗΠΑ για να τιμωρούν «απείθαρχα» κράτη. Κυρώσεις, αποκλεισμός από το δολάριο, απομόνωση από το διεθνές σύστημα.
Όμως, η Ρωσία, παρότι θεωρείται η πιο «χτυπημένη από κυρώσεις» χώρα στον κόσμο, συνεχίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία χωρίς να δείχνει διάθεση υποχώρησης.
Από το 2022, οι ΗΠΑ έχουν προσθέσει πάνω από 6.000 πρόσωπα και εταιρείες στη λίστα κυρώσεων. Στην πράξη, όμως, η Μόσχα εξακολουθεί να πραγματοποιεί διασυνοριακές συναλλαγές αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η Ρωσία έχει στραφεί σε Κίνα και Ινδία για να διατηρήσει την οικονομία της ζωντανή. Χρησιμοποιεί κινεζικά συστήματα πληρωμών όπως το Alipay για να ξεπλένει συναλλαγές και να παρακάμπτει τον αποκλεισμό από το SWIFT.
Παράλληλα, μικρές κινεζικές τράπεζες και εταιρείες-«βιτρίνες» λειτουργούν ως μεσάζοντες. Όπως σημειώνουν ειδικοί, «οι μεγάλες κινεζικές τράπεζες είναι σχεδόν αδύνατο να μπουν σε κυρώσεις», καθώς κάτι τέτοιο θα έφερνε χάος στο παγκόσμιο εμπόριο.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η λίστα των αμερικανικών κυρώσεων θεωρούνταν «οικονομική θανατική καταδίκη». Μεγάλες τράπεζες πλήρωναν δισεκατομμύρια για παραβάσεις. Όμως τα τελευταία χρόνια, η επιβολή έχει χαλαρώσει.
Σύμφωνα με αναλυτές, η έλλειψη πόρων και ο φόβος για παγκόσμια αναταραχή έχουν κάνει τις ΗΠΑ διστακτικές να κυνηγήσουν μεγάλους χρηματοπιστωτικούς παίκτες.
Ρωσία: «Κανονικότητα» παρά τις κυρώσεις
Παράδειγμα; Τον περασμένο Απρίλιο, σε μεγάλη έκθεση ηλεκτρονικών στη Μόσχα, εταιρείες παρουσίαζαν τσιπ και εξαρτήματα που τροφοδοτούν το ρωσικό στρατιωτικό πρόγραμμα – πολλά από τα οποία βρίσκονται ήδη σε λίστες κυρώσεων. Οι πληρωμές γίνονταν κανονικά μέσω Alipay ή ρωσικών λογαριασμών σε κινεζικές τράπεζες.
Οι ειδικοί συμφωνούν: η οικονομική πολιορκία της Ρωσίας έχει όρια. Οι κυρώσεις πλήττουν μικρούς μεσάζοντες, αλλά τα μεγάλα συστήματα πληρωμών και οι κινεζικές τράπεζες παραμένουν σχεδόν άθικτες. Η Ουάσινγκτον βρίσκεται μπροστά σε δίλημμα:
-
Ενίσχυση της πίεσης, με ρίσκο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
-
Ή αποδοχή ότι οι κυρώσεις δεν αρκούν για να σταματήσουν τον πόλεμο.
Με πληροφορίες από New York Times