Τα μυστήρια του χανγκόβερ: Γιατί κάποιοι έχουν ανοσία και άλλοι υποφέρουν για μέρες;


TA ΔΥΣΑΡΕΣΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ του είναι γνωστά, όχι όμως και οι μηχανισμοί που το προκαλούν. Το χανγκόβερ είναι ένα σχετικά άγνωστο φαινόμενο στην επιστήμη. Και οι σχετικές έρευνες δεν αποτελούν κορυφαία προτεραιότητα από άποψη χρηματοδότησης ή υγειονομικού ενδιαφέροντος. Όμως το χανγκόβερ μπορεί να μας πει πολλά για το μυαλό μας, το στομάχι μας αλλά και για την επιδημιολογία του αλκοολισμού.

Ορισμένες μελέτες έχουν ως στόχο να διερευνήσουν τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας όταν τον νιώθουμε να εκρήγνυται. Και γιατί η τιμωρία μοιάζει τόσο αυθαίρετη: κάποιοι άνθρωποι υποφέρουν από χανγκόβερ που διαρκεί αρκετές ημέρες, ενώ μια τυχερή μειοψηφία (πάνω από το 20%) φαίνεται να έχει πλήρη ανοσία στην αγωνία «του επόμενου πρωινού».

Κατά τον μεταβολισμό του αλκοόλ, το σώμα το διασπά σε ακεταλδεΰδη, μια χημική ένωση είκοσι φορές πιο τοξική. Το χανγκόβερ μπορεί να είναι η συνέπεια αυτής της διαδικασίας. Οι επιστήμονες δεν είναι απολύτως σίγουροι γιατί συμβαίνει αυτό.

Η γενική κακουχία του χανγκόβερ επηρεάζει το στομάχι, το κεφάλι ή ακόμη και τα συναισθήματα, δημιουργώντας ένα αίσθημα αγωνίας ή άγχους που έχει γίνει γνωστό ως hangxiety ή συναισθηματικό χανγκόβερ.

«Υπάρχουν πολλές θεωρίες», λέει η Magdalena Sastre, καθηγήτρια μοριακής νευροεπιστήμης στο Imperial College του Λονδίνου. Και μελέτες, όπως αυτή που η ίδια επέβλεψε το 2020, προσπαθούν να τις αποδείξουν. Σ’ αυτήν, οι ερευνητές ανέλυσαν πώς το χανγκόβερ επηρέασε μια χούφτα ποντίκια. Μέτρησαν τα νευρωνικά τους κυκλώματα, τις πρωτεΐνες και τους νευροδιαβιβαστές και παρακολούθησαν επίσης τη συμπεριφορά τους. «Είδαμε ότι δεν ήταν μόνο οι νευρωνικές αλλαγές που συνέβαιναν κατά τη διάρκεια της μέθης από το αλκοόλ. Όταν τα επίπεδα αλκοόλ στο αίμα έπεφταν στο μηδέν, όταν άρχιζε το χανγκόβερ, συνέβαιναν αλλαγές που μερικές φορές μπορούσαν να είναι ακόμη μεγαλύτερες. Αυτό μας εξέπληξε», εξηγεί η ίδια.

Οι αλλαγές αυτές αφορούσαν εγκεφαλική φλεγμονή, μεταβολές των νευροδιαβιβαστών και μιτοχονδριακή δυσλειτουργία. Τα μιτοχόνδρια είναι οι οργανισμοί που παράγουν ενέργεια στο κύτταρο, οπότε αν δεν λειτουργούν σωστά, ολόκληρο το σύστημα καταρρέει. «Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή τη δυσφορία», προσθέτει η Sastre, «όπως η αφυδάτωση, η κόπωση και οι διαταραχές του ύπνου». Όλα αυτά μεταφράζονται σε μια γενική κακουχία, που επηρεάζει το στομάχι, το κεφάλι ή ακόμη και τα συναισθήματα, δημιουργώντας ένα αίσθημα αγωνίας ή άγχους που έχει γίνει γνωστό ως hangxiety ή συναισθηματικό χανγκόβερ. «Δεν πρόκειται για μύθο», επιβεβαιώνει η Sastre. «Πραγματοποιήσαμε επίσης δοκιμές άγχους σε ζώα και επιβεβαιώσαμε την αύξηση». Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;

Καταρχάς, το αλκοόλ μιμείται μια κατευναστική χημική ουσία του εγκεφάλου που ονομάζεται GABA, η οποία είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να μας φέρει σε κατάσταση χαλάρωσης. Αλλά όταν περάσει η επίδραση της κραιπάλης, το σώμα πασχίζει να ομαλοποιήσει τη χημεία του, μειώνοντας την ηρεμιστική δραστηριότητα του GABA και αυξάνοντας εκείνη μιας διεγερτικής χημικής ουσίας που ονομάζεται γλουταμίνη, η οποία έχει το αντίθετο αποτέλεσμα.

Επιπλέον, τα αλκοολούχα ποτά είναι πολύ ζαχαρούχα και μετά τον μεταβολισμό τους, το σάκχαρο στο αίμα πέφτει. Σε απάντηση, το σώμα απελευθερώνει στρεσογόνες ορμόνες. Υπάρχει και μια τελευταία προσθήκη, περισσότερο ψυχολογική παρά βιολογική και έχει να κάνει με τα κενά μνήμης και τις ενοχές σχετικά με τις συνθήκες του μεθυσιού της προηγούμενης νύχτας.

Όλες αυτές οι διαδικασίες δημιουργούν ένα ορμονικό κοκτέιλ που είναι δύσκολο να χωνευτεί, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε κρίση άγχους. Το χανγκόβερ αποτελεί μια τόσο ευρεία κατάσταση που είναι δύσκολο να περιγραφεί. Μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης προσδιόρισε την υπνηλία και τη μειωμένη γνωστική λειτουργία ως τα δύο κύρια συμπτώματά της, αλλά οι ερευνητές εντόπισαν συνολικά 47 συμπτώματα. Αυτά εκδηλώνονται μεμονωμένα και είναι εξαιρετικά μεταβλητά. Ή, σε κάποιους οργανισμούς, δεν εκδηλώνονται καθόλου. Επειδή ναι, υπάρχουν άνθρωποι που δεν υποφέρουν ποτέ από χανγκόβερ, όσο αλκοόλ κι αν έχουν καταναλώσει.

Το 2008, οι ερευνητές βρέθηκαν τυχαία αντιμέτωποι μ’ αυτό το φαινόμενο. «Θέλαμε να ελέγξουμε έναν ομοσπονδιακό κανονισμό των ΗΠΑ που διέπει την κατανάλωση αλκοόλ σε επαγγέλματα που απαιτούν αυστηρούς κανόνες ασφάλειας –μεταφορές εμπορευμάτων, αεροπλάνα, τρένα, πλοία, σταθμούς πυρηνικής ενέργειας και τα λοιπά», εξηγεί ο Jonathan Howland, ομότιμος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης και ένας από τους συγγραφείς εκείνης της εργασίας. Ο στόχος ήταν να δούμε αν αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να εκτελέσουν τη δουλειά τους μετά από μια νύχτα βαριάς κατανάλωσης αλκοόλ. Περιμέναμε κάποια μεταβλητότητα, αλλά δεν περιμέναμε να βρουμε ανθρώπους που την επόμενη μέρα ήταν εντελώς αλώβητοι από το μεθύσι…».

Κατά τη διάρκεια έξι δοκιμών στις οποίες συμμετείχαν περίπου 600 άτομα, διαπιστώθηκε ότι περίπου το 23% των συμμετεχόντων ανέφεραν ότι δεν είχαν καθόλου χανγκόβερ. «Και δεν βασιστήκαμε μόνο στον  λόγος τους –δεν εμφάνιζαν καθόλου εξωτερικά συμπτώματα», λέει ο Howland, ο οποίος εξέτασε την επιστημονική βιβλιογραφία και βρήκε παρόμοια ποσοστά σε αντίστοιχες πειραματικές μελέτες και έρευνες. «Αυτό οδήγησε στη δημοσίευση της υπόθεσης της ανθεκτικότητας στο χανγκόβερ [hangover resilience hypothesis]», εξηγεί. «Πραγματοποιήσαμε ακόμη και μια διερευνητική γενετική μελέτη για να αξιολογήσουμε αν μπορεί να υπάρχει γενετική βάση για αυτή την παράξενη ανθεκτικότητα. Τα αποτελέσματά υπήρξαν ασαφή, αλλά το ζήτημα είναι σημαντικό και χρήζει περαιτέρω μελέτης, διότι θα μπορούσε να συμβάλει στην κατανόηση των διαταραχών από την χρήση αλκοόλ».

Όσο για όσους έχουν την ατυχία να υποφέρουν από διήμερα χανγκόβερ, ακόμη και μετά από μέτρια κατανάλωση, οι ερευνητές έχουν μερικές θεωρίες.

Η κυριότερη είναι ότι ορισμένοι άνθρωποι μπορεί να έχουν γενετική προδιάθεση για πιο έντονα χανγκόβερ –μια ασυνήθιστα έντονη αντίδραση στον μεταβολισμό του αλκοόλ, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πιο έντονα και επίμονα χανγκόβερ. Το ανοσοποιητικό τους σύστημα μπορεί να δυσκολεύεται να αμυνθεί απέναντι στις επιπτώσεις του αλκοόλ, γεγονός που μπορεί να επιδεινώσει και να παρατείνει το συνολικό αίσθημα δυσφορίας.

Άλλοι βιολογικοί παράγοντες μπορεί επίσης να συμβάλλουν, όπως η μεγαλύτερη ευαισθησία στη μαγιά ζυθοποιίας ή στα θειώδη στο κρασί. Οι αντιδράσεις είναι ατομικές και δύσκολο να προσδιοριστούν. Το μόνο που μοιάζει ξεκάθαρο είναι ότι το χανγκόβερ επιδεινώνεται με την ηλικία. Καθώς μεγαλώνουμε, το συκώτι επεξεργάζεται λιγότερο αποτελεσματικά το αλκοόλ και δυσκολεύεται περισσότερο να το μεταβολίσει, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί τα χανγκόβερ είναι πιο έντονα με την πάροδο του χρόνου. Το αλκοόλ είναι χειρότερο για όσους υποφέρουν από προβλήματα στο στομάχι, και αυτά είναι πιο συχνά όσο μεγαλώνουμε. Ωστόσο, η περιορισμένη επιστημονική βιβλιογραφία δεν επιβεβαιώνει αυτή την αντίληψη.

Μια μελέτη του 2015 από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ παρατηρούσε ότι οι νεότεροι ενήλικες είχαν κατά μέσο όρο πιο έντονο χανγκόβερ από τους μεγαλύτερους σε ηλικία, με βάση την ίδια κατανάλωση αλκοόλ. Η εξήγηση που βρήκαν είναι ότι «η αυξημένη εμπειρία με το αλκοόλ συνδέεται με μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε αυτό». Το φύλο, το οποίο επίσης αναλύθηκε σε αυτή τη μελέτη, δεν φάνηκε να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα. Μια άλλη μελέτη, από το 2021, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, μιλώντας για ηπιότερα hangover όσο περνούν τα χρόνια. Γιατί όμως τότε μοιάζουν πιο επώδυνα; «Η ισχύς του χανγκόβερ μειώνεται με την ηλικία», κατέληγε η μελέτη. «Μπορεί όμως να αυξάνεται η ευαισθησία στον πόνο».

Με στοιχεία από El Pais



Πηγή: www.lifo.gr